Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Ναι, είναι γιατί:
Δεν κατασκευάζει φωλιές εξουσίας.
Αλλάζει αυτά που νομίζεις πως είναι τα πράγματα.
Αλλάζει αυτά που νομίζεις πως είναι τα τυπικά συναισθήματα.
Αλλάζει αυτά που νομίζεις πως είναι οι γνώριμες σημασίες.
Αλλάζει αυτό που νομίζεις πως είναι οι θεσμοί και οι επικράτειες.
Αλλάζει αυτό που νομίζεις πως είναι οι ρόλοι.
Σε κάνει να θες να την ξαναδείς, να την ξαναπείς, να την τραγουδήσεις, να την χορέψεις.
Δίνει το ρυθμό και ακολουθείς, πρώτα το σώμα.
Ενώ στην αρχή νομίζεις πως είναι των άλλων, αμέσως καταλαβαίνεις πως είναι δική σου, και τελικά δεν ξέρεις τι είναι ακριβώς, αλλά θέλεις με κάθε τρόπο να μάθεις.
Δεν σε καταπιέζει, δεν σε σνομπάρει, δεν σε περιπαίζει.
Δεν επιδεικνύεται.
Δεν σε χρησιμοποιεί.
Δεν σε κάνει να πλήττεις.
Δεν είναι δύσκολη, αλλά είναι εντελώς μοναδική.
Αν σου θυμίζει κάτι, εκείνο παύει να έχει σημασία.
Είναι απολύτως φυσική, αν ξέρεις τι είναι η φύση.
Σε παίρνει μαζί της σε μέρος που μπορεί να είναι και επικίνδυνο. 
Επιστρέφοντας είσαι λίγο ερωτευμέν@.
Θέλεις να κάνεις κάτι μ’ αυτή, για αυτή, όπως αυτή.
Να γράψεις ένα πανό με αυτή και να το σηκώσεις.
Να την μοιραστείς με όσους θα αγαπήσεις.
Είναι μία στάση που, όταν επιτέλους την βρεις, μένεις εκεί.
Είναι ένα μέντιουμ που δεν θέλεις να χρησιμοποιήσεις όλες του τις δυνάμεις.
Είναι ένα βίντεο που έχεις δει χιλιάδες φορές αλλά πάντα κάτι σου λείπει.
Είναι ένας τόπος που έχεις ονειρευτεί αλλά νομίζεις πως έχεις πάει.
Δημιουργεί ακραίες εντάσεις γρήγορα ή αργά.
Δεν απαιτεί χρόνο από σένα, εσύ θέλεις χρόνο μαζί της.
Μπορεί για σένα να θυσιαστεί.
Συνήθως είναι του δρόμου.
Δεν είναι του σαλονιού, αλλά διαβάζεται και στο άδειο σαλόνι.
Όσοι την αγαπούν αγαπάνε τα ζώα.
Στο μέλλον θα την διεκδικήσουν οι καινούργιες οντότητες, τεχνητές και φυσικές.
Θα θέλουν με αυτή να αλλάξουν τον κόσμο.

Ελισάβετ Αρσενίου

 

 


 

 

φίλη συνήντησε μιάν άλλη φίλη. Τα δεσμά που συγκρατούσαν 
τα  τζιτζίκια των ομφαλών τους λύθηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες
κ’ οι  δυό φίλες έγιναν μια πόρπη. 

                                                                                                   Υψικάμινος (1935)                                                            

 

Η Υψικάμινος, πρώτη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου (1901-1975) απορρίπτεται άμεσα με ειρωνεία, χλευασμό κι αδιαφορία από τη συντηρητική πλειονότητα της τότε ελληνικής λογοτεχνικής κοινότητας. Οι ίδιοι λογοτεχνικοί κύκλοι αμφισβητούν και τα ιδεώδη του γαλλικού υπερρεαλιστικού κινήματος. Για μεγάλο διάστημα το έργο του οραματιστή Εμπειρίκου αγνοείται. Αλλά, ο ίδιος ο ποιητής και πρώτος ψυχαναλυτής στον τόπο μας, δεν παραιτείται. Κρίνει τη στάση αυτή ως άγνοια της σημασίας του νέου κινήματος και  αναλαμβάνει να εισηγηθεί ο ίδιος τον Υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία και φιλολογία σε Αθήνα και Λονδίνο, έζησε πέντε χρόνια στο Παρίσι (1926-31) όπου συνδέθηκε με τους Υπερρεαλιστές, ενώ ασχολήθηκε συστηματικά με την ψυχανάλυση δίπλα στον Ρενέ Λαφόργκ, ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Τελικά, η ποιητική συλλογή του, Υψικάμινος, καθιερώνεται ως το πρώτο γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο στη Ελλάδα.

 «Είναι αυτό ποίηση;» Θα ρωτούσε ακόμα και σήμερα αν διάβαζε τους παραπάνω στίχους ένας αναγνώστης που δεν συνηθίζει να διαβάζει ποίηση. Αν όμως ο ίδιος διάβαζε Κωστή Παλαμά…   

Τα χέρια σου στην ώρα του θαλασσοδαρμού  
γίνονται δυο δελφίνια χρυσά του λυτρωμού   
   
                                   
ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ- Σε μια γυναίκα, 1902      . 


Μάλλον, θα απαντούσε. «Αυτό ναι, είναι ποίηση!» Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) προηγείται του Εμπειρίκου. Εμφανίζεται με τη ποιητική γενιά του 1880, κύριος εκπρόσωπος της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Η ποιητική γενιά του ονομάζεται και Παρνασσική, επηρεασμένη από τον γαλλικό Παρνασσισμό. Ο προσανατολισμός των δύο τάσεων είναι κοινός.  Ξεπερνά δημιουργικά τον υπερ-συναισθηματισμό του ρομαντισμού, προβάλλοντας μια νέα ποιητική γραφή σε χαμηλούς τόνους και γλώσσα δημοτική.

Οι στίχοι που προαναφέρθηκαν είναι δείγμα ελάχιστο της πολλαπλότητας και ποικιλομορφίας της ελληνικής ποίησης ανά τους αιώνες. Από τους αρχαιότατους χρόνους, πριν την ανακάλυψη της γραφής, η ποίηση εκφράζεται με ύμνους στους θεούς, εξάρσεις χαράς, θρήνους, μουσική, χορό… Εξελίσσεται ως λυρική και βουκολική, δράμα και έπος…  Συνεχίζεται επικά στα Βυζαντινά χρόνια και στην Ελληνική Επανάσταση, περνά  στην πολυμορφία του εικοστού αιώνα, φτάνει ως τις μέρες μας. Όμως, ενιαίος ορισμός της δεν προκύπτει από αυτή τη μεγάλη διαδρομή. Ούτε στον τόπο της ούτε και σε άλλους τόπους. Μπορεί να τής αποδίδονται ειδικοί προσδιορισμοί από τους ειδικούς, όπως επική, λυρική, διδακτική, δραματική και άλλοι… Όμως, αυτή καθαυτή η Ποίηση δεν έχει όρια. 

Με αυτή την ιδιότητα εμφανίζεται ποιητικά και στον σύγχρονο εικοστό-πρώτο αιώνα με νέα χαρακτηριστικά. Και βέβαια, η Ποίηση δεν αρνείται να συναντήσει την Τεχνολογία, δεν διστάζει. Την αναγνωρίζει  ως νέα πραγματικότητα και συμβαδίζει μαζί της. Οπότε, προκύπτουν και οι  νέες ποιητικές μορφές της.

καθαρίζοντας ττην cache

πες μου ξανά πώς
να καθαρίσω την cache μου,
ν’ αλλάξω τη γραμματοσειρά μου
να βάλω πιο πολύ μνήμη για νέες μνήμες,
να σταματήσω την αυτόματη διόρθωση που το είμαι γίνεται είναι
έτσι για να μπορώ ευτυχισμένη να γράφω

 « Hello poetry-technology talk»

«Είναι αυτό ποίηση;» Το ερώτημα επανέρχεται. Το δείγμα είναι πολύ μικρό, ελάχιστο και τυχαίο, αποσπασμένο από τον απέραντο χώρο του Διαδικτύου. Το οξύμωρο γεγονός  είναι ότι η ποίηση κυκλοφορεί πλέον και  διαδικτυακά. Αναγνωρισμένοι σύγχρονοι Έλληνες και ξένοι ποιητές προβάλλουν τη δουλειά τους σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους. Παράλληλα, διαδικτυακές ποιητικές ανθολογίες, αφιερώματα, κριτικές και αναλύσεις βοηθούν τους χρήστες να εμβαθύνουν στην ποιητική τέχνη. Βέβαια, και μάλιστα πολύ συχνά,  συναντά κανείς στο Διαδίκτυο αμέτρητες άτυχες και άτεχνες ποιητικές απόπειρες, αποτέλεσμα του μεγέθους και ελευθερίας  του χώρου. Δημοκρατία! Ας επιλέξουν οι διαδικτυακοί ποιητές και αναγνώστες την ποίηση που τους αγγίζει και τους εμπνέει.  «Πολύ  υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα», λέει ο Καβάφης (Το Πρώτο Σκαλί, Τα Ποιήματα). Και ο Εμπειρίκος με τον χαρακτηριστικό λόγο του συμπληρώνει, « η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου ».

Μάρω Παπαδημητρίου

 


 

 

Ποίηση είναι αυτό

που δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις και πώς να το δαμάσεις. Είναι αυτό που δεν βρίσκει την ευθεία οδό για να περάσει το έρκος των οδόντων, που κρύβεται μέσα σε μουσικές και εικόνες και λανθάνει στα παρασημαινόμενα των λέξεων. Είναι,  με άλλα λόγια, το ανέκφραστο ή το άρρητο ή το ανάκουστο ή το ανείδωτο, που, ωστόσο, είναι και ρητό και ορατό και ακουστό και απτό, στον βαθμό που έχει κανείς τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες, είναι δηλαδή κάτι σαν θεός ή απλώς ποιητής. Απλώς;;; Η καθημερινή φθορά, η «καθημερινότητα» -μια λέξη του συρμού που προσπαθεί να περιγράψει τα καθημερινώς συμβαίνοντα- προσφέρει κρικέλια  για να αδράξεις θέματα όπως είναι η κοινωνική αδικία, ο χαμένος έρωτας, ο άπιστος άντρας, η άπιστη γυναίκα, ο  συμφεροντολόγος άνθρωπος, η αρρώστια, ο θάνατος, ο πόλεμος, που άλλους στέλνει στο χώμα κι άλλους στην προσφυγιά. Θέλω να πω πως ο όμορφος κόσμος που ζούμε, όσο κι αν είναι αγγελικά πλασμένος, είναι γεμάτος από φίδια. Το ωραίο τοπίο σηκώνει στη ράχη του άχθος μέγα. Όχι υλικό· ηθικό! 


Όμως ο ουρανός δεν θα πάψει ποτέ να είναι γαλανός και ο ήλιος φωτεινός, η νύχτα να έχει άστρα  και ο άνθρωπος καημούς που ξεπερνούν τα τρέχοντα. Καημούς και αγωνία για τη ζωή  εδώ, για το πέραν μετά, για την ουσία της ύπαρξης και τον σκοπό της, το χάος του άσωτου ουρανού.  Ή μήπως όχι, κανένα σκοπό δεν έχει και όλα στην τύχη γίνονται; Τύχη, η μαγική λέξη. Οι Ρωμαίοι την θεοποίησαν και ο  Carl Orff την τραγούδησε: 

O Fortuna/ Ω τύχη, / σα φεγγάρι/ είσαι μεταβλητή,/πάντ' αυξάνεις/
η μειώνεις·/ ζωή αποκρουστική/ μια ζορίζεις/μετ' αλλάζεις/
παίζεις με μια ζαριά·./την ανέχεια/ την εξουσία/ λιώνεις σα παγωνιά/ κ.λπ.


Οι απόψεις για τον ρόλο της Τύχης… Χείμαρρος: Όχι, όλα είναι προσχεδιασμένα, δεν αφήνονται στην τύχη και  ο Θεός δεν παίζει ζάρια, είπε ο Αϊνστάιν. Όχι, όλα στην τύχη γίνονται και κινούνται σε τυχαίες τροχιές, επιμένει ο Δημόκριτος και δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Ναι, αλλά Ένα ρίξιμο στα ζάρια δεν μπορεί να καταργήσει το τυχαίο/ Un coup de dés jamais n'abolira le hazard,  σπεύδει ο Μαλαρμέ.  Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη η χρονιά να σου πετύχει, συμπληρώνει ο Ελύτης, άρα πιστεύει στην τύχη και τον γοητεύει το θέμα της, αλλά δεν την προλαβαίνεις πάντα, γιατί Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα/ και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ… θέμα στερεομετρίας, δηλαδή. Οι υπερρεαλιστές της έδωσαν μεγάλη σημασία, ο ποιητής την είδε σαν αρχάγγελο ουρανοκατέβατο που ήρθε να πει το «Χαίρε» σε μια νέα κοπέλα, μια «Μαρία», και ιδού ένας ερωτικός Ευαγγελισμός … Γιατί ο Έρωτας  είναι γέννημα του σύμπαντος, της ουρανοκατέβατης Τύχης ή εκείνης που αναδύεται από τα έγκατα της γης. Δεν είναι αυθαίρετη η παρομοίωση «σαν καπνοδοχοκαθαριστής». Ωραία λέξη, καθόλου τυχαία. Έχει κάτι από το «ψηλά» και από το «βαθιά». Αυτή, λοιπόν,  η παρουσία του σπάνιου και μοναδικού αγαθού δεν είναι πάντα εξασφαλισμένη. Συχνά νομίζουμε πως έρχεται, πως ήρθε, τις περισσότερες φορές όμως δεν πρόκειται παρά για  ένα κακέκτυπο καλά καμουφλαρισμένο  προσωρινής και μικρής διάρκειας αναλώσιμο. 

Ο Μπάιρον φορτίζει τον κάθε ήρωά του με κάτι από τον εαυτό του: την αδηφαγία του για ζωή, την ακόρεστη δίψα του για δόξα, για περιπέτεια, για έρωτες νόμιμους, άνομους και παράνομους, για την απόλυτη γνώση της κάθε πτυχής της ζωής και κυρίως της αμαρτίας και, τέλος, με την απελπισία του για το ανέφικτο. Βυθίζεται στο σκοτάδι για να το εξερευνήσει. Ανέκαθεν τα σκοτάδια θεωρήθηκαν μυστηριώδη. Κι όμως είναι και στο φως του ήλιου που ανασαίνει το μυστήριο και το θαύμα. Είναι και πέρα από τους ωκεανούς που ο Οδυσσέας του Τένισον λαχταράει να ταξιδέψει: Θέλω να πιω τη στερνή της ζωής στάλα. / Τα θέλω όλα και τώρα και ο  Μπωντλαίρ που επιθυμεί να πλονζάρει στην άβυσσο για να γνωρίσει το άγνωστο, να μάθει και να δει τι είναι εκεί μέσα, τι γίνεται και τι γεννιέται. Και έτσι η αγωνία του για το πώς και το τι τελικά θα καταφέρει όλα θα πάρουν τη μορφή της ποίησης. 

Οι μεγάλοι ποιητές, ο Όμηρος, στα αρχαία χρόνια, ο Δάντης στα όρια Μεσαίωνα και Αναγέννησης, ο Μπεργαδής λίγο μετά βρήκαν τρόπο και κατέβηκαν με τη θέλησή τους στον Άδη, στον κάτω κόσμο, για να τον εξερευνήσουν. Η περιπέτειά τους έγινε ποίημα. Αυτό, λοιπόν, είναι η ποίηση; Θα ρωτήσει κάποιος. Όχι. Αυτό  μπορεί να πει κανείς πως είναι ρεπορτάζ από τον κάτω κόσμο. Μόνο που και αυτό, το ρεπορτάζ έχει την ποιητική του αρκεί να είσαι Καβάφης. Το κάτι τι της εμπειρίας απαιτεί ένα κλικ, απροσδιόριστο για να γίνει ποίηση και να δώσει αυτό που θέλει ο δημιουργός του. 

Ας πούμε: 
Ο  Ελύτης,  σε συνέντευξή του στα «Νέα» το 1973, υποστηρίζει  ότι το καθήκον του ποιητή είναι: «Να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι. Να γίνεται, με το παράδειγμα της ζωής και του έργου του, πρότυπο καθαρότητας. Που σημαίνει να μη συμβιβάζεται. Να μη συνεργάζεται με ανθρώπους ή καταστάσεις που δεν εγκρίνει». Επαναστάτης λοιπόν. Ανταρτεμένη ψυχή, όπως ο Αισχύλος, ο Μπάιρον, ο Ουγκώ, ο Ρήγας,  ο Κάλβος και τόσοι άλλοι που μετέτρεψαν  τη φλόγα τους σε στίχους, ρίχνοντας  φως στα σκοτάδια τους και μεταβάλλοντας τα λόγια τους σε έργα την ώρα της κρίσης. 
 
 «Να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι», λοιπόν. Και πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Αν, δηλαδή, μια άφεγγη νύχτα, ανεβαίναμε όλοι στις ταράτσες και ανάβαμε από ένα κερί ο καθένας αυτό θα ήταν ποίηση; Όχι. Αυτή η πράξη θα μπορούσε να είναι ποιητική εικόνα, εικόνα που μεταποιεί τον λόγο, ποίηση όμως δεν είναι.  Γι’ αυτό το σκοτάδι μιλάει ο ποιητής; Ίσως όχι. Μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Ο ποιητής μιλάει για το σκοτάδι της ψυχής, του μυαλού, του κόσμου. Το μέγα άγνωστο που μένει και θα παραμένει ανεξερεύνητο… γι’ αυτό και ο ρόλος του συνίσταται με τις φωτεινές σταγόνες του, δηλαδή τα λόγια του, να  στάξει φως και να φωτίσει το άγνωστο που βρίσκεται πλάι μας, Αυτό που με απίθανες χειρονομίες δρα κι εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε. 

Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το πέρα και το μακρινό, αλλά και αυτό που σε έναν παράλληλο κόσμο, στον δικό του αφανή τόπο, υπάρχει προστατευμένο από τα μάτια των αδαών και περιμένει αόρατο και το ανάκουστο τον ποιητή που θα το εμφανίσει.  Γιατί ο ποιητής είναι σε θέση να κατανοήσει αυτές τις χειρονομίες που λέγαμε, να αρπάξει το  ασήμαντο ή το αντιποιητικό γεγονός, το διάχυτο και  ασαφές και να το μεταμορφώσει σε ποίηση. Ο ποιητής καταφέρνει δηλαδή να συλλάβει με τις ευαίσθητες κεραίες του τα μηνύματα του σύμπαντος. Έτσι εξηγείται γιατί ο απαισιόδοξος Καρυωτάκης μιλάει για «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις»,  εργαλεία με τα οποία προσπαθεί να επικοινωνήσει με ένα σύμπαν, αλλά εκείνο δεν του ανταποκρίνεται. 

Θα τα καταφέρει μόνο όποιος είναι ικανός να  διακρίνει  την αφανή ιδέα, να ακούσει την κρυμμένη σκέψη, να αποχρησμοδοτήσει το έρεβος, να νιώσει τον πυθικό λόγο που επιζητεί ερμηνεία.  Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι εύκολο.  «Το άπειρο», λέει πάλι ο Ελύτης, «υπάρχει για μας, όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο» και εδώ βρίσκεται η δυσκολία· να νιώσει ο κωφάλαλος τι είναι η γλώσσα.  «Είναι σαν εκείνο που οι κινηματογραφιστές αποκαλούν «φιλμικό» (Roland Barthes, Εικόνες- Μουσική, Κείμενο, εκδ. Πλέθρον, 1988, σελ. 77). Συγκεκριμένα, ο Ρολάν Μπαρτ γράφει ότι «το φιλμικό είναι, μέσα στην ταινία, ό,τι δεν μπορεί να περιγραφεί, είναι η αναπαράσταση, η οποία  δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Το φιλμικό αρχίζει μόνο εκεί όπου σταματά το γλωσσικό ιδίωμα…» (σελ. 78) και πιο κάτω, στο ίδιο βιβλίο, καταχωρίζει τη σκέψη του  Μαλαρμέ : «Σήμερα, μόνο ο κριτικός εκτελεί το έργο (… να πλήττεις, σημαίνει ότι δεν μπορείς να παράγεις το κείμενο, να το παίξεις, να το αποσυνθέσεις, να το βάλεις μπροστά)» (σελ. 159). Το κείμενο δεν είναι συνύπαρξη εννοιών, αλλά διάβαση, διάπλευση)  (σελ. 155).
                    η ποίηση ρίχνει σταγόνες φως στο σκοτάδι… 
οι σταγόνες, οι λέξεις δηλαδή, οι σκέψεις αλλιώς, γίνονται οι γέφυρες για να φτάσει ο ποιητής στον στόχο του… 

Ως γνωστόν, όπως και από αυτήν εδώ τη στήλη έχει παρουσιαστεί,  η ποίηση δεν πάει από τη λεωφόρο αλλά από την παρακαμπτήριο, οπότε κατ’ ανάγκην και ο περιγραφικός λόγος που την αφορά, και αυτός  από την παρακαμπτήριο ελπίζει να έδωσε τον διακαμό της, την άλω της, την Ιδέα της. 

Ανθούλα Δανιήλ 

 


 

 
 
Πρέπει να κοιμηθούμε έστω και με το ζόρι.
Μα οι λαμπτήρες 
είναι μια συνείδηση πολυμήχανη 
γεμάτη ποιήματα που αδημονούν 
να ελκύσουν την προσοχή μας 
κι όποιο απ’ αυτά το καταφέρει 
γεννάει κι άλλα 
παράταιρα, ημιθανή, ασύνδετα και τραγικά 
που η ελάχιστη κλωστή 
̶  των φωνηέντων το ανελέητο φως  ̶  
τα τσακίζει μεγαλοπρεπώς στο πάτωμα.
 
Αδύναμα αυτά αρπάζονται 
από της γλώσσας το πάνω πάνω σκοτάδι 
γλιστρούν στα έλη των ρηχών νερών 
βόσκουν τροφή στους τοίχους με τα βρύα.
 
Ξυπνά για μια στιγμή ο ανήλικος εαυτός 
πλησιάζει ξένες γκαρνταρόμπες 
κι αποφασιστικά κομμάτια ολόκληρα ξηλώνει
τα ξαναράβει, τα φορά 
κολλάει την παλάμη του σε ξένα αποτυπώματα 
αλλότριους βηματισμούς ξεπατικώνει.
Πολύ δεν θέλει το όνειρο να σφραγιστεί οριστικά 
μισολιωμένα χρώματα το στόμα τους να κατακλύσουν
ν’ αδειάσουν ήχο μασέλας που χτυπά το αναμάσημα
πάνω στο μαξιλάρι.
 
Και όμως κάποτε
̶  ελάχιστες για την ακρίβεια φορές  ̶ 
κυνηγημένες αντιλόπες 
που μοσχοβολούν τρεχαλητό και καταρράκτη
μπερδεύονται στα ανθρώπινα 
γραπώνουν το πιο ανίδεο ποίημα απ’ τον αυχένα
σαν γατί το ανασηκώνουν 
φυσούν επάνω του χνώτο 
από σπλάχνα δάσους και πολιτείας πολύβουης 
κι άξαφνα ο υδράργυρος στα ύψη ανεβαίνει
η θηριώδης έπαρση αμέσως υποστέλλεται 
οι βεβαιότητες αχρηστευμένες διαιρούνται.
 
Μα τι έχουμε εδώ;
Καινούργια κολυμβήθρα του Σιλωάμ;
Ή μήπως νέο ποίημα;
 
ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
 

 
 
Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας κριτικός ή αναγνώστης της λογοτεχνίας εκφράζεται με φανερή επιτίμηση για ένα κείμενο που του προσφέρεται ως ποιητικό, αμφισβητώντας ακόμα και αυτή την ποιητική του ιδιότητα. Τότε είναι που η φράση «Είναι αυτό ποίηση;» συμπυκνώνει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την αρνητική του άποψη για μια σύνθεση ή ένα ποιητικό βιβλίο και, συνακόλουθα, την αμφιβολία του για το αν και σε ποιο βαθμό το κείμενο που έχει μπροστά του δικαιούνται να ανήκει στο ευρύτερο γένος της ποίησης.

Δεν είναι, επίσης, λίγες οι φορές που η ερώτηση αυτή ακούγεται από το στόμα ενός ποιητή –με την υπόμνηση, βέβαια, ότι αφορά το έργο ενός ομοτέχνου του. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς, τουλάχιστον από τη σύγχρονη ποιητική συνθήκη, είναι ότι λίγοι, ελάχιστοι, ίσως, ποιητές διερωτώνται για το ενδεχόμενο της αδυναμίας του έργου τους να θεωρηθεί ποιητικό, επομένως και ποιοτικό. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η σχεδόν πλήρης κατάρρευση των ορίων ανάμεσα στην ποίηση και στα άλλα είδη έντεχνου λόγου, κυρίως, όμως, η διαφαινόμενη διάνοιξη του όρου «ποίηση» σε ό, τι δηλώνεται πως τίθεται κάτω από τη σκέπη της. Φαίνεται, πράγματι, πως αρκεί να δώσει κάποιος στο βιβλίο του αυτόν τον χαρακτηρισμό για να τοποθετήσει το έργο του και τον ίδιο στη μακρά πορεία ησσόνων και μειζόνων ποιητών της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.

Λείπουν, λοιπόν, ή τουλάχιστον δεν φανερώνονται εκείνοι οι «Ευμένηδες» του Καβάφη που δηλώνουν ρητά και απερίφραστα πως μονάχα το πρώτο σκαλί μπόρεσαν να ανέβουν, πως πάσχισαν πολύ για να κατακτήσουν κάτι τόσο λίγο και μικρό –ένα άρτιο ποίημα. Κι αυτό δεν αξίζει να το σκεφτεί κανείς μονάχα σε συνάρτηση με το ποιητικό παρόν αλλά και με το ποιητικό παρελθόν που βρίσκει, σε αντίστιξη με αυτό που συμβαίνει σήμερα, τον πιο επιδραστικό –κατά τη γνώμη μου– Έλληνα ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό, να αφήνει ένα άρτιο, ένα μοναδικό, αν και θραυσματικό έργο, ακριβώς γιατί έτρεφε τις πιο έντονες και ανθεκτικές αμφιβολίες για την ποιότητα και τη δυναμική του.

Παράδοξο ή αντιφατικό, ο Σολωμός υπήρξε ένας Ευμένης από την αρχή ως το τέλος της δημιουργικής του πορείας. Δεν είναι μόνο τα ελάχιστα, σε σχέση με το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής, έργα που εξέδωσε όσο ζούσε. Είναι, πολύ περισσότερο, η αυστηρή κριτική που επιφύλαξε στη γραφή του. Πολλά από τα χειρόγραφά του είναι γεμάτα από διορθώσεις και φράσεις αυστηρότατου αυτοελέγχου που αποκαλύπτουν, πέραν των άλλων, τη συνύπαρξη κριτικού και ποιητή στο ίδιο πρόσωπο. Οι εντολές προς εαυτόν είναι εξαιρετικά αιχμηρές και κυμαίνονται από την πλήρη απόρριψη μέχρι την απαίτηση επανεξέτασης των στίχων και επαναγραφής τους. Κι αυτό, χωρίς αμφιβολία, για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή εγγύτητα των κειμένων του στον πυρήνα της ποίησης. Τη μέγιστη δυνατή ποιητικότητα ως πρωταρχή και γνώμονα της δημιουργίας.

Ποιος δεν θα μπορούσε να διαπιστώσει εδώ το διαρκές βάσανο στο οποίο υπέβαλε ο ποιητής τον εαυτό του, ένα βάσανο ανυπόφορο για τον δημιουργό που θέλει να δει το έργο του να κυκλοφορεί και να σταθμεύει στα χέρια των αναγνωστών του; Ποιος δεν θα τολμούσε να σκεφτεί ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά –αν με τη λέξη «πουθενά» νοείται η απουσία του βιβλίου του από τα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών του καιρού του; Ίσως η σολωμική μέθοδος στέρησε την εποχή του ποιητή από ένα πραγματικά μεγαλειώδες έργο. Το κέρδισαν όμως η επόμενη και όσες ακολούθησαν. Και μαζί κέρδισαν το ιδανικό μοντέλο εργασίας ενός ποιητή. Τον τρόπο να ανεβαίνει κανείς στο πρώτο σκαλί. Και να αποκτά «μεγάλη δόξα».

Τα τελευταία χρόνια εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως σε μεγάλο βαθμό οι όροι αξιολόγησης  της ποίησης άπτονται όχι τόσο της φιλολογικής επιστήμης ή του ευρύτερου στοχασμού που προκύπτει μέσα από τη διαχρονία της φιλοσοφίας, όσο της κοινωνιολογίας και συγκεκριμένων κοινωνιολογικής φύσης θεωριών που αναπτύχθηκαν μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο, η ερμηνευτική αναγκαστικά περιορίζεται στο να κρίνει τις ιδέες των ποιημάτων οι οποίες αφορούν αποκλειστικά κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες. Κι όμως η ποίηση όπως και κάθε τέχνη μιλούσε και θα μιλά πάντα για κάθε ζήτημα που αγγίζει τις βαθύτερες αναζητήσεις και αγωνίες μας: τον άνθρωπο, τον κόσμο, τη φύση, την κοινωνία, την πολιτική, την ομορφιά, την αρμονία, την αναζήτηση της ουσίας, το φθαρτό και το άφθαρτο, το πρόσκαιρο και το αιώνιο, όλα όσα συνυπήρχαν πάντα αξεδιάλυτα μέσα σε ένα έργο τέχνης. Και φυσικά οι ιδέες εμπλέκονται με την κοπιώδη προσπάθεια να φτάσει ο καλλιτέχνης σε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, ο ποιητής αγωνίζεται με τις απαιτήσεις της αρμονίας και της πύκνωσης των βαθύτερων νοημάτων, με την ανακάλυψη πραγμάτων και ισορροπιών που βρίσκονται έξω από εκείνον. Ο καλλιτέχνης γνωρίζει πως ποτέ δεν βρίσκεται το εγώ του στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Αντιθέτως, μοιάζει με έναν εξερευνητή που ανακαλύπτει όσα τον ξεπερνούν και για μια ελάχιστη στιγμή (αυτήν τη στιγμή που ονομάζουμε στιγμή της έμπνευσης ή της κορύφωσης των προσπαθειών του) μπορεί να αγγίξει αυτό που ξεκάθαρα είδε και κατανόησε.

Σκέφτομαι πως σε όλες τις εποχές οι βαθύτεροι και εμβριθέστεροι μελετητές της λογοτεχνίας ήταν εκείνοι που μπορούσαν να αξιοποιούν τη γνώση που τους χάριζαν όλα τα πεδία της ανθρώπινης νόησης: επιστήμη, φιλοσοφία, ιστορία, μελέτη των αρχετύπων και των κοσμολογιών, σύμβολα κ.ά.

Όσοι όμως σήμερα έχουν περιορίσει τη σκέψη τους σε αυτές που ονομάζω «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας» νιώθουν λες και ανακάλυψαν τον τροχό! Ουσιαστικά απορρίπτουν κάθε πρότερη προσέγγιση, θαρρούν πως είναι ιδιαιτέρως «πρωτοποριακό» να χλευάζουν τις αναφορές σε αιώνιες ιδέες, σε οντολογικές αναζητήσεις, στην αναζήτηση της ουσίας, εκείνης που θεμελίωσε τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας! Φρίττουν προφέροντας τον όρο «ουσιοκρατία» και «αισθητική». Αυτό πιθανόν να προκύπτει από την άγνοιά τους περί της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Κατά τη γνώμη μου, ο χρόνος κρίνει τι θα απομείνει από αυτό το «στένεμα» των οριζόντων. Η ίδια η επιστήμη, από τα μαθηματικά έως τη θεωρητική φυσική, δείχνει πως όλα τα ερωτήματα είναι ανοιχτά για τον άνθρωπο. Πώς θα μπορούσε η ποίηση να μην πορεύεται με ανοιχτούς τους ορίζοντες προς το άγνωστο;

Ευσταθίου Δήμου

 


 

 

Τα τελευταία χρόνια εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως σε μεγάλο βαθμό οι όροι αξιολόγησης  της ποίησης άπτονται όχι τόσο της φιλολογικής επιστήμης ή του ευρύτερου στοχασμού που προκύπτει μέσα από τη διαχρονία της φιλοσοφίας, όσο της κοινωνιολογίας και συγκεκριμένων κοινωνιολογικής φύσης θεωριών που αναπτύχθηκαν μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο, η ερμηνευτική αναγκαστικά περιορίζεται στο να κρίνει τις ιδέες των ποιημάτων οι οποίες αφορούν αποκλειστικά κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες. Κι όμως η ποίηση όπως και κάθε τέχνη μιλούσε και θα μιλά πάντα για κάθε ζήτημα που αγγίζει τις βαθύτερες αναζητήσεις και αγωνίες μας: τον άνθρωπο, τον κόσμο, τη φύση, την κοινωνία, την πολιτική, την ομορφιά, την αρμονία, την αναζήτηση της ουσίας, το φθαρτό και το άφθαρτο, το πρόσκαιρο και το αιώνιο, όλα όσα συνυπήρχαν πάντα αξεδιάλυτα μέσα σε ένα έργο τέχνης. Και φυσικά οι ιδέες εμπλέκονται με την κοπιώδη προσπάθεια να φτάσει ο καλλιτέχνης σε ένα άρτιο αποτέλεσμα. Λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, ο ποιητής αγωνίζεται με τις απαιτήσεις της αρμονίας και της πύκνωσης των βαθύτερων νοημάτων, με την ανακάλυψη πραγμάτων και ισορροπιών που βρίσκονται έξω από εκείνον. Ο καλλιτέχνης γνωρίζει πως ποτέ δεν βρίσκεται το εγώ του στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Αντιθέτως, μοιάζει με έναν εξερευνητή που ανακαλύπτει όσα τον ξεπερνούν και για μια ελάχιστη στιγμή (αυτήν τη στιγμή που ονομάζουμε στιγμή της έμπνευσης ή της κορύφωσης των προσπαθειών του) μπορεί να αγγίξει αυτό που ξεκάθαρα είδε και κατανόησε.

Σκέφτομαι πως σε όλες τις εποχές οι βαθύτεροι και εμβριθέστεροι μελετητές της λογοτεχνίας ήταν εκείνοι που μπορούσαν να αξιοποιούν τη γνώση που τους χάριζαν όλα τα πεδία της ανθρώπινης νόησης: επιστήμη, φιλοσοφία, ιστορία, μελέτη των αρχετύπων και των κοσμολογιών, σύμβολα κ.ά.

Όσοι όμως σήμερα έχουν περιορίσει τη σκέψη τους σε αυτές που ονομάζω «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας» νιώθουν λες και ανακάλυψαν τον τροχό! Ουσιαστικά απορρίπτουν κάθε πρότερη προσέγγιση, θαρρούν πως είναι ιδιαιτέρως «πρωτοποριακό» να χλευάζουν τις αναφορές σε αιώνιες ιδέες, σε οντολογικές αναζητήσεις, στην αναζήτηση της ουσίας, εκείνης που θεμελίωσε τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας! Φρίττουν προφέροντας τον όρο «ουσιοκρατία» και «αισθητική». Αυτό πιθανόν να προκύπτει από την άγνοιά τους περί της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Κατά τη γνώμη μου, ο χρόνος κρίνει τι θα απομείνει από αυτό το «στένεμα» των οριζόντων. Η ίδια η επιστήμη, από τα μαθηματικά έως τη θεωρητική φυσική, δείχνει πως όλα τα ερωτήματα είναι ανοιχτά για τον άνθρωπο. Πώς θα μπορούσε η ποίηση να μην πορεύεται με ανοιχτούς τους ορίζοντες προς το άγνωστο;

Άννα Γρίβα

 

 

 

 

Για να ορίσει κάποιος τι είναι ποίηση πρέπει να αποδεχθεί τη σημασία του ορισμού και να θυμηθεί ότι με τον ορισμό ορίζεται κάτι με αντικειμενικούς όρους χρησιμοποιώντας το ευρύτερο γένος σε μια ιεραρχία γενών και μια ειδοποιό διαφορά με την οποία το οριζόμενο διαφοροποιείται από το ορίζον ευρύτερο γένος. Η χρησιμοποιούμενη ιεραρχία γενών εξαρτάται από τη φιλοσοφική θέση του αναζητητή, καθώς η απολύτως αντικειμενική ιεράρχηση όρων με σκοπό την παραγωγή όλων των εννοιών από κάποιους πρωταρχικούς όρους δεν επέδωσε εισέτι αποτελέσματα, ιδίως μετά την δια βίου προσπάθεια του Leibniz. Θα επιχειρήσω όμως μια ιεράρχηση που να καταλήγει στην ποίηση. Θέτω στην κορυφή των εννοιών τη δημιουργία, την οποία υποδιαιρώ σε φυσική και ανθρώπινη, εν συνεχεία την ανθρώπινη δημιουργία σε νοητική και υλική. Στο σημείο αυτό ακολουθώ την υποδιαίρεση της ανθρώπινης γνώσης σύμφωνα με την Encyclopedie του Διαφωτισμού σε ιστορία, φιλοσοφία και ποίηση, μια υποδιαίρεση επαναστατική για την εποχή της καθώς ήρθε σε σύγκρουση με την εκκλησιαστική χριστιανική θεώρηση. Ποίηση είναι λοιπόν η νοητική ανθρώπινη δημιουργία που προκύπτει κυρίως από τη φαντασία, όπως η φιλοσοφία προκύπτει κάνοντας χρήση κυρίως του ορθού λόγου και η ιστορία κυρίως της μνήμης. Αυτό λοιπόν που θεωρώ ποίηση είναι μια δημιουργία στην οποία ο κύρια κινητήρια δύναμη είναι η φαντασία.

Και ο όρος δημιουργία και ο όρος φαντασία είναι κατά τη γνώμη μου καθοριστικοί. Όπως η φυσική δημιουργία μιμείται κάποια βασικά σχέδια-πρότυπα οδηγώντας εντούτοις σε ανόμοια και ανεπανάληπτα αποτελέσματα έτσι και η νοητική δημιουργία με κύριο όργανο τη φαντασία, δηλαδή η ποίηση, οδηγεί σε νοητικά πλάσματα των οποίων η αξία διαβαθμίζεται ανάλογα με το βάθος της φαντασίας του δημιουργού τους. Τι είναι άραγε η φαντασία και τι μπορεί να σημαίνει το μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος; Όπως τα μαθηματικά, σύμφωνα με τους μεγάλους του  κλάδου από τον Πλάτωνα μέχρι τον Frege και τον Godel, είναι ανακαλύψεις οντοτήτων (ουσιών) που υπάρχουν καθεαυτές, έτσι και η ποίηση μπορεί στον δικό της χώρο να συλλάβει και να διατυπώσει όψεις του είναι που, ενώ έχουν αφήσει το ίχνος τους στον αισθητό κόσμο, στη ρίζα τους κινούνται στο άυλο και το πνευματικό. Ο ποιητής είναι ένας μυστικιστής εμπειριστής, όπου από την εμπειρία ανάγεται μέσω της φαντασίας στις μυστικές φύσεις των πραγμάτων. Ο Όμηρος από το γεγονός μιας καταστρεπτικής αναμέτρησης δυο λαών μας προσφέρει μια ποίηση που αποκαλύπτει τη ρίζα των πραγμάτων, τις θεϊκές δυνάμεις που προΐστανται σε καθετί και τους τρόπους συναλλαγής τους με τα ανθρώπινα. Ο Αισχύλος μέσα από μια σειρά γεγονότων που ξεκινούν από την ανελέητη σφαγή του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του και τον εξάδελφό του μας αποκαλύπτει τον τρόπο λειτουργίας της μοίρας και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο άνθρωπος να εξισορροπήσει το αναπόφευκτο. Ο Σοφοκλής μέσα από μια σειρά τραγικών συμπτώσεων μας δείχνει ότι ένας ακούσιος δολοφόνος και αιμομίκτης μπορεί να βρει τελικά την ειρήνη και τη φώτιση. Ο Ευριπίδης μέσα από την αδιανόητη σφαγή του Πενθέα από την ίδια του τη μητέρα μας αποκαλύπτει την τρομακτική μορφή που μπορεί να πάρουν οι εκστασιαστικές δυνάμεις όταν αγνοηθούν ή παραμεληθούν. Ο Σαίξπηρ αγγίζει μέσα από ένα απλό γεγονός της σύγκρουσης των οικογενειών δύο εραστών την ίδια φύση του έρωτα και την ανέφικτη υλοποίησή του μέσα στον χώρο των περιορισμών. Ο Τολστόι μέσα από το σκηνικό της ατυχούς εκστρατείας του Ναπολέοντα στη Ρωσία μας δείχνει με τον πιο εναργή τρόπο τη φύση των ανθρώπινων παθών αλλά και το ύψος που μπορεί να φτάσει συνειδησιακά ο άνθρωπος ακόμη και μέσα στις χείριστες συνθήκες του πολεμικού μετώπου. Παντού και πάντα η πραγματική ποίηση εισδύει στις κρυφές αλήθειες και μας αποκαλύπτει ένα κομμάτι τους με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο έτσι ώστε και εμείς ως αναγνώστες να κοινωνήσουμε με τον ποιητή και να γευτούμε τα δώρα του που μας ανυψώνουν και μας καθαίρουν.

Μάρκος Δενδρινός

 


 

 

Απολαμβάνω την επιστροφή στο ειδώλιο. Για την ακρίβεια την καλωσορίζω. Ίσως η οριστικότερη απάντηση στο επίμονο ερώτημα για τη θέση της ποίησης στη σημερινή κοινωνία είναι η αντίστοιχη επιμονή της σημερινής κοινωνίας να ανακρίνει την ποίησή της. Η βεντάλια των ερωτημάτων ανοίγει, το κατηγορητήριο διευρύνεται και η ποιητική σκηνή τοποθετείται εκ νέου σε υπαρξιακά ερωτήματα. “Ποια είναι η θέση του λογοτέχνη απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα”, “πού είναι η ποίηση της κρίσης;” και αισίως “είναι αυτό ποίηση;”.
 
Τα εμπρηστικά ερωτήματα είναι αντιστρόφως καλοδεχούμενα με την πρότερη πάρεση της συζήτησης και ανακαλώ (με χαμόγελο) μία παλαιότερη παρουσίαση στην οποία παρευρέθηκα και κατά την οποία ένας από τους ομιλητές είπε “φυσικά αυτό είναι μία άποψη, δεν θα παίξουμε και ξύλο” για να λάβει την απάντηση “γιατί όχι, πλάκα θα είχε”. Μερικές φορές βαριέσαι τόσο που θέλεις να δεις να ανοίγουν μύτες. Η ποίηση δεν είναι κάτι διαφορετικό. Βρίσκω την ανάγκη αυτή ειλικρινή.
 
Έχω δει πλείστες όσες φορές το ερώτημα του τίτλου να τίθεται, σε ποιητικές παρουσιάσεις, σε σχόλια στο facebook ή σε κλειστές συζητήσεις. Υποδηλώνει από αμφισβήτηση και κριτική διάθεση μέχρι ειλικρινή απορία. Πραγματικά, ίσως κάποιοι δεν λάβαμε το memo. Ίσως να χάσαμε κάποια σκηνική εξέλιξη, να μας ξεπέρασε το meta. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για ποίηση είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς δημόσια με αυτοπεποίθηση (ποτέ αδύνατον). Αυτό είναι μία χαρακτηριστική δυστοκία που αντιλαμβάνομαι στις καθημερινές συζητήσεις για την ποίηση. Είναι εύκολο να πεις για ένα μυθιστόρημα “είναι κακό”. Είναι δύο λέξεις, αλλά τις εκφέρεις χωρίς φόβο. Στην ποίηση τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ο λόγος για τον οποίο κάποιοι μπορούν εύκολα να πουν πως ένα τραγούδι ή ένας πίνακας δεν τους αρέσει αλλά αδυνατούν να πράξουν το ίδιο για ένα ποίημα, από φόβο πως “δεν κατάλαβαν τι θέλει να πει ο ποιητής” είναι ένα άρθρο από μόνο του.
 
Επιστρέφω στο εδώ και τώρα. Ανοίγω το instagram. Κάνω scroll διαβάζοντας τα ποιήματα που ο κόσμος ανεβάζει. Ποιήματα της μίας, το πολύ δύο στροφών. Μικροπερίοδος λόγος, γλώσσα μάλλον “καθημερινή”, χωρίς κάποια χαρακτηριστική λυρικότητα. Αυτά δεν είναι αρνητικά χαρακτηριστικά, είναι το είδος της ποίησης που ευδοκιμεί στα social, το είδος της ποίησης στην οποία πολύς κόσμος ανταποκρίνεται και το είδος της ποίησης για το οποίο μοιραία κάποιοι θα αναρωτηθούν “είναι αυτό ποίηση;”. Η έκταση του ποιήματος είναι σχεδόν πάντοτε μικρή, συσκευασμένη για το προσεκτικά curated προφιλ του εκάστοτε λογαριασμού, χρονομετρημένη για τα ελάχιστα δευτερόλεπτα προσοχής που αφιερώνει ο χρήστης σε κάθε post, πριν το επόμενο. Και το επόμενο. Πρόκειται περί αρένας.
 
Αν η ποίηση ανταποκρίνεται στην εποχή της και η εποχή μας είναι κατακερματισμένη, γρήγορη και αγχωτική, δεν είναι λογικό αυτή η ποίηση να κυριαρχεί τουλάχιστον στις δημοφιλείς γωνιές του ψηφιακού μας κόσμου; Μικρά ποιήματα, σαφή (σημαντικό), συνήθως χιουμοριστικής διαθέσης ή ερωτικής φύσης. Ο κόσμος τα αγκαλιάζει και τα μοιράζεται, βρίσκει σε αυτά μία ξεκάθαρη γωνία σε ένα τοπίο που στρογγυλεύει και ομογενοποιείται τόσο που δεν βρίσκεις από πού να πιαστείς. Δεν είναι φυσικά η μόνη όψη. Παραμένοντας στον ψηφιακό κόσμο υπάρχουν αντίστοιχα προφίλ, συνήθως στο facebook, όπου κοινοποιούνται μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα. Πιστεύω πως οι θεματολογικές και τεχνικές διαφορές ανάμεσα στην ποίηση που διαβάζω στο instagram και της ποίησης που διαβάζω στο facebook υποδηλώνουν και την ηλικιακή διαφορά των χρηστών. Δεν έχω λογαριασμό tik tok αλλά δεν θα μου κάνει εντύπωση η φόρμα να είναι ακόμα μικρότερη εκεί. Είναι όμως αυτό ποίηση;
 
Θα απαντήσω στο ερώτημα παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Frank Zappa με τίτλο “The Real Frank Zappa Book”, το οποίο (απόσπασμα) έχω διαβάσει online, σε πρόχειρη δίκη μου μετάφραση (το πρωτότυπο παρατίθεται στο τέλος του άρθρου):
 
Το πιο σημαντικό πράγμα στην τέχνη είναι το κάδρο. Στη ζωγραφική: κυριολεκτικά· για τις άλλες τέχνες: μεταφορικά, διότι χωρίς αυτό το ταπεινό εργαλείο δεν μπορείς να ξέρεις πού τελειώνει η τέχνη και ξεκινά ο αληθινός κόσμος. Πρέπει να βάλεις ένα “κουτί” γύρω της αλλιώς τι είναι αυτό το σκατό στον τοίχο;
 
Αν ο John Cage, για παράδειγμα, πει “βάζω ένα μικρόφωνο στον λαιμό μου και θα πιω χυμό καρότου και αυτή είναι η σύνθεσή μου” τότε αυτή η γαργάρα πληροί τις προϋποθέσεις ως σύνθεση γιατί έβαλε ένα κάδρο γύρω της και έτσι αποφάσισε. “Είτε σου αρέσει είτε όχι, αυτό θα είναι μουσική”. Από εκεί και πέρα είναι θέμα γούστου. Χωρίς το κάδρο, είναι απλά ένας τύπος που καταπίνει χυμό καρότου.[1]
 
Αισθάνομαι πως αυτό αρκεί. Χρειαζόμαστε ένα “κάδρο” και νιώθω πως αυτό το αίτημα είναι γενικό. Σε μία εποχή που όλα τα δοχεία είναι συγκοινωνούντα και το ρολόι μου γνωρίζει πότε κάποιος μου γράφει στο Viber, ένας σαφής ορισμός μοιάζει να είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να μιλήσουμε με τη φωνή που ταιριάζει στα ψηφιακά μας χαρακώματα. Το “κάδρο” δεν είναι αυτό της τεχνικής, δεν είναι αυτό της θεματολογίας ή της μορφής. Είναι αυτό της επικοινωνίας. Αυτό δημιουργεί μορφολογικές εξαιρέσεις που ωστόσο επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
 
Απολαμβάνω να ακολουθώ το προφίλ του Κυριάκου Χαρίτου στο facebook. Γράφει υπέροχα κείμενα για τους φίλους και τους αγαπημένους του, τη ζωή όπως την παρατηρεί και όπως αυτή κινείται και πάντα συνοδεύονται από αισθαντικές φωτογραφίες. Η λυρικότητα των αναφορών και το παιχνίδι της εικονοποιίας με κάνουν να πιστεύω πως γράφει ποίηση. Πώς θα χαρακτηρίζαμε από την άλλη τα μεγαλύτερα και πεζόμορφα κείμενα που συναντάμε σε ποιητικές συλλογές όπως τον “Αντιδραστήρα” (στην ομώνυμη ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Ενύπνιο) της Ελένης Ντούξη; Σαφώς ποίηση. Κι όμως, τα όρια αρχίζουν και γίνονται δυσδιάκριτα.
 
Έτερα κείμενα των δύο στροφών που αιτούνται ανάλογη πιστοποίηση, κείμενα που μορφολογικά προσομοιάζουν σε ποίηση θα τα αποκαλέσουμε και εκείνα ποίηση και ας μοιάζουν τεχνικά, ρυθμικά και αφηγηματικά σαν μικρά πεζά. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να πατήσεις στην αρένα, αλλά να σταθείς. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, όμως ποιος αντέχει;
 
Γενικεύσεις; Σποραδικά διαβάζω μεταφράσεις μεγάλων ποιημάτων σύγχρονων αμερικανικών ποιητικών φωνών. Απλοϊκό λεξιλόγιο, απουσία αναφορών ή μεταφορών, τετριμμένος ρυθμός, “ξεκάθαρη” γραφή. Κι όμως,  σφυγμομετρούν την εποχή τους. Ο κόσμος τα αγκαλιάζει, τα μοιράζεται, τα βάζει με comic sans μπροστά από φωτογραφίες. Αν η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό που εξελίσσεται (είναι), συχνά μάλιστα σε κάτι που δεν αναγνωρίζουμε μέχρι να το συνηθίσουμε, μήπως κάτι ανάλογο συμβαίνει με συγκεκριμένες ποιητικές ανάγκες; Πιστεύω πως ένας άνθρωπος που κάνει doom scrolling[2] στην εκάστοτε εφαρμογή συλλογής προσωπικών δεδομένων έχει ανάγκη οι δόσεις ντοπαμίνης να ακολουθούν το χρονικό περιθώριο που είναι ικανός να προσφέρει σε ένα post. Πέντε δευτερόλεπτα; Δέκα; Όχι παραπάνω. Η ποίηση εισχωρεί σε αυτήν την ανεπαίσθητη χρονική ρωγμή, με την μορφή που είναι αναγκαία για να επιβιώσει στην πίεση και τη διάσπαση προσοχής που μας ταλανίζει. Και αρκεί. Φυσικά και αρκεί. Θα προσαρμοστεί στο εκάστοτε περιβάλλον και θα μιλήσει με τη φωνή αυτών που την έχουν ανάγκη. 
 
Και αυτή είναι η δική μου απάντηση στο ερώτημα. Είναι αυτό ποίηση; Το “κάδρο” το επιβεβαιώνει. Το γούστο μας; Κατά τις ανάγκες του.

[1] “The most important thing in art is The Frame. For painting: literally; for other arts: figuratively - because, without this humble appliance, you can't know where The Art stops and The Real World begins. You have to put a 'box' around it because otherwise, what is that shit on the wall?

If John Cage, for instance, says, "I'm putting a contact microphone on my throat, and I'm going to drink carrot juice, and that's my composition," then his gurgling qualifies as his composition because he put a frame around it and said so. "Take it or leave it, I now will this to be music." After that it's a matter of taste. Without the frame-as-announced, it's a guy swallowing carrot juice.”
[2] doom scrolling: η τάση να αφιερώνουμε υπερβολικό χρόνο στα κινητά και γενικά τις οθόνες μας.
 
Σπύρος Γούλας
 
 

 

 

Η κρίση της κριτικής

Όλο και περισσότερο -και σήμερα- προσπαθούμε να ορίσουμε την ποίηση: ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη συζήτηση για την επανάσταση στην ποίηση (1) και την ποιητική κρίση (2) σε επιμέλεια Βασίλη Λαμπρόπουλου, το σχήμα του για την αριστερή μελαγχολία (3), το συνέδριο του Αναγνώστη (4) κάπου ενδιάμεσα και τη συζήτηση που ακολούθησε με αφορμή αυτό, ακόμα και την προσπάθεια να οριστεί η κουήρ λογοτεχνία στο Φρέαρ σε επιμέλεια Γιώτας Τεμπρίδου (5), ενώ τελευταία η Θράκα με τον Φιλολογικό Όμιλο Ελλάδος οργάνωσαν ημερίδα όπου επιχειρήθηκε να «εξεταστούν τα όρια της υποκειμενικής έκφρασης έναντι των ορίων τής αντικειμενικής μορφοποίησης του λόγου σε τέχνη» (6). Όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά ακούμε ότι η ποίηση περνά κρίση, με κάποιους ήδη να κάνουν την κηδεία της. Και βέβαια, η διαπίστωση ότι δεν διαβάζει ο κόσμος ποίηση - ποιος είναι αυτός ο κόσμος φυσικά δεν συζητιέται, αντίθετα το κοινό αντιμετωπίζεται σαν μια πλατιά, απαίδευτη, μάζα που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την υψηλή κουλτούρα.

Όλες αυτές οι συζητήσεις έχουν κουράσει. Αφενός, γιατί η ποίηση δεν περνάει καμία κρίση: ποιητικές συλλογές κάνουν δεύτερες και τρίτες εκδόσεις, ποιητ@ καλούνται να μιλήσουν για το έργο τους σε σχολεία και πανεπιστήμια, πηγαίνουν σε φεστιβάλ ή σε residencies, οι συλλογές τους συζητιούνται εντός και εκτός συνεδρίων, γίνονται performances – ας θυμηθούμε εδώ, ενδεικτικά, το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης (7) και το Πρόγραμμα Καταφύγιο του Οδυσσέα (8) της Θράκας, το Φεστιβάλ της φεμινιστικής συλλογικότητας Μωβ Μέδουσες (9), τις δράσεις της ομάδας φρμκ «με τα λόγια γίνεται» (10), την ανακοίνωση στο συνέδριο του Α.Π.Θ. της Βαρβάρας Ρούσσου πάνω στη σύγχρονη φεμινιστική ποίηση για την έμφυλη βία (11).

Αφετέρου, αυτές οι συζητήσεις για το τέλος της ποίησης φτάνουν πάντα στα ίδια αδιέξοδα: πολιτική vs αισθητική, πολιτικές ταυτότητας vs καθολικός Άνθρωπος – τα γνωστά δίπολα επανέρχονται κάθε φορά όταν μιλάμε για μια νέα συλλογή και μάλιστα όχι ρητά. @ κριτικός έχει ήδη πάρει θέση πάνω σε αυτά τα δίπολα και είτε δεν ασχολείται με συλλογές που δεν ικανοποιούν αυτή τη θέση είτε, αν το κάνει, τις κρίνει με βάση αυτές τις θέσεις και τις βγάζει κατώτερες. Την ίδια στιγμή, εξακολουθεί να πιστεύει ότι γράφει «αντικειμενικά» και είναι αυτή η πίστη τ@ στην αντικειμενικότητα που φαίνεται στην απουσία βιβλιογραφικών παραπομπών που αφενός να στηρίζουν τη θέση τ@ και αφετέρου να αποτελούν αφετηρία για διάλογο. Κάνοντας αυτό, @ κριτικός λειτουργεί σαν να έχουμε όλοι συμφωνήσει στο τι είναι ποίηση, κάτι που καθόλου δεν συμβαίνει. Αντί, λοιπόν, για ποιητική κρίση βλέπω μία κρίση κριτικής την οποία καθόλου δεν συζητάμε.   

Να ξαναβάλουμε τ@ κριτικό μέσα στην κριτική – για μια ενσώματη κριτική της ποίησης

Αυτό το οποίο ρωτάμε όταν διατυπώνουμε κρίσεις για το αν κάτι είναι ή δεν είναι ποίηση είναι αν μας αφορά, αν μας επιτρέπει να την χρησιμοποιήσουμε, αν ικανοποιεί μια ανάγκη μας. Μιλώντας για χρήσεις της λογοτεχνίας, θέλω να ξεφύγω από την έννοια του ορίζοντα των προσδοκιών τ@ κριτικού και πολύ περισσότερο από την ιδέα τ@ επαρκ@ αναγνώστ@ -η οποία, όπως παρατηρεί η Rita Felski (2008: 16), μας κληροδότησε έναν αναγνώστη ασώματο, χωρίς αίμα και πάθη, απογυμνωμένο από ηθικές και πολιτικές δεσμεύσεις- και να μιλήσω για το πώς εμπλέκεται το σώμα τ@, ως -θεωρητικά τουλάχιστον, ρευστό- συγκινησιακό πεδίο στις αισθητικές κρίσεις.

Μιλώντας για το σώμα ως συγκινησιακό πεδίο, αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο οι βιωμένες εμπειρίες διαμορφώνουν το συγκινησιακό πεδίο και σε ένα βαθμό ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και κινούμαστε μέσα σε αυτόν. Ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση, δεν εξατομικεύω τη συγκίνηση, αλλά αντίθετα πολιτικοποιώ το συγκινησιακό πεδίο, ζητώντας από τ@ κριτικό να ξεφύγει από παλιές συζητήσεις (πχ της μορφής υψηλή vs χαμηλή τέχνη) και να δει τους τρόπους με τους οποίους η τάξη, το φύλο, η σεξουαλικότητά τ@, η εθνικότητα, η ικανότητα ή η αναπηρία, η ηλικία τ@ κτλ έχουν εγγραφεί στο σώμα τ@, προσανατολίζοντάς το σε κάποιες συγκινήσεις (συγκεκριμένων ποιημάτων συμπεριλαμβανομένων) και κρατώντας το μακριά από άλλες (μέσα σε αυτές και από άλλα ποιήματα).

Με άλλα λόγια, ακολουθώ τη Felski, όταν ζητά από τ@ κριτικό να αμφισβητήσει την αυθεντία τ@, να στοχαστεί τι τ@ έλκει και πώς αυτό σχετίζεται με την ιστορικότητα της εμπειρίας τ@, αφήνοντας χώρο στο ασυνείδητο (Felski, 2008: 17) που συχνά μας οδηγεί σε συγκινήσεις που συνειδητά δεν θα αναγνωρίζαμε. Επιστρέφοντάς τ@ αναγνώστ@ στο σώμα τ@, η Felski τ@ ζητά να ανακαλέσει αυτό που τ@ συμβαίνει όταν διαβάζει ένα ποίημα και να τιμήσει την εμπλοκή τ@ στην ανάγνωση, αντί να ντρέπεται για τις αποκρίσεις τ@ σε αυτή (Felski, 2008, 20) – και με αυτό εννοεί τόσο τις απολαύσεις εκείνες που δεν θα αναγνώριζε στον εαυτ@ τ@ ούτε θα παραδεχόταν στον κύκλο των σοβαρών «ειδημόνων» (γιατί για παράδειγμα έρχονται σε κόντρα με την ιδεολογία του (ς) ή τις κυρίαρχες αισθητικές κρίσεις) όσο και την ένταση των συγκινήσεων που συχνά βιώνονται ως βία (σκέφτομαι εδώ, για παράδειγμα, αντιδράσεις σε έργα που χτυπάνε τις συγκινησιακές επενδύσεις της πατρίδας πάνω στις οποίες δεν στοχάζεται @ κριτικός, αλλά αντίθετα, τις θεωρεί εξ’ ορισμού αποδείξεις για το πόσο κάτι δεν είναι ποίημα). Καλώντας τ@ κριτικό να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να πετάξει από πάνω τ@ τις προκαταλήψεις και τα πιστεύω τ@, η Felski, με την τυπολογία των χρήσεων που φτιάχνει (η  λογοτεχνία ως αναγνώριση, μαγεία, γνώση, σοκ), τ@ προκαλεί να αναρωτηθεί ποι@ ορίζει την εγκυρότητα ποιων συγκινήσεων -και άρα χρήσεων- της λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση ποια σώματα αναπαράγονται, πίσω από ορισμούς περί λογοτεχνικότητας.   

Οι χρήσεις της ποίησης ως κρίσεις για το τι είναι ποίηση

Η ποίηση ως μαγεία

Όσ@ δίνουν έμφαση στην ιδέα της λογοτεχνικότητας, ζητάνε να φέρουν τη μαγεία πίσω στη λογοτεχνία, ιδωμένη ως μια κατάσταση σύνδεσης με το ποίημα τόσο έντονης ώστε να χάνεται οτιδήποτε άλλο στον ορίζοντα πέρα από το αισθητικό αντικείμενο (Felski, 2008: 54). Αυτή η κατάσταση, που συχνά βιώνεται ως έκσταση, μέθη, όνειρο(φαντασια) (Felski, 2008: 55), θα μπορούσε να γίνει ένας τρόπος αντίστασης απέναντι στο φόβο της συγκίνησης που η αποδόμηση έχει ενισχύσει, μια ομολογία ότι είμαστε στη διάθεση του ποιήματος που κάτι μας κάνει, αντί να έχουμε εμείς τον έλεγχο πάνω του, ένας τρόπος αντίστασης απέναντι σε πατριαρχικές, αποικιοκρατικές και γενικότερα εξουσιαστικές προσεγγίσεις της ποίησης. Θυμίζοντάς μας την ανάγκη να είμαστε ανοιχτ@ στη μαγεία (Felski, 2008: 58), την αμφισημία και την έκπληξη (Felski, 2008: 59), αυτό που δε λένε όσοι μιλούν με όρους λογοτεχνικότητας, είναι ότι αφενός μία τέτοια ανοιχτότητα συχνά προϋποθέτει μια σταθερότητα -που σημαίνει προνόμιο- στην εξωλογοτεχνική ζωή και αφετέρου ότι η κοινωνική μας θέση μας προδιαθέτει για αυτά που μας μαγεύουν (Felski, 2008: 76). Ενδεικτικά και μόνο, μπορούμε να σκεφτούμε ότι η έμφαση στην ανοικείωση, την αμφισημία και την έκπληξη πριμοδοτεί μια νευροτυπική αντίληψη του κόσμου, αφού ένα μέρος των αυτιστικών ατόμων, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη από σταθερότητα και/ή μονοσημία.

Ταυτίζοντας την ποίηση με τη φαντασία (την έμπνευση) και εξαντλώντας την φαντασία στην λεκτική ανοικείωση (φτάνοντας στην εκζήτηση), όσοι βλέπουν την ποίηση ως τεχνική και αισθητική (όσοι τη μετρούν με βάση τον βαθμό της ανοικείωσης που φέρνει, τα περίτεχνα σχήματα που χρησιμοποιεί), επιμένουν στον φορμαλιστικό διαχωρισμό ποιητικής και καθημερινής γλώσσας (και ακόμα, μπανάλ, βρώμικου, προσωρινού κόσμου vs καθαρής, αιώνιας, αληθινής τέχνης• μπανάλ, άξεστου κόσμου vs εκλεπτυσμέν@ ποιητ@ και κριτικού- αυθεντίας) και αποτυγχάνουν να δουν πώς οι ιστορικοί διαχωρισμοί/ καταπιέσεις πραγματώνονται/κρυσταλλώνονται μέσω της γλώσσας (Felski, 2008: 94). Έτσι, αντί να ακολουθήσουν τις διαφορετικές γλωσσικές επιλογές για να βγουν σε διαφορετικούς -ασύμμετρους- κόσμους (Felski, 2008: 94), κάτι που θα τους επέτρεπε να επεκτείνουν τη γνώση τους για τον κόσμο και τον εαυτό, παραμένουν προσκολλημέν@ στο προσωπικό ύφος και διαγράφουν ό,τι βρίσκεται κοντά στην καθημερινότητα και την καθημερινή γλώσσα ως μη ποίηση, φιμώνοντας τον κοινωνικό σχολιασμό και την κριτική ως κεφαλαιοποίηση και προπαγάνδα, ηθική αστυνόμευση, διαφθορά και υποκρισία, ενώ, ειρωνικά, είναι αυτ@ που περιπολούν με χαρακτηρισμούς όπως «κουβέντες καφενείου», «μαγάρισμα της ποίησης» και ορισμούς του ποιητή ως «ευγενικής ψυχής» και «πνευματικού ταγού» (κάπως λοξά, εδώ, μπορούμε να θυμηθούμε τον γλωσσικό φετιχισμό που έχει οδηγήσει σε αποικιοκρατικού τύπου απορρίψεις έργων γραμμένων στην κυπριακή ως «μη αφομοιώσιμων λογοτεχνικά», κάτι που ανοίγει το ζήτημα της πρόσληψης τόσο των διαλέκτων ή των κοινωνιολέκτων στην ποίηση μαζί με τα αξιακά, αισθητικά κτλ συστήματα που αυτές κουβαλούν. Είναι ωραία είναι η σχετική συζήτηση που ανοίγει ο Στόγιας στον Αναγνώστη ως απάντηση στην Πανταλέων (12)).

Αποτυγχάνοντας ή αρνούμεν@ να δουν τα προνόμιά τους (για παράδειγμα, την ελεύθερη κυκλοφορία τους στον χώρο) και τον τρόπο με τον οποίο αυτά έχουν εγγραφεί στο σώμα τους (η ελεύθερη κυκλοφορία στον χώρο ως χαλαρότητα, αυτοματισμός, πιθανόν, ανία του σώματος) και διαμορφώσει την οπτική τους (αδυναμία να δουν τους τρόπους με τους οποίους άλλα σώματα αποκλείονται/ καθυστερούνται/ ρυθμίζονται και τον αντίκτυπο αυτών των συνεχόμενων αποκλεισμών/ καθυστερήσεων/ ρυθμίσεων στο σώμα, την οπτική/ προσοχή και τη γλώσσα τους), @ κριτικοί αυτής της τάσης προσπαθούν να επιστρέψουν σε μια προ-κοινωνική κατάσταση αθωότητας, όπου δεν υπάρχουν οι καταπιέσεις (στην πραγματικότητα, η γνώση τους), καταλήγοντας σε ανιστορικές αφηγήσεις που συγχέουν το άχρονο με το διαχρονικό το οποίο και βαφτίζουν υψηλό σε αντίθεση με το ιστορικά τοποθετημένο (χαμηλό). Η Felski (2008: 67) παρατηρεί πως για να (ξανα)γίνει σημαντική ιδέα στην ποίηση η μαγεία, πρέπει να απαλλαγεί από τα ρομαντικά/ μεσσιανικά συμφραζόμενά της και να ιδωθεί ως μέρος της μετανεωτερικότητας και όχι σε αντίθεση με αυτή.

 

Η ποίηση ως αναγνώριση, σοκ και γνώση

Από την άλλη πλευρά, η κριτική που φέρνει μπροστά τις ταυτότητες βλέπει την προτεραιοποίηση της μαγείας ως σύμπτωμα του νεοφιλελευθερισμού (Felski, 2008: 57, 67). Η ίδια διαβάζει για την αναγνώριση (με την πολιτική έννοια της ορατότητας, recognition as visibility κατά τη Felski), για να δει(ξει) την πραγματικότητα των μη προνομιούχων και να μιλήσει για τους τρόπους με τους οποίους αυτή φιμώθηκε, αλλοιώθηκε ή έγινε αντικείμενο οικειοποίησης, να προκαλέσει και να αποφυσικοποίησει εξουσιαστικές πραγματικότητες. Για αυτή την κριτική, η ανοικείωση βλέπεται σε επίπεδο νοήματος και έχει συχνά την μορφή του σοκ. Για μία τέτοια κριτική, (αληθινή) ποίηση είναι η φεμινιστική, η αριστερή κτλ.  

Αυτό που συχνά γίνεται όριο αυτής της κριτικής, ωστόσο, είναι όταν αντί για ορατότητα, βλέπει την αναγνώριση με όρους ταύτισης (recognition as identification κατά τη Felski). Αυτό συμβαίνει όταν ψάχνει τον εαυτό της στα ποιήματα, ανιχνεύοντας σε ό,τι δεν την περιέχει προδοσία και διάσπαση (αυτό διαγιγνώσκουν ανάμεσα στους μη προνομιούχους όσοι έχουν περισσότερα προνόμια σε λιγότερο προνομιούχους) ή σκόπιμη μη συμπερίληψη και υποκρισία (αυτό διαγιγνώσκουν οι λιγότερο προνομιούχοι στους περισσότερο προνομιούχους – συχνά έχοντας δίκιο). Αναφέρομαι εδώ, για παράδειγμα, στην ανδροκεντρική αριστερή κριτική που αγνοεί τους τρόπους με τους οποίους άλλες κατηγορίες ταυτότητας όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, η ικανότητα, η νευροδιαφορετικότητα, η ηλικία, η εθνικότητα βαθαίνουν την καταπίεση φέρνοντας μπροστά την ανάγκη για φεμινιστική, λοατκια+, αναπηρική κτλ ανάγνωση της ποίησης (13).

Πράγματι, η αριστερή κριτική, δεν ασχολείται με το φύλο και την σεξουαλικότητα (αφού για αυτήν αυτά είναι στοιχεία δευτερεύοντα), εκτός από όταν θέλει να την οικειοποιηθεί, προκειμένου να στηρίξει το επιχείρημά της απέναντι στη νεοφορμαλιστική κριτική. Οι φεμινίστριες ποιήτριες και κριτικοί είναι για την αριστερή κριτική οι εξωγήινες της συγκίνησης (Ahmed, 2010: 49, 151), αυτές που δεν συγκινούνται με αυτά που πρέπει με τον τρόπο που πρέπει, αυτά που θεωρούνται ότι επείγουν (ανδροκεντρικές αναλύσεις της ποίησης). Όταν οι αριστεροί τις συμπεριλαμβάνουν στις αναλύσεις τους, γίνεται με τρόπο που αποκαλύπτει μια σχέση ιδιοκτήτη-φιλοξενούμενων, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με ευγνωμοσύνη (με το να μην πολυδείχνεις φεμινίστρια), διαφορετικά γίνονται αυτές που δεν τους αρκεί τίποτα, που δημιουργούν προβλήματα.

Ακολουθώντας μια γραμμή καχυποψίας απέναντι στην πραγματικότητα και την ποίηση (αναφέρομαι εδώ στην καχυποψία με την έννοια του “hermeneutics of suspicion” κατά τον Paul Ricoeur), εκκινώντας δηλαδή από την πίστη ότι τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται, αυτό το μέρος της κριτικής, ισχυριζόμενο ότι θα «ξεκλειδώσει» ή θα «αποκωδικοποιήσει» αυτό που κρύβεται, κατηγορείται από τη νεοφορμαλιστική κριτική αφενός για αλαζονεία (αφού φαίνεται να πιστεύει πως είναι αυτή που θα δείξει κάτι που οι άλλοι αγνοούν) και αφετέρου ότι φτάνει στα όρια της παράνοιας (αναφέρομαι εδώ στην έννοια του “paranoid reading” -έννοια όχι χωρίς προβλήματα τα οποία επεσήμαναν κι άλλοι- κατά την Eve Kosofsky Sedgwick (14)). Σκέφτομαι σε αυτό το σημείο κείμενα που ξεκίνησαν να μιλούν για την σύγχρονη κριτική και την ποίηση και που κατέληξαν να στοχεύουν πρόσωπα τα οποία οριακά δαιμονοποίηθηκαν. Αλλά σκέφτομαι, κυρίως, την απόρριψη ποιημάτων και ποιητικών συλλογών στην υποψία και μόνο ότι μπορεί να έχουν προβληματικά (μισαναπηρικά, μισογύνικα, ομοτρανσφοβικά κτλ) σημεία (15).

Είναι πολύ εύκολο -και δεν πηγαίνει καθόλου πιο πέρα τη συζήτηση- να δει κανείς αυτές τις αναγνώσεις ως απόπειρες λογοκρισίας και σύμπτωμα ηθικού πανικού. Αν δούμε, ωστόσο, αυτά τα σώματα, τα οποία, μέσα σε άλλα διαβάζουν ή/και γράφουν κριτικές, ως σώματα τα οποία ζουν μέσα στον κόσμο καταλαβαίνουμε πώς ενημερώνεται η οπτική τους για το τι είναι ποίημα. Μια σις στρέητ γυναίκα που κατά τα άλλα έχει τα προνόμια της τάξης, της ικανότητας κτλ, για να μείνουμε στα πιο απλά, που κυκλοφορεί σε έναν κόσμο όπου συνεχώς μαθαίνει για μια νέα γυναικοκτονία ή βιασμό -ίσως κάποιας γνωστής της- τον οποίο στη συνέχεια βλέπει να αποδίδεται στο θύμα του οποίου η πραγματικότητα αλλοιώνεται ή διαγράφεται και η βία που έχει υποστεί σεξουαλικοποιείται, διδάσκεται συνεχώς ότι πρέπει να φυλάγεται. Μαθαίνει ότι είναι δική της ευθύνη να αναγνωρίσει εγκαίρως τα σημάδια μιας πιθανής μελλοντικής κακοποίησης και να απομακρυνθεί από αυτή. Αυτή η γυναίκα, η οποία ακριβώς ζώντας σε αυτό τον κόσμο έχει και τις δικές της παραβιαστικές -ή τραυματικές- εμπειρίες, μαθαίνει -εγκαίρως- να ανιχνεύει μοτίβα, να ερμηνεύει κίνητρα, να φτιάχνει και να ενημερώνει τυπολογίες συμπεριφορών, καταστάσεων και ατόμων με βάση τις παρατηρήσεις της, και καθώς, δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει να επαληθευτεί ή να διαψευστεί, αφού μία λάθος εκτίμηση μπορεί να της στοιχίσει τη ζωή της, μαθαίνει να εμπιστεύεται το ένστικτό της, να παρακολουθεί πώς αντιδρά το σώμα της, ενώ πιθανόν ψάχνει στις εμπειρίες άλλων γυναικών για να δώσει όνομα σε αυτό που της συμβαίνει. Η απόρριψη της εγρήγορσης, του θυμού, ακόμα και του αναμασήματος/ της εμμονής ως ενδεικτικών μιας παρανοϊκής οπτικής, η οποία μάλιστα διασπά την κοινότητα ενώ κάνει ταυτότητα το τραύμα, παραγνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους παρεμποδίζεται η άρθρωσή του τελευταίου, ενώ θέτει το ερώτημα του ποιος επικυρώνει ποιες οπτικές γωνίες, συναισθηματικές καταστάσεις και αντιδράσεις, ποιες παθολογικοποιεί και γιατί.  

Κλείνοντας αυτή την ενότητα, αυτό που υποστηρίζει μια τέτοια κριτική είναι ότι η ποίηση είναι μια επιτελεστική εκφορά και, ακόμα, πράξη. Και πράγματι, αυτή η κριτική θεωρεί ποίηση αυτή που καλεί σε κοινωνική αλλαγή και την φέρνει. Από την άλλη πλευρά, και εδώ μπορούμε να δούμε την καχυποψία της νεοφορμαλιστικής κριτικής απέναντι σε μια τέτοια ποίηση και κριτική, το να γράφεις για κοινωνική αλλαγή αφενός μπορεί να σε αποτρέψει από την κοινωνική δράση (όταν το ποίημα γίνεται ένας τρόπος να ξεχρεώσεις/ ξεμπερδέψεις από αυτή (16)) και αφετέρου να δώσει την ψευδαίσθηση της αλληλεγγύης εκεί που δεν υπάρχει (σκέφτομαι εδώ την Sara Ahmed που μιλάει για τους τρόπους με τους οποίους οι εξαγγελίες του diversity (Ahmed, 2012) ή των πολιτικών καμίας ανοχής απέναντι στην σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση (Ahmed, 2021) συχνά γίνονται τροχοπέδη στις καταγγελίες για την απουσία τους).  

 

Επιλογικά: τι θα μπορούσε να ρωτήσει μια ενσώματη κριτική της ποίησης

Βλέποντας το σώμα ως συγκινησιακό πεδίο, αναφέρομαι στη θεωρία των συγκινήσεων (affect theory) η οποία λείπει ως τάση σήμερα από την εγχώρια κριτική. Μιλώντας για συγκίνηση, εννοώ τις αποκρίσεις του σώματος που μοιάζουν να είναι αυτόνομες από τη συνείδηση αλλά γεννιούνται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο και μιλούν για αυτό (Ahmed, 2004; Berlant, 2011; Cvetkovich, 2012). Προσεγγίζοντας τα ποιήματα με έναν τρόπο που να μιλά για τις συγκινήσεις που τα διατρέχουν -για παράδειγμα, τον φόβο, τη ντροπή, την αηδία, τον θυμό, τη μελαγχολία κτλ- και τις καταστάσεις που τις πυροδοτούν -για παράδειγμα, την ομοφοβία, την πατριαρχία κτλ- τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι συγκινήσεις κατασκευάζονται -τις στυλιστικές επιλογές του ποιητή- @ κριτικός μπορεί να μιλήσει για την επιτυχία του ποιήματος -με βάση το αν περνάει τη συγκίνηση που φαίνεται να υποβάλλει αλλά και με διερώτηση αν δεν το κάνει σε ποιο βαθμό είναι @ κριτικός που το εμποδίζει επιμένοντας στη δική τ@ εμπειρία- συνδέοντας το προσωπικό με το πολιτικό.

Μαθαίνοντας να εμπιστεύεται/ ακούει το σώμα τ@, το οποίο εκπαιδεύεται σε νέες συγκινήσεις, @ κριτικός επιτρέπει στον εαυτό τ@ να αυτοαποδομείται, όσο και να έχει τις αντιφάσεις που η ιδεολογικοποίηση συχνά αφαιρεί. Η Felski, δανειζόμενη από τις κριτικές σπουδές του έθνους και την αντιαποικοκρατική θεωρία την έννοια της «διπλής συνείδησης», μιλάει για το απρόβλεπτο γεγονός ότι συχνά μας έλκουν ποιήματα, ενώ μας αφήνουν ψυχρά αδιάφορους άλλα (Felski, 2008: 76), με έναν τρόπο που δεν μπορεί να συρρικνωθεί στα δημογραφικά. Μια τέτοια παρατήρηση περιπλέκει ουσιοκρατικές/ ολοποιητικές/ ταυτοτικές προσεγγίσεις της ποίησης, χωρίς να αρνείται ότι όλοι μπαίνουμε στο ποίημα με διαφορετικές αφετηρίες οι οποίες συχνά έχουν αποφασίσει από πριν για το πού θα προσανατολιστούμε.

Με άλλα λόγια, η ενσώματη κριτική της ποίησης, αφενός καλεί τ@ κριτικό να αναγνωρίσει ότι διαβάζει τα ποιήματα μέσα από την ενσώματη και βιωμένη εμπειρία, αφετέρου να την προκαλεί, κρατώντας ανοιχτή την περιέργεια για το κοινωνικό πλαίσιο. Με αυτό δεν πηγαίνω τόσο σε μια κριτική ριζωμάτων (σκέφτομαι εδώ το άρθρο της Βαρβάρας Ρούσσου «Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για σύγχρονη ποίηση και την κριτική (της);» στον Αναγνώστη (17)), αφού πιστεύω ότι κάτι τέτοιο ίσως να έφτιαχνε μια ψευδαίσθηση χαρούμενης πολλαπλότητας που δεν αντανακλά στην πραγματικότητα των ιεραρχήσεων, όσο προτείνω το ανακάτεμα της τράπουλας της κριτικής στην κατεύθυνση της ευαλωτότητας, του κινδύνου, της αλλαγής παλιών/ προνομιούχων συστημάτων σκέψης και τρόπων ύπαρξης ή, όπως θα έλεγε η Ahmed (2019: 197), μια κουήρ χρήση της κριτικής με τρόπους και από αυτούς για τους οποίους δεν προοριζόταν ως τώρα.  

Υποσημειώσεις

(1) https://lsa.umich.edu/modgreek/window-to-greek-culture/_---revolt.html
(2) https://sites.lsa.umich.edu/poetrycrisis/?fbclid=IwAR3aji-KcGviH6-ELuWuRDYioat7TCDPBcWKOznTV-CPQcpavH5WOfgLyjE
(3) https://www.hartismag.gr/basilhs-lampropoylos
(4) https://www.oanagnostis.gr/o-anagnostis-synedrio-11-3-ta-themata-pros-syzitisi/
(5) https://mag.frear.gr/teychos-8/
(6)https://www.facebook.com/photo?fbid=887475206711843&set=a.475054067953961 . Αντιγράφω το κείμενο της πρόσκλησης:

Ημερίδα: Η ποίηση ως τέχνη και ως έκφραση. Βίοι παράλληλοι ή αντίθετοι;
Ο Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδος και οι εκδόσεις Θράκα, σε συνεργασία με την αντιδημαρχία Πολιτισμού και Επιστημών δήμου Λάρισας, σας προσκαλούν σε ημερίδα με θέμα «Η ποίηση ως τέχνη και ως έκφραση. Βίοι παράλληλοι ή αντίθετοι;».
Στο θέμα της ημερίδας επιχειρείται όπως εξεταστούν τα όρια της υποκειμενικής έκφρασης έναντι των ορίων τής αντικειμενικής μορφοποίησης του λόγου σε τέχνη. Ο Φιλολογικός Όμιλος υποστηρίζει πως η υποκειμενική έκφραση, η οποία και ορίζει τα πλαίσια του λόγου, δεν υπόκειται στον αντικειμενικό προσδιορισμό τού όρου «τέχνη». Πιστεύει πως για να μετατραπεί η υποκειμενική έκφραση σε ποιητική τέχνη (και ευρύτερα λογοτεχνία), οφείλει ο δημιουργός να καταργήσει τη συναισθηματική και αισθητική ερμηνεία τής βιωμένης εμπειρίας τού εξωτερικού κόσμου και να την κατασκευάσει με όρους επιστημονικής προσέγγισης του λόγου. Με άλλα λόγια, για να δημιουργηθεί το ποίημα, δεν απαιτείται έμπνευση ή αυθόρμητη έκφραση, αλλά συγκροτημένη συνειδησιακή κατασκευή με όρους κοινωνιολογικής, ψυχαναλυτικής, ιστορικής, φιλολογικής και φιλοσοφικής, επεξεργασίας των όρων αναπαραγωγής τής πραγματικότητας, των όρων βίωσης τής εμπειρίας. Η εμπειρία δεν είναι του «εδώ και τώρα», αλλά τού καθολικού χωροχρονικού πλαισίου αναφοράς με μεταβολές ως προς τη μορφική μεταφορά των δεδομένων στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στην εν λόγω προβληματική θα τοποθετηθούν οι ομιλητές/τριες. Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2024, στην πολη της Λάρισας, στη «Λογοτεχνική Γωνία», Γαληνού και Φαρμακίδου, 6-9 μ.μ..
Ομιλητές* οι Αντώνης Ε. Χαριστός, Κωνσταντίνος Λίχνος, Ευαγγελία Τσούβα, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Δελιόπουλος, Πηνελόπη Ζαρδούκα, Πέτρος Σκυθιώτης, Νικόλας Κουτσοδόντης, Μαρία Μπουρμά, Marija Dejanović.
*Οι ομιλητές Αντώνης Ε. Χαριστός, Κωνσταντίνος Λίχνος και Μαρία Μπουρμά, εκφράζουν τη θέση τού Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, επομένως εκπροσωπούν μία ενιαία αντίληψη επί τού θέματος. Όλοι οι υπόλοιποι ομιλητές και δη οι ομιλητές των εκδόσεων Θράκα, Πέτρος Σκυθιώτης, Νικόλας Κουτσοδόντης και Marija Dejanović, εκφράζουν αποκλειστικά προσωπικές θέσεις και απόψεις.

(7) https://thessalianpoetry.gr/
(8)https://thraca.gr/category/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%B3%CE%B9%CE%BF

(9) https://www.athinorama.gr/texnes/3016839/mob-medouses-to-1o-diathematiko-festibal-gia-to-fulo-kai-ti-logotexnia-dinei-foni-se-perithoriopoiimenes-thilukotites-kai-oxi-mono/

(10) https://www.youtube.com/metalogiaginetai

(11) Ρούσσου Βαρβάρα, Πειθαρχήσεις και αντιστάσεις στο «σώμα» της ποίησης νεότερων Ελληνίδων (2010-23) στη ΙΖ’ Διαδικτυακή Διεθνή Επιστημονική συνάντηση του Τομέα Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας, ΑΠΘ, 24-26 Νοεμβρίου 2023. Αναλυτικά όλο το πρόγραμμα εδώ:  https://www.lit.auth.gr/sites/default/files/newsattach/via_kai_exoysia_programma.pdf

(12) https://www.oanagnostis.gr/i-nea-ellino-kypriaki-logotechnia-mesa-exo-kai-dipla-stin-elliniki-toy-giorgoy-stogia/

(13) Σκέφτομαι, σε αυτό το σημείο, το ποίημα «οι σύντροφοί μας θυμώνουν…» (70-71) της ΜΚΧ (Βουκαμβίλια Ποπ, Τεφλόν 2022), όπου το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τη διαγραφή της έμφυλης βίας από τους αριστερούς συντρόφους και από τον εραστή, επίσης αριστερό, όσο και την καχυποψία και τον θυμό τους όταν τίθεται το ζήτημα. Σε αυτό το ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο, που στο μεταξύ προσπαθεί να επικοινωνήσει την πραγματικότητα με όρους των αριστερών, χρησιμοποιώντας αναλογίες που καταλαβαίνουν (την έμφυλη βία ως αστυνομική καταστολή) και που πρώτα από όλα καλείται να αποδείξει ότι έχει σώας τα φρένας (χρησιμοποιώντας τους κανόνες της λογικής όπως ορίζει η ανδροκεντρική εμμονή στο λόγο), σε όλο το ποίημα μένει αδικαίωτο, κατασκευάζεται ως υπερβολικό, παράλογο, πορωμένο από τον φεμινισμό. Καθώς το ποίημα κλείνει με το ποιητικό υποκείμενο στην αγκαλιά του εραστή που προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ασφαλή χώρο αλλά αποτυγχάνει, οι φεμινίστριες αναγνώστριες καταλαβαίνουμε τι εννοεί και πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση με το κίνημα και τον εραστή, ενώ οι αριστεροί αναγνώστες μένουν με την ενόχληση και την σπαζοκεφαλιά που, καθώς ντροπιάζει εύκολα, φέρνει αμυντική στάση απέναντι στο ποίημα.

Πράγματι, η αναγνώριση των γυναικών από τους αριστερούς συντρόφους, ως ελπίδα ή υπόσχεση να γίνουν αποδεκτές ως λογικές και, επομένως, έγκυρες και αξιόπιστες αφηγήτριες της ζωής τους, παίρνει τη μορφή ενός δώρου που δίνεται από τους άνδρες -που θεωρούνται, στη βάση του φύλου τους ήδη λογικοί- στις γυναίκες, κάτι που με τη σειρά του εδραιώνει το λόγο -με ανδροκεντρικούς όρους- ως προϋπόθεση κοινωνικότητας. Την ίδια στιγμή, εφόσον οι γυναίκες έχουν αναγνωριστεί από τους συντρόφους τους, πρέπει να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους, επαληθεύοντας τους όρους της κοινωνικότητας που αυτοί έχουν θέσει, διαφορετικά η άρνησή τους ερμηνεύεται ως απειλή στην συνύπαρξη. Η εικόνα της «χαρούμενης συντρόφου» γίνεται, έτσι, ένα είδος κοινωνικής ελπίδας, ένα σημάδι του «πόσο μακριά έχουμε φτάσει», κάτι που σημαίνει ότι η ενοχλητική φιγούρα της δυσαρεστημένης συντρόφου (που μιλά για βία, διακρίσεις, καταπιέσεις, ειδικά μάλιστα μέσα στο κίνημα) δεν πρέπει να μπει στο κάδρο (Ahmed, 2010: 113).  

(14) Κατά τη Sedgwick, η παρανοϊκή κριτική, αντίθετα με την επανορθωτική, κρατά μία στάση αναμονής απέναντι στους άλλους (τα ποιήματα, τα κριτικά κείμενα), μιας αναμονής που περιμένει τη βλάβη (ότι τα ποιήματα και τα κριτικά κείμενα τελικά θα αναπαράξουν τις ιεραρχίες). Όσοι διαβάζουν έτσι τα (λογοτεχνικά και κριτικά) κείμενα, κατά τη Sedgwick, προσπαθούν να ξεσκεπάσουν, εστιάζοντας στα αρνητικά (στα προβληματικά σημεία), πίσω από την ύπαρξη των οποίων βλέπουν σκοπιμότητα. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθώντας να προλάβουν την έκπληξη (πχ αμφισημία), την οποία αποστρέφονται, κλείνουν κάθε άλλη ερμηνεία. Αυτό το κάνουν, κατά τη Sedgwick, φτιάχνοντας μια μεγάλη θεωρία και εκβιάζοντας συνδέσεις.

(15) Μιλάω για υποψία, εννοώντας τη διάγνωση πχ του μισογυνισμού με έναν τρόπο που να θέλει ένα έξτρα βήμα στην ανάγνωση (μια, ενδεχομένως, υπερ-ερμηνεία). Η κατάσταση συχνά φτάνει στο σημείο ώστε υπό το φως αυτής της ανακάλυψης κάποιας κριτικού, να καλούνται συντρόφισσες να αναγνωρίσουν το ποίημα ως πρόβλημα, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θεωρούνται ότι συντάσσονται με τον ποιητή που τώρα βλέπεται ως θύτης.

(16) Σκέφτομαι εδώ το ποίημα «Το χρέος» της Μαριλένας Κολλάρου (Μέρι Πόπινς, Μανδραγόρας 2023), όπου το ποιητικό υποκείμενο, στοχαζόμενο το ρόλο της ως ποίητριας, γράφει: Ημέρα/ Πέμπτη/ Ώρα/ Κρίσιμη/ Νέα από τον Έβρο/ Αμφισβητήσιμα/ Χώματα/ Σκεπασμένα/ Τρύπες/ Ανοιχτές/ Πτώματα/ Εντός ολίγου/ Κι εγώ γλίτωσα/ Με ένα ποίημα ξεχρέωσα.

(17) https://www.oanagnostis.gr/gia-poio-pragma-milame-otan-milame-gia-sygchroni-poiisi-kai-tin-kritiki-tis-tis-varvaras-royssoy/

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Ahmed, Sara (2004), The Cultural Politics of Emotion, Edinburgh University Press
Ahmed, Sara (2010), The Promise of Happiness, Duke University Press
Ahmed, Sara (2012), On Being Included. Racism and Diversity in Institutional Life, Duke University Press
Ahmed, Sara (2019), What’s the Use? On the Uses of Use, Duke University Press
Ahmed, Sara (2021), Complaint!, Duke University Press
Baumann, Alison Scott, (2011), Ricoeur and the Hermeneutics of Suspicion, Continuum
Berlant, Lauren (2011), Cruel Optimism, Duke University Press
Cvetkovich, Ann (2012), Depression: A Public Feeling, Duke University Press
Felski, Rita (2008), Uses of Literature, Blackwell Publishing
Sedgwick, Eve Kosofsky (1997), “Paranoid and Reparative Reading Or You’re so Paranoid You Probably Think This Introduction Is About You” στο Novel Gazing: Queer Readings in Fiction, Duke University Press

Βάγια Κάλφα

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Φεβρουαρίου 2024