Εκτύπωση του άρθρου

 

Ποίηση είναι αυτό

που δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις και πώς να το δαμάσεις. Είναι αυτό που δεν βρίσκει την ευθεία οδό για να περάσει το έρκος των οδόντων, που κρύβεται μέσα σε μουσικές και εικόνες και λανθάνει στα παρασημαινόμενα των λέξεων. Είναι,  με άλλα λόγια, το ανέκφραστο ή το άρρητο ή το ανάκουστο ή το ανείδωτο, που, ωστόσο, είναι και ρητό και ορατό και ακουστό και απτό, στον βαθμό που έχει κανείς τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες, είναι δηλαδή κάτι σαν θεός ή απλώς ποιητής. Απλώς;;; Η καθημερινή φθορά, η «καθημερινότητα» -μια λέξη του συρμού που προσπαθεί να περιγράψει τα καθημερινώς συμβαίνοντα- προσφέρει κρικέλια  για να αδράξεις θέματα όπως είναι η κοινωνική αδικία, ο χαμένος έρωτας, ο άπιστος άντρας, η άπιστη γυναίκα, ο  συμφεροντολόγος άνθρωπος, η αρρώστια, ο θάνατος, ο πόλεμος, που άλλους στέλνει στο χώμα κι άλλους στην προσφυγιά. Θέλω να πω πως ο όμορφος κόσμος που ζούμε, όσο κι αν είναι αγγελικά πλασμένος, είναι γεμάτος από φίδια. Το ωραίο τοπίο σηκώνει στη ράχη του άχθος μέγα. Όχι υλικό· ηθικό! 


Όμως ο ουρανός δεν θα πάψει ποτέ να είναι γαλανός και ο ήλιος φωτεινός, η νύχτα να έχει άστρα  και ο άνθρωπος καημούς που ξεπερνούν τα τρέχοντα. Καημούς και αγωνία για τη ζωή  εδώ, για το πέραν μετά, για την ουσία της ύπαρξης και τον σκοπό της, το χάος του άσωτου ουρανού.  Ή μήπως όχι, κανένα σκοπό δεν έχει και όλα στην τύχη γίνονται; Τύχη, η μαγική λέξη. Οι Ρωμαίοι την θεοποίησαν και ο  Carl Orff την τραγούδησε: 

O Fortuna/ Ω τύχη, / σα φεγγάρι/ είσαι μεταβλητή,/πάντ' αυξάνεις/
η μειώνεις·/ ζωή αποκρουστική/ μια ζορίζεις/μετ' αλλάζεις/
παίζεις με μια ζαριά·./την ανέχεια/ την εξουσία/ λιώνεις σα παγωνιά/ κ.λπ.


Οι απόψεις για τον ρόλο της Τύχης… Χείμαρρος: Όχι, όλα είναι προσχεδιασμένα, δεν αφήνονται στην τύχη και  ο Θεός δεν παίζει ζάρια, είπε ο Αϊνστάιν. Όχι, όλα στην τύχη γίνονται και κινούνται σε τυχαίες τροχιές, επιμένει ο Δημόκριτος και δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Ναι, αλλά Ένα ρίξιμο στα ζάρια δεν μπορεί να καταργήσει το τυχαίο/ Un coup de dés jamais n'abolira le hazard,  σπεύδει ο Μαλαρμέ.  Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη η χρονιά να σου πετύχει, συμπληρώνει ο Ελύτης, άρα πιστεύει στην τύχη και τον γοητεύει το θέμα της, αλλά δεν την προλαβαίνεις πάντα, γιατί Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα/ και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ… θέμα στερεομετρίας, δηλαδή. Οι υπερρεαλιστές της έδωσαν μεγάλη σημασία, ο ποιητής την είδε σαν αρχάγγελο ουρανοκατέβατο που ήρθε να πει το «Χαίρε» σε μια νέα κοπέλα, μια «Μαρία», και ιδού ένας ερωτικός Ευαγγελισμός … Γιατί ο Έρωτας  είναι γέννημα του σύμπαντος, της ουρανοκατέβατης Τύχης ή εκείνης που αναδύεται από τα έγκατα της γης. Δεν είναι αυθαίρετη η παρομοίωση «σαν καπνοδοχοκαθαριστής». Ωραία λέξη, καθόλου τυχαία. Έχει κάτι από το «ψηλά» και από το «βαθιά». Αυτή, λοιπόν,  η παρουσία του σπάνιου και μοναδικού αγαθού δεν είναι πάντα εξασφαλισμένη. Συχνά νομίζουμε πως έρχεται, πως ήρθε, τις περισσότερες φορές όμως δεν πρόκειται παρά για  ένα κακέκτυπο καλά καμουφλαρισμένο  προσωρινής και μικρής διάρκειας αναλώσιμο. 

Ο Μπάιρον φορτίζει τον κάθε ήρωά του με κάτι από τον εαυτό του: την αδηφαγία του για ζωή, την ακόρεστη δίψα του για δόξα, για περιπέτεια, για έρωτες νόμιμους, άνομους και παράνομους, για την απόλυτη γνώση της κάθε πτυχής της ζωής και κυρίως της αμαρτίας και, τέλος, με την απελπισία του για το ανέφικτο. Βυθίζεται στο σκοτάδι για να το εξερευνήσει. Ανέκαθεν τα σκοτάδια θεωρήθηκαν μυστηριώδη. Κι όμως είναι και στο φως του ήλιου που ανασαίνει το μυστήριο και το θαύμα. Είναι και πέρα από τους ωκεανούς που ο Οδυσσέας του Τένισον λαχταράει να ταξιδέψει: Θέλω να πιω τη στερνή της ζωής στάλα. / Τα θέλω όλα και τώρα και ο  Μπωντλαίρ που επιθυμεί να πλονζάρει στην άβυσσο για να γνωρίσει το άγνωστο, να μάθει και να δει τι είναι εκεί μέσα, τι γίνεται και τι γεννιέται. Και έτσι η αγωνία του για το πώς και το τι τελικά θα καταφέρει όλα θα πάρουν τη μορφή της ποίησης. 

Οι μεγάλοι ποιητές, ο Όμηρος, στα αρχαία χρόνια, ο Δάντης στα όρια Μεσαίωνα και Αναγέννησης, ο Μπεργαδής λίγο μετά βρήκαν τρόπο και κατέβηκαν με τη θέλησή τους στον Άδη, στον κάτω κόσμο, για να τον εξερευνήσουν. Η περιπέτειά τους έγινε ποίημα. Αυτό, λοιπόν, είναι η ποίηση; Θα ρωτήσει κάποιος. Όχι. Αυτό  μπορεί να πει κανείς πως είναι ρεπορτάζ από τον κάτω κόσμο. Μόνο που και αυτό, το ρεπορτάζ έχει την ποιητική του αρκεί να είσαι Καβάφης. Το κάτι τι της εμπειρίας απαιτεί ένα κλικ, απροσδιόριστο για να γίνει ποίηση και να δώσει αυτό που θέλει ο δημιουργός του. 

Ας πούμε: 
Ο  Ελύτης,  σε συνέντευξή του στα «Νέα» το 1973, υποστηρίζει  ότι το καθήκον του ποιητή είναι: «Να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι. Να γίνεται, με το παράδειγμα της ζωής και του έργου του, πρότυπο καθαρότητας. Που σημαίνει να μη συμβιβάζεται. Να μη συνεργάζεται με ανθρώπους ή καταστάσεις που δεν εγκρίνει». Επαναστάτης λοιπόν. Ανταρτεμένη ψυχή, όπως ο Αισχύλος, ο Μπάιρον, ο Ουγκώ, ο Ρήγας,  ο Κάλβος και τόσοι άλλοι που μετέτρεψαν  τη φλόγα τους σε στίχους, ρίχνοντας  φως στα σκοτάδια τους και μεταβάλλοντας τα λόγια τους σε έργα την ώρα της κρίσης. 
 
 «Να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι», λοιπόν. Και πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Αν, δηλαδή, μια άφεγγη νύχτα, ανεβαίναμε όλοι στις ταράτσες και ανάβαμε από ένα κερί ο καθένας αυτό θα ήταν ποίηση; Όχι. Αυτή η πράξη θα μπορούσε να είναι ποιητική εικόνα, εικόνα που μεταποιεί τον λόγο, ποίηση όμως δεν είναι.  Γι’ αυτό το σκοτάδι μιλάει ο ποιητής; Ίσως όχι. Μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Ο ποιητής μιλάει για το σκοτάδι της ψυχής, του μυαλού, του κόσμου. Το μέγα άγνωστο που μένει και θα παραμένει ανεξερεύνητο… γι’ αυτό και ο ρόλος του συνίσταται με τις φωτεινές σταγόνες του, δηλαδή τα λόγια του, να  στάξει φως και να φωτίσει το άγνωστο που βρίσκεται πλάι μας, Αυτό που με απίθανες χειρονομίες δρα κι εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε. 

Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το πέρα και το μακρινό, αλλά και αυτό που σε έναν παράλληλο κόσμο, στον δικό του αφανή τόπο, υπάρχει προστατευμένο από τα μάτια των αδαών και περιμένει αόρατο και το ανάκουστο τον ποιητή που θα το εμφανίσει.  Γιατί ο ποιητής είναι σε θέση να κατανοήσει αυτές τις χειρονομίες που λέγαμε, να αρπάξει το  ασήμαντο ή το αντιποιητικό γεγονός, το διάχυτο και  ασαφές και να το μεταμορφώσει σε ποίηση. Ο ποιητής καταφέρνει δηλαδή να συλλάβει με τις ευαίσθητες κεραίες του τα μηνύματα του σύμπαντος. Έτσι εξηγείται γιατί ο απαισιόδοξος Καρυωτάκης μιλάει για «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις»,  εργαλεία με τα οποία προσπαθεί να επικοινωνήσει με ένα σύμπαν, αλλά εκείνο δεν του ανταποκρίνεται. 

Θα τα καταφέρει μόνο όποιος είναι ικανός να  διακρίνει  την αφανή ιδέα, να ακούσει την κρυμμένη σκέψη, να αποχρησμοδοτήσει το έρεβος, να νιώσει τον πυθικό λόγο που επιζητεί ερμηνεία.  Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι εύκολο.  «Το άπειρο», λέει πάλι ο Ελύτης, «υπάρχει για μας, όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο» και εδώ βρίσκεται η δυσκολία· να νιώσει ο κωφάλαλος τι είναι η γλώσσα.  «Είναι σαν εκείνο που οι κινηματογραφιστές αποκαλούν «φιλμικό» (Roland Barthes, Εικόνες- Μουσική, Κείμενο, εκδ. Πλέθρον, 1988, σελ. 77). Συγκεκριμένα, ο Ρολάν Μπαρτ γράφει ότι «το φιλμικό είναι, μέσα στην ταινία, ό,τι δεν μπορεί να περιγραφεί, είναι η αναπαράσταση, η οποία  δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Το φιλμικό αρχίζει μόνο εκεί όπου σταματά το γλωσσικό ιδίωμα…» (σελ. 78) και πιο κάτω, στο ίδιο βιβλίο, καταχωρίζει τη σκέψη του  Μαλαρμέ : «Σήμερα, μόνο ο κριτικός εκτελεί το έργο (… να πλήττεις, σημαίνει ότι δεν μπορείς να παράγεις το κείμενο, να το παίξεις, να το αποσυνθέσεις, να το βάλεις μπροστά)» (σελ. 159). Το κείμενο δεν είναι συνύπαρξη εννοιών, αλλά διάβαση, διάπλευση)  (σελ. 155).
                    η ποίηση ρίχνει σταγόνες φως στο σκοτάδι… 
οι σταγόνες, οι λέξεις δηλαδή, οι σκέψεις αλλιώς, γίνονται οι γέφυρες για να φτάσει ο ποιητής στον στόχο του… 

Ως γνωστόν, όπως και από αυτήν εδώ τη στήλη έχει παρουσιαστεί,  η ποίηση δεν πάει από τη λεωφόρο αλλά από την παρακαμπτήριο, οπότε κατ’ ανάγκην και ο περιγραφικός λόγος που την αφορά, και αυτός  από την παρακαμπτήριο ελπίζει να έδωσε τον διακαμό της, την άλω της, την Ιδέα της. 

Ανθούλα Δανιήλ 

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαρτίου 2024