Εκτύπωση του άρθρου

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας κριτικός ή αναγνώστης της λογοτεχνίας εκφράζεται με φανερή επιτίμηση για ένα κείμενο που του προσφέρεται ως ποιητικό, αμφισβητώντας ακόμα και αυτή την ποιητική του ιδιότητα. Τότε είναι που η φράση «Είναι αυτό ποίηση;» συμπυκνώνει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την αρνητική του άποψη για μια σύνθεση ή ένα ποιητικό βιβλίο και, συνακόλουθα, την αμφιβολία του για το αν και σε ποιο βαθμό το κείμενο που έχει μπροστά του δικαιούνται να ανήκει στο ευρύτερο γένος της ποίησης.

Δεν είναι, επίσης, λίγες οι φορές που η ερώτηση αυτή ακούγεται από το στόμα ενός ποιητή –με την υπόμνηση, βέβαια, ότι αφορά το έργο ενός ομοτέχνου του. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς, τουλάχιστον από τη σύγχρονη ποιητική συνθήκη, είναι ότι λίγοι, ελάχιστοι, ίσως, ποιητές διερωτώνται για το ενδεχόμενο της αδυναμίας του έργου τους να θεωρηθεί ποιητικό, επομένως και ποιοτικό. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η σχεδόν πλήρης κατάρρευση των ορίων ανάμεσα στην ποίηση και στα άλλα είδη έντεχνου λόγου, κυρίως, όμως, η διαφαινόμενη διάνοιξη του όρου «ποίηση» σε ό, τι δηλώνεται πως τίθεται κάτω από τη σκέπη της. Φαίνεται, πράγματι, πως αρκεί να δώσει κάποιος στο βιβλίο του αυτόν τον χαρακτηρισμό για να τοποθετήσει το έργο του και τον ίδιο στη μακρά πορεία ησσόνων και μειζόνων ποιητών της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.

Λείπουν, λοιπόν, ή τουλάχιστον δεν φανερώνονται εκείνοι οι «Ευμένηδες» του Καβάφη που δηλώνουν ρητά και απερίφραστα πως μονάχα το πρώτο σκαλί μπόρεσαν να ανέβουν, πως πάσχισαν πολύ για να κατακτήσουν κάτι τόσο λίγο και μικρό –ένα άρτιο ποίημα. Κι αυτό δεν αξίζει να το σκεφτεί κανείς μονάχα σε συνάρτηση με το ποιητικό παρόν αλλά και με το ποιητικό παρελθόν που βρίσκει, σε αντίστιξη με αυτό που συμβαίνει σήμερα, τον πιο επιδραστικό –κατά τη γνώμη μου– Έλληνα ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό, να αφήνει ένα άρτιο, ένα μοναδικό, αν και θραυσματικό έργο, ακριβώς γιατί έτρεφε τις πιο έντονες και ανθεκτικές αμφιβολίες για την ποιότητα και τη δυναμική του.

Παράδοξο ή αντιφατικό, ο Σολωμός υπήρξε ένας Ευμένης από την αρχή ως το τέλος της δημιουργικής του πορείας. Δεν είναι μόνο τα ελάχιστα, σε σχέση με το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής, έργα που εξέδωσε όσο ζούσε. Είναι, πολύ περισσότερο, η αυστηρή κριτική που επιφύλαξε στη γραφή του. Πολλά από τα χειρόγραφά του είναι γεμάτα από διορθώσεις και φράσεις αυστηρότατου αυτοελέγχου που αποκαλύπτουν, πέραν των άλλων, τη συνύπαρξη κριτικού και ποιητή στο ίδιο πρόσωπο. Οι εντολές προς εαυτόν είναι εξαιρετικά αιχμηρές και κυμαίνονται από την πλήρη απόρριψη μέχρι την απαίτηση επανεξέτασης των στίχων και επαναγραφής τους. Κι αυτό, χωρίς αμφιβολία, για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή εγγύτητα των κειμένων του στον πυρήνα της ποίησης. Τη μέγιστη δυνατή ποιητικότητα ως πρωταρχή και γνώμονα της δημιουργίας.

Ποιος δεν θα μπορούσε να διαπιστώσει εδώ το διαρκές βάσανο στο οποίο υπέβαλε ο ποιητής τον εαυτό του, ένα βάσανο ανυπόφορο για τον δημιουργό που θέλει να δει το έργο του να κυκλοφορεί και να σταθμεύει στα χέρια των αναγνωστών του; Ποιος δεν θα τολμούσε να σκεφτεί ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά –αν με τη λέξη «πουθενά» νοείται η απουσία του βιβλίου του από τα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών του καιρού του; Ίσως η σολωμική μέθοδος στέρησε την εποχή του ποιητή από ένα πραγματικά μεγαλειώδες έργο. Το κέρδισαν όμως η επόμενη και όσες ακολούθησαν. Και μαζί κέρδισαν το ιδανικό μοντέλο εργασίας ενός ποιητή. Τον τρόπο να ανεβαίνει κανείς στο πρώτο σκαλί. Και να αποκτά «μεγάλη δόξα».

Τα τελευταία χρόνια εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως σε μεγάλο βαθμό οι όροι αξιολόγησης  της ποίησης άπτονται όχι τόσο της φιλολογικής επιστήμης ή του ευρύτερου στοχασμού που προκύπτει μέσα από τη διαχρονία της φιλοσοφίας, όσο της κοινωνιολογίας και συγκεκριμένων κοινωνιολογικής φύσης θεωριών που αναπτύχθηκαν μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο, η ερμηνευτική αναγκαστικά περιορίζεται στο να κρίνει τις ιδέες των ποιημάτων οι οποίες αφορούν αποκλειστικά κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες. Κι όμως η ποίηση όπως και κάθε τέχνη μιλούσε και θα μιλά πάντα για κάθε ζήτημα που αγγίζει τις βαθύτερες αναζητήσεις και αγωνίες μας: τον άνθρωπο, τον κόσμο, τη φύση, την κοινωνία, την πολιτική, την ομορφιά, την αρμονία, την αναζήτηση της ουσίας, το φθαρτό και το άφθαρτο, το πρόσκαιρο και το αιώνιο, όλα όσα συνυπήρχαν πάντα αξεδιάλυτα μέσα σε ένα έργο τέχνης. Και φυσικά οι ιδέες εμπλέκονται με την κοπιώδη προσπάθεια να φτάσει ο καλλιτέχνης σε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, ο ποιητής αγωνίζεται με τις απαιτήσεις της αρμονίας και της πύκνωσης των βαθύτερων νοημάτων, με την ανακάλυψη πραγμάτων και ισορροπιών που βρίσκονται έξω από εκείνον. Ο καλλιτέχνης γνωρίζει πως ποτέ δεν βρίσκεται το εγώ του στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Αντιθέτως, μοιάζει με έναν εξερευνητή που ανακαλύπτει όσα τον ξεπερνούν και για μια ελάχιστη στιγμή (αυτήν τη στιγμή που ονομάζουμε στιγμή της έμπνευσης ή της κορύφωσης των προσπαθειών του) μπορεί να αγγίξει αυτό που ξεκάθαρα είδε και κατανόησε.

Σκέφτομαι πως σε όλες τις εποχές οι βαθύτεροι και εμβριθέστεροι μελετητές της λογοτεχνίας ήταν εκείνοι που μπορούσαν να αξιοποιούν τη γνώση που τους χάριζαν όλα τα πεδία της ανθρώπινης νόησης: επιστήμη, φιλοσοφία, ιστορία, μελέτη των αρχετύπων και των κοσμολογιών, σύμβολα κ.ά.

Όσοι όμως σήμερα έχουν περιορίσει τη σκέψη τους σε αυτές που ονομάζω «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας» νιώθουν λες και ανακάλυψαν τον τροχό! Ουσιαστικά απορρίπτουν κάθε πρότερη προσέγγιση, θαρρούν πως είναι ιδιαιτέρως «πρωτοποριακό» να χλευάζουν τις αναφορές σε αιώνιες ιδέες, σε οντολογικές αναζητήσεις, στην αναζήτηση της ουσίας, εκείνης που θεμελίωσε τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας! Φρίττουν προφέροντας τον όρο «ουσιοκρατία» και «αισθητική». Αυτό πιθανόν να προκύπτει από την άγνοιά τους περί της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Κατά τη γνώμη μου, ο χρόνος κρίνει τι θα απομείνει από αυτό το «στένεμα» των οριζόντων. Η ίδια η επιστήμη, από τα μαθηματικά έως τη θεωρητική φυσική, δείχνει πως όλα τα ερωτήματα είναι ανοιχτά για τον άνθρωπο. Πώς θα μπορούσε η ποίηση να μην πορεύεται με ανοιχτούς τους ορίζοντες προς το άγνωστο;

Ευσταθίου Δήμου
© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαρτίου 2024