Εκτύπωση του άρθρου

 

Η κρίση της κριτικής

Όλο και περισσότερο -και σήμερα- προσπαθούμε να ορίσουμε την ποίηση: ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη συζήτηση για την επανάσταση στην ποίηση (1) και την ποιητική κρίση (2) σε επιμέλεια Βασίλη Λαμπρόπουλου, το σχήμα του για την αριστερή μελαγχολία (3), το συνέδριο του Αναγνώστη (4) κάπου ενδιάμεσα και τη συζήτηση που ακολούθησε με αφορμή αυτό, ακόμα και την προσπάθεια να οριστεί η κουήρ λογοτεχνία στο Φρέαρ σε επιμέλεια Γιώτας Τεμπρίδου (5), ενώ τελευταία η Θράκα με τον Φιλολογικό Όμιλο Ελλάδος οργάνωσαν ημερίδα όπου επιχειρήθηκε να «εξεταστούν τα όρια της υποκειμενικής έκφρασης έναντι των ορίων τής αντικειμενικής μορφοποίησης του λόγου σε τέχνη» (6). Όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά ακούμε ότι η ποίηση περνά κρίση, με κάποιους ήδη να κάνουν την κηδεία της. Και βέβαια, η διαπίστωση ότι δεν διαβάζει ο κόσμος ποίηση - ποιος είναι αυτός ο κόσμος φυσικά δεν συζητιέται, αντίθετα το κοινό αντιμετωπίζεται σαν μια πλατιά, απαίδευτη, μάζα που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την υψηλή κουλτούρα.

Όλες αυτές οι συζητήσεις έχουν κουράσει. Αφενός, γιατί η ποίηση δεν περνάει καμία κρίση: ποιητικές συλλογές κάνουν δεύτερες και τρίτες εκδόσεις, ποιητ@ καλούνται να μιλήσουν για το έργο τους σε σχολεία και πανεπιστήμια, πηγαίνουν σε φεστιβάλ ή σε residencies, οι συλλογές τους συζητιούνται εντός και εκτός συνεδρίων, γίνονται performances – ας θυμηθούμε εδώ, ενδεικτικά, το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης (7) και το Πρόγραμμα Καταφύγιο του Οδυσσέα (8) της Θράκας, το Φεστιβάλ της φεμινιστικής συλλογικότητας Μωβ Μέδουσες (9), τις δράσεις της ομάδας φρμκ «με τα λόγια γίνεται» (10), την ανακοίνωση στο συνέδριο του Α.Π.Θ. της Βαρβάρας Ρούσσου πάνω στη σύγχρονη φεμινιστική ποίηση για την έμφυλη βία (11).

Αφετέρου, αυτές οι συζητήσεις για το τέλος της ποίησης φτάνουν πάντα στα ίδια αδιέξοδα: πολιτική vs αισθητικήπολιτικές ταυτότητας vs καθολικός Άνθρωπος – τα γνωστά δίπολα επανέρχονται κάθε φορά όταν μιλάμε για μια νέα συλλογή και μάλιστα όχι ρητά. @ κριτικός έχει ήδη πάρει θέση πάνω σε αυτά τα δίπολα και είτε δεν ασχολείται με συλλογές που δεν ικανοποιούν αυτή τη θέση είτε, αν το κάνει, τις κρίνει με βάση αυτές τις θέσεις και τις βγάζει κατώτερες. Την ίδια στιγμή, εξακολουθεί να πιστεύει ότι γράφει «αντικειμενικά» και είναι αυτή η πίστη τ@ στην αντικειμενικότητα που φαίνεται στην απουσία βιβλιογραφικών παραπομπών που αφενός να στηρίζουν τη θέση τ@ και αφετέρου να αποτελούν αφετηρία για διάλογο. Κάνοντας αυτό, @ κριτικός λειτουργεί σαν να έχουμε όλοι συμφωνήσει στο τι είναι ποίηση, κάτι που καθόλου δεν συμβαίνει. Αντί, λοιπόν, για ποιητική κρίση βλέπω μία κρίση κριτικής την οποία καθόλου δεν συζητάμε.   

Να ξαναβάλουμε τ@ κριτικό μέσα στην κριτική – για μια ενσώματη κριτική της ποίησης

Αυτό το οποίο ρωτάμε όταν διατυπώνουμε κρίσεις για το αν κάτι είναι ή δεν είναι ποίηση είναι αν μας αφορά, αν μας επιτρέπει να την χρησιμοποιήσουμε, αν ικανοποιεί μια ανάγκη μας. Μιλώντας για χρήσεις της λογοτεχνίας, θέλω να ξεφύγω από την έννοια του ορίζοντα των προσδοκιών τ@ κριτικού και πολύ περισσότερο από την ιδέα τ@ επαρκ@ αναγνώστ@ -η οποία, όπως παρατηρεί η Rita Felski (2008: 16), μας κληροδότησε έναν αναγνώστη ασώματο, χωρίς αίμα και πάθη, απογυμνωμένο από ηθικές και πολιτικές δεσμεύσεις- και να μιλήσω για το πώς εμπλέκεται το σώμα τ@, ως -θεωρητικά τουλάχιστον, ρευστό- συγκινησιακό πεδίο στις αισθητικές κρίσεις.

Μιλώντας για το σώμα ως συγκινησιακό πεδίο, αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο οι βιωμένες εμπειρίες διαμορφώνουν το συγκινησιακό πεδίο και σε ένα βαθμό ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και κινούμαστε μέσα σε αυτόν. Ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση, δεν εξατομικεύω τη συγκίνηση, αλλά αντίθετα πολιτικοποιώ το συγκινησιακό πεδίο, ζητώντας από τ@ κριτικό να ξεφύγει από παλιές συζητήσεις (πχ της μορφής υψηλή vs χαμηλή τέχνη) και να δει τους τρόπους με τους οποίους η τάξη, το φύλο, η σεξουαλικότητά τ@, η εθνικότητα, η ικανότητα ή η αναπηρία, η ηλικία τ@ κτλ έχουν εγγραφεί στο σώμα τ@, προσανατολίζοντάς το σε κάποιες συγκινήσεις (συγκεκριμένων ποιημάτων συμπεριλαμβανομένων) και κρατώντας το μακριά από άλλες (μέσα σε αυτές και από άλλα ποιήματα).

Με άλλα λόγια, ακολουθώ τη Felski, όταν ζητά από τ@ κριτικό να αμφισβητήσει την αυθεντία τ@, να στοχαστεί τι τ@ έλκει και πώς αυτό σχετίζεται με την ιστορικότητα της εμπειρίας τ@, αφήνοντας χώρο στο ασυνείδητο (Felski, 2008: 17) που συχνά μας οδηγεί σε συγκινήσεις που συνειδητά δεν θα αναγνωρίζαμε. Επιστρέφοντάς τ@ αναγνώστ@ στο σώμα τ@, η Felski τ@ ζητά να ανακαλέσει αυτό που τ@ συμβαίνει όταν διαβάζει ένα ποίημα και να τιμήσει την εμπλοκή τ@ στην ανάγνωση, αντί να ντρέπεται για τις αποκρίσεις τ@ σε αυτή (Felski, 2008, 20) – και με αυτό εννοεί τόσο τις απολαύσεις εκείνες που δεν θα αναγνώριζε στον εαυτ@ τ@ ούτε θα παραδεχόταν στον κύκλο των σοβαρών «ειδημόνων» (γιατί για παράδειγμα έρχονται σε κόντρα με την ιδεολογία του (ς) ή τις κυρίαρχες αισθητικές κρίσεις) όσο και την ένταση των συγκινήσεων που συχνά βιώνονται ως βία (σκέφτομαι εδώ, για παράδειγμα, αντιδράσεις σε έργα που χτυπάνε τις συγκινησιακές επενδύσεις της πατρίδας πάνω στις οποίες δεν στοχάζεται @ κριτικός, αλλά αντίθετα, τις θεωρεί εξ’ ορισμού αποδείξεις για το πόσο κάτι δεν είναι ποίημα). Καλώντας τ@ κριτικό να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να πετάξει από πάνω τ@ τις προκαταλήψεις και τα πιστεύω τ@, η Felski, με την τυπολογία των χρήσεων που φτιάχνει (η  λογοτεχνία ως αναγνώριση, μαγεία, γνώση, σοκ), τ@ προκαλεί να αναρωτηθεί ποι@ ορίζει την εγκυρότητα ποιων συγκινήσεων -και άρα χρήσεων- της λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση ποια σώματα αναπαράγονται, πίσω από ορισμούς περί λογοτεχνικότητας.   

Οι χρήσεις της ποίησης ως κρίσεις για το τι είναι ποίηση

Η ποίηση ως μαγεία

Όσ@ δίνουν έμφαση στην ιδέα της λογοτεχνικότητας, ζητάνε να φέρουν τη μαγεία πίσω στη λογοτεχνία, ιδωμένη ως μια κατάσταση σύνδεσης με το ποίημα τόσο έντονης ώστε να χάνεται οτιδήποτε άλλο στον ορίζοντα πέρα από το αισθητικό αντικείμενο (Felski, 2008: 54). Αυτή η κατάσταση, που συχνά βιώνεται ως έκσταση, μέθη, όνειρο(φαντασια) (Felski, 2008: 55), θα μπορούσε να γίνει ένας τρόπος αντίστασης απέναντι στο φόβο της συγκίνησης που η αποδόμηση έχει ενισχύσει, μια ομολογία ότι είμαστε στη διάθεση του ποιήματος που κάτι μας κάνει, αντί να έχουμε εμείς τον έλεγχο πάνω του, ένας τρόπος αντίστασης απέναντι σε πατριαρχικές, αποικιοκρατικές και γενικότερα εξουσιαστικές προσεγγίσεις της ποίησης. Θυμίζοντάς μας την ανάγκη να είμαστε ανοιχτ@ στη μαγεία (Felski, 2008: 58), την αμφισημία και την έκπληξη (Felski, 2008: 59), αυτό που δε λένε όσοι μιλούν με όρους λογοτεχνικότητας, είναι ότι αφενός μία τέτοια ανοιχτότητα συχνά προϋποθέτει μια σταθερότητα -που σημαίνει προνόμιο- στην εξωλογοτεχνική ζωή και αφετέρου ότι η κοινωνική μας θέση μας προδιαθέτει για αυτά που μας μαγεύουν (Felski, 2008: 76). Ενδεικτικά και μόνο, μπορούμε να σκεφτούμε ότι η έμφαση στην ανοικείωση, την αμφισημία και την έκπληξη πριμοδοτεί μια νευροτυπική αντίληψη του κόσμου, αφού ένα μέρος των αυτιστικών ατόμων, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη από σταθερότητα και/ή μονοσημία.

Ταυτίζοντας την ποίηση με τη φαντασία (την έμπνευση) και εξαντλώντας την φαντασία στην λεκτική ανοικείωση (φτάνοντας στην εκζήτηση), όσοι βλέπουν την ποίηση ως τεχνική και αισθητική (όσοι τη μετρούν με βάση τον βαθμό της ανοικείωσης που φέρνει, τα περίτεχνα σχήματα που χρησιμοποιεί), επιμένουν στον φορμαλιστικό διαχωρισμό ποιητικής και καθημερινής γλώσσας (και ακόμα, μπανάλ, βρώμικου, προσωρινού κόσμου vs καθαρής, αιώνιας, αληθινής τέχνης• μπανάλ, άξεστου κόσμου vs εκλεπτυσμέν@ ποιητ@ και κριτικού- αυθεντίας) και αποτυγχάνουν να δουν πώς οι ιστορικοί διαχωρισμοί/ καταπιέσεις πραγματώνονται/κρυσταλλώνονται μέσω της γλώσσας (Felski, 2008: 94). Έτσι, αντί να ακολουθήσουν τις διαφορετικές γλωσσικές επιλογές για να βγουν σε διαφορετικούς -ασύμμετρους- κόσμους (Felski, 2008: 94), κάτι που θα τους επέτρεπε να επεκτείνουν τη γνώση τους για τον κόσμο και τον εαυτό, παραμένουν προσκολλημέν@ στο προσωπικό ύφος και διαγράφουν ό,τι βρίσκεται κοντά στην καθημερινότητα και την καθημερινή γλώσσα ως μη ποίηση, φιμώνοντας τον κοινωνικό σχολιασμό και την κριτική ως κεφαλαιοποίηση και προπαγάνδα, ηθική αστυνόμευση, διαφθορά και υποκρισία, ενώ, ειρωνικά, είναι αυτ@ που περιπολούν με χαρακτηρισμούς όπως «κουβέντες καφενείου», «μαγάρισμα της ποίησης» και ορισμούς του ποιητή ως «ευγενικής ψυχής» και «πνευματικού ταγού» (κάπως λοξά, εδώ, μπορούμε να θυμηθούμε τον γλωσσικό φετιχισμό που έχει οδηγήσει σε αποικιοκρατικού τύπου απορρίψεις έργων γραμμένων στην κυπριακή ως «μη αφομοιώσιμων λογοτεχνικά», κάτι που ανοίγει το ζήτημα της πρόσληψης τόσο των διαλέκτων ή των κοινωνιολέκτων στην ποίηση μαζί με τα αξιακά, αισθητικά κτλ συστήματα που αυτές κουβαλούν. Είναι ωραία είναι η σχετική συζήτηση που ανοίγει ο Στόγιας στον Αναγνώστη ως απάντηση στην Πανταλέων (12)).

Αποτυγχάνοντας ή αρνούμεν@ να δουν τα προνόμιά τους (για παράδειγμα, την ελεύθερη κυκλοφορία τους στον χώρο) και τον τρόπο με τον οποίο αυτά έχουν εγγραφεί στο σώμα τους (η ελεύθερη κυκλοφορία στον χώρο ως χαλαρότητα, αυτοματισμός, πιθανόν, ανία του σώματος) και διαμορφώσει την οπτική τους (αδυναμία να δουν τους τρόπους με τους οποίους άλλα σώματα αποκλείονται/ καθυστερούνται/ ρυθμίζονται και τον αντίκτυπο αυτών των συνεχόμενων αποκλεισμών/ καθυστερήσεων/ ρυθμίσεων στο σώμα, την οπτική/ προσοχή και τη γλώσσα τους), @ κριτικοί αυτής της τάσης προσπαθούν να επιστρέψουν σε μια προ-κοινωνική κατάσταση αθωότητας, όπου δεν υπάρχουν οι καταπιέσεις (στην πραγματικότητα, η γνώση τους), καταλήγοντας σε ανιστορικές αφηγήσεις που συγχέουν το άχρονο με το διαχρονικό το οποίο και βαφτίζουν υψηλό σε αντίθεση με το ιστορικά τοποθετημένο (χαμηλό). Η Felski (2008: 67) παρατηρεί πως για να (ξανα)γίνει σημαντική ιδέα στην ποίηση η μαγεία, πρέπει να απαλλαγεί από τα ρομαντικά/ μεσσιανικά συμφραζόμενά της και να ιδωθεί ως μέρος της μετανεωτερικότητας και όχι σε αντίθεση με αυτή.

 

Η ποίηση ως αναγνώριση, σοκ και γνώση

Από την άλλη πλευρά, η κριτική που φέρνει μπροστά τις ταυτότητες βλέπει την προτεραιοποίηση της μαγείας ως σύμπτωμα του νεοφιλελευθερισμού (Felski, 2008: 57, 67). Η ίδια διαβάζει για την αναγνώριση (με την πολιτική έννοια της ορατότητας, recognition as visibility κατά τη Felski), για να δει(ξει) την πραγματικότητα των μη προνομιούχων και να μιλήσει για τους τρόπους με τους οποίους αυτή φιμώθηκε, αλλοιώθηκε ή έγινε αντικείμενο οικειοποίησης, να προκαλέσει και να αποφυσικοποίησει εξουσιαστικές πραγματικότητες. Για αυτή την κριτική, η ανοικείωση βλέπεται σε επίπεδο νοήματος και έχει συχνά την μορφή του σοκ. Για μία τέτοια κριτική, (αληθινή) ποίηση είναι η φεμινιστική, η αριστερή κτλ.  

Αυτό που συχνά γίνεται όριο αυτής της κριτικής, ωστόσο, είναι όταν αντί για ορατότητα, βλέπει την αναγνώριση με όρους ταύτισης (recognition as identification κατά τη Felski). Αυτό συμβαίνει όταν ψάχνει τον εαυτό της στα ποιήματα, ανιχνεύοντας σε ό,τι δεν την περιέχει προδοσία και διάσπαση (αυτό διαγιγνώσκουν ανάμεσα στους μη προνομιούχους όσοι έχουν περισσότερα προνόμια σε λιγότερο προνομιούχους) ή σκόπιμη μη συμπερίληψη και υποκρισία (αυτό διαγιγνώσκουν οι λιγότερο προνομιούχοι στους περισσότερο προνομιούχους – συχνά έχοντας δίκιο). Αναφέρομαι εδώ, για παράδειγμα, στην ανδροκεντρική αριστερή κριτική που αγνοεί τους τρόπους με τους οποίους άλλες κατηγορίες ταυτότητας όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, η ικανότητα, η νευροδιαφορετικότητα, η ηλικία, η εθνικότητα βαθαίνουν την καταπίεση φέρνοντας μπροστά την ανάγκη για φεμινιστική, λοατκια+, αναπηρική κτλ ανάγνωση της ποίησης (13).

Πράγματι, η αριστερή κριτική, δεν ασχολείται με το φύλο και την σεξουαλικότητα (αφού για αυτήν αυτά είναι στοιχεία δευτερεύοντα), εκτός από όταν θέλει να την οικειοποιηθεί, προκειμένου να στηρίξει το επιχείρημά της απέναντι στη νεοφορμαλιστική κριτική. Οι φεμινίστριες ποιήτριες και κριτικοί είναι για την αριστερή κριτική οι εξωγήινες της συγκίνησης (Ahmed, 2010: 49, 151), αυτές που δεν συγκινούνται με αυτά που πρέπει με τον τρόπο που πρέπει, αυτά που θεωρούνται ότι επείγουν (ανδροκεντρικές αναλύσεις της ποίησης). Όταν οι αριστεροί τις συμπεριλαμβάνουν στις αναλύσεις τους, γίνεται με τρόπο που αποκαλύπτει μια σχέση ιδιοκτήτη-φιλοξενούμενων, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με ευγνωμοσύνη (με το να μην πολυδείχνεις φεμινίστρια), διαφορετικά γίνονται αυτές που δεν τους αρκεί τίποτα, που δημιουργούν προβλήματα.

Ακολουθώντας μια γραμμή καχυποψίας απέναντι στην πραγματικότητα και την ποίηση (αναφέρομαι εδώ στην καχυποψία με την έννοια του “hermeneutics of suspicion” κατά τον Paul Ricoeur), εκκινώντας δηλαδή από την πίστη ότι τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται, αυτό το μέρος της κριτικής, ισχυριζόμενο ότι θα «ξεκλειδώσει» ή θα «αποκωδικοποιήσει» αυτό που κρύβεται, κατηγορείται από τη νεοφορμαλιστική κριτική αφενός για αλαζονεία (αφού φαίνεται να πιστεύει πως είναι αυτή που θα δείξει κάτι που οι άλλοι αγνοούν) και αφετέρου ότι φτάνει στα όρια της παράνοιας (αναφέρομαι εδώ στην έννοια του “paranoid reading” -έννοια όχι χωρίς προβλήματα τα οποία επεσήμαναν κι άλλοι- κατά την Eve Kosofsky Sedgwick (14)). Σκέφτομαι σε αυτό το σημείο κείμενα που ξεκίνησαν να μιλούν για την σύγχρονη κριτική και την ποίηση και που κατέληξαν να στοχεύουν πρόσωπα τα οποία οριακά δαιμονοποίηθηκαν. Αλλά σκέφτομαι, κυρίως, την απόρριψη ποιημάτων και ποιητικών συλλογών στην υποψία και μόνο ότι μπορεί να έχουν προβληματικά (μισαναπηρικά, μισογύνικα, ομοτρανσφοβικά κτλ) σημεία (15).

Είναι πολύ εύκολο -και δεν πηγαίνει καθόλου πιο πέρα τη συζήτηση- να δει κανείς αυτές τις αναγνώσεις ως απόπειρες λογοκρισίας και σύμπτωμα ηθικού πανικού. Αν δούμε, ωστόσο, αυτά τα σώματα, τα οποία, μέσα σε άλλα διαβάζουν ή/και γράφουν κριτικές, ως σώματα τα οποία ζουν μέσα στον κόσμο καταλαβαίνουμε πώς ενημερώνεται η οπτική τους για το τι είναι ποίημα. Μια σις στρέητ γυναίκα που κατά τα άλλα έχει τα προνόμια της τάξης, της ικανότητας κτλ, για να μείνουμε στα πιο απλά, που κυκλοφορεί σε έναν κόσμο όπου συνεχώς μαθαίνει για μια νέα γυναικοκτονία ή βιασμό -ίσως κάποιας γνωστής της- τον οποίο στη συνέχεια βλέπει να αποδίδεται στο θύμα του οποίου η πραγματικότητα αλλοιώνεται ή διαγράφεται και η βία που έχει υποστεί σεξουαλικοποιείται, διδάσκεται συνεχώς ότι πρέπει να φυλάγεται. Μαθαίνει ότι είναι δική της ευθύνη να αναγνωρίσει εγκαίρως τα σημάδια μιας πιθανής μελλοντικής κακοποίησης και να απομακρυνθεί από αυτή. Αυτή η γυναίκα, η οποία ακριβώς ζώντας σε αυτό τον κόσμο έχει και τις δικές της παραβιαστικές -ή τραυματικές- εμπειρίες, μαθαίνει -εγκαίρως- να ανιχνεύει μοτίβα, να ερμηνεύει κίνητρα, να φτιάχνει και να ενημερώνει τυπολογίες συμπεριφορών, καταστάσεων και ατόμων με βάση τις παρατηρήσεις της, και καθώς, δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει να επαληθευτεί ή να διαψευστεί, αφού μία λάθος εκτίμηση μπορεί να της στοιχίσει τη ζωή της, μαθαίνει να εμπιστεύεται το ένστικτό της, να παρακολουθεί πώς αντιδρά το σώμα της, ενώ πιθανόν ψάχνει στις εμπειρίες άλλων γυναικών για να δώσει όνομα σε αυτό που της συμβαίνει. Η απόρριψη της εγρήγορσης, του θυμού, ακόμα και του αναμασήματος/ της εμμονής ως ενδεικτικών μιας παρανοϊκής οπτικής, η οποία μάλιστα διασπά την κοινότητα ενώ κάνει ταυτότητα το τραύμα, παραγνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους παρεμποδίζεται η άρθρωσή του τελευταίου, ενώ θέτει το ερώτημα του ποιος επικυρώνει ποιες οπτικές γωνίες, συναισθηματικές καταστάσεις και αντιδράσεις, ποιες παθολογικοποιεί και γιατί.  

Κλείνοντας αυτή την ενότητα, αυτό που υποστηρίζει μια τέτοια κριτική είναι ότι η ποίηση είναι μια επιτελεστική εκφορά και, ακόμα, πράξη. Και πράγματι, αυτή η κριτική θεωρεί ποίηση αυτή που καλεί σε κοινωνική αλλαγή και την φέρνει. Από την άλλη πλευρά, και εδώ μπορούμε να δούμε την καχυποψία της νεοφορμαλιστικής κριτικής απέναντι σε μια τέτοια ποίηση και κριτική, το να γράφεις για κοινωνική αλλαγή αφενός μπορεί να σε αποτρέψει από την κοινωνική δράση (όταν το ποίημα γίνεται ένας τρόπος να ξεχρεώσεις/ ξεμπερδέψεις από αυτή (16)) και αφετέρου να δώσει την ψευδαίσθηση της αλληλεγγύης εκεί που δεν υπάρχει (σκέφτομαι εδώ την Sara Ahmed που μιλάει για τους τρόπους με τους οποίους οι εξαγγελίες του diversity (Ahmed, 2012) ή των πολιτικών καμίας ανοχής απέναντι στην σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση (Ahmed, 2021) συχνά γίνονται τροχοπέδη στις καταγγελίες για την απουσία τους).  

 

Επιλογικά: τι θα μπορούσε να ρωτήσει μια ενσώματη κριτική της ποίησης

Βλέποντας το σώμα ως συγκινησιακό πεδίο, αναφέρομαι στη θεωρία των συγκινήσεων (affect theory) η οποία λείπει ως τάση σήμερα από την εγχώρια κριτική. Μιλώντας για συγκίνηση, εννοώ τις αποκρίσεις του σώματος που μοιάζουν να είναι αυτόνομες από τη συνείδηση αλλά γεννιούνται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο και μιλούν για αυτό (Ahmed, 2004; Berlant, 2011; Cvetkovich, 2012). Προσεγγίζοντας τα ποιήματα με έναν τρόπο που να μιλά για τις συγκινήσεις που τα διατρέχουν -για παράδειγμα, τον φόβο, τη ντροπή, την αηδία, τον θυμό, τη μελαγχολία κτλ- και τις καταστάσεις που τις πυροδοτούν -για παράδειγμα, την ομοφοβία, την πατριαρχία κτλ- τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι συγκινήσεις κατασκευάζονται -τις στυλιστικές επιλογές του ποιητή- @ κριτικός μπορεί να μιλήσει για την επιτυχία του ποιήματος -με βάση το αν περνάει τη συγκίνηση που φαίνεται να υποβάλλει αλλά και με διερώτηση αν δεν το κάνει σε ποιο βαθμό είναι @ κριτικός που το εμποδίζει επιμένοντας στη δική τ@ εμπειρία- συνδέοντας το προσωπικό με το πολιτικό.

Μαθαίνοντας να εμπιστεύεται/ ακούει το σώμα τ@, το οποίο εκπαιδεύεται σε νέες συγκινήσεις, @ κριτικός επιτρέπει στον εαυτό τ@ να αυτοαποδομείται, όσο και να έχει τις αντιφάσεις που η ιδεολογικοποίηση συχνά αφαιρεί. Η Felski, δανειζόμενη από τις κριτικές σπουδές του έθνους και την αντιαποικοκρατική θεωρία την έννοια της «διπλής συνείδησης», μιλάει για το απρόβλεπτο γεγονός ότι συχνά μας έλκουν ποιήματα, ενώ μας αφήνουν ψυχρά αδιάφορους άλλα (Felski, 2008: 76), με έναν τρόπο που δεν μπορεί να συρρικνωθεί στα δημογραφικά. Μια τέτοια παρατήρηση περιπλέκει ουσιοκρατικές/ ολοποιητικές/ ταυτοτικές προσεγγίσεις της ποίησης, χωρίς να αρνείται ότι όλοι μπαίνουμε στο ποίημα με διαφορετικές αφετηρίες οι οποίες συχνά έχουν αποφασίσει από πριν για το πού θα προσανατολιστούμε.

Με άλλα λόγια, η ενσώματη κριτική της ποίησης, αφενός καλεί τ@ κριτικό να αναγνωρίσει ότι διαβάζει τα ποιήματα μέσα από την ενσώματη και βιωμένη εμπειρία, αφετέρου να την προκαλεί, κρατώντας ανοιχτή την περιέργεια για το κοινωνικό πλαίσιο. Με αυτό δεν πηγαίνω τόσο σε μια κριτική ριζωμάτων (σκέφτομαι εδώ το άρθρο της Βαρβάρας Ρούσσου «Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για σύγχρονη ποίηση και την κριτική (της);» στον Αναγνώστη (17)), αφού πιστεύω ότι κάτι τέτοιο ίσως να έφτιαχνε μια ψευδαίσθηση χαρούμενης πολλαπλότητας που δεν αντανακλά στην πραγματικότητα των ιεραρχήσεων, όσο προτείνω το ανακάτεμα της τράπουλας της κριτικής στην κατεύθυνση της ευαλωτότητας, του κινδύνου, της αλλαγής παλιών/ προνομιούχων συστημάτων σκέψης και τρόπων ύπαρξης ή, όπως θα έλεγε η Ahmed (2019: 197), μια κουήρ χρήση της κριτικής με τρόπους και από αυτούς για τους οποίους δεν προοριζόταν ως τώρα.  

Υποσημειώσεις

(1) https://lsa.umich.edu/modgreek/window-to-greek-culture/_---revolt.html
(2) https://sites.lsa.umich.edu/poetrycrisis/?fbclid=IwAR3aji-KcGviH6-ELuWuRDYioat7TCDPBcWKOznTV-CPQcpavH5WOfgLyjE
(3) https://www.hartismag.gr/basilhs-lampropoylos
(4) https://www.oanagnostis.gr/o-anagnostis-synedrio-11-3-ta-themata-pros-syzitisi/
(5) https://mag.frear.gr/teychos-8/
(6)https://www.facebook.com/photo?fbid=887475206711843&set=a.475054067953961 . Αντιγράφω το κείμενο της πρόσκλησης:

Ημερίδα: Η ποίηση ως τέχνη και ως έκφραση. Βίοι παράλληλοι ή αντίθετοι;
Ο Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδος και οι εκδόσεις Θράκα, σε συνεργασία με την αντιδημαρχία Πολιτισμού και Επιστημών δήμου Λάρισας, σας προσκαλούν σε ημερίδα με θέμα «Η ποίηση ως τέχνη και ως έκφραση. Βίοι παράλληλοι ή αντίθετοι;».
Στο θέμα της ημερίδας επιχειρείται όπως εξεταστούν τα όρια της υποκειμενικής έκφρασης έναντι των ορίων τής αντικειμενικής μορφοποίησης του λόγου σε τέχνη. Ο Φιλολογικός Όμιλος υποστηρίζει πως η υποκειμενική έκφραση, η οποία και ορίζει τα πλαίσια του λόγου, δεν υπόκειται στον αντικειμενικό προσδιορισμό τού όρου «τέχνη». Πιστεύει πως για να μετατραπεί η υποκειμενική έκφραση σε ποιητική τέχνη (και ευρύτερα λογοτεχνία), οφείλει ο δημιουργός να καταργήσει τη συναισθηματική και αισθητική ερμηνεία τής βιωμένης εμπειρίας τού εξωτερικού κόσμου και να την κατασκευάσει με όρους επιστημονικής προσέγγισης του λόγου. Με άλλα λόγια, για να δημιουργηθεί το ποίημα, δεν απαιτείται έμπνευση ή αυθόρμητη έκφραση, αλλά συγκροτημένη συνειδησιακή κατασκευή με όρους κοινωνιολογικής, ψυχαναλυτικής, ιστορικής, φιλολογικής και φιλοσοφικής, επεξεργασίας των όρων αναπαραγωγής τής πραγματικότητας, των όρων βίωσης τής εμπειρίας. Η εμπειρία δεν είναι του «εδώ και τώρα», αλλά τού καθολικού χωροχρονικού πλαισίου αναφοράς με μεταβολές ως προς τη μορφική μεταφορά των δεδομένων στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στην εν λόγω προβληματική θα τοποθετηθούν οι ομιλητές/τριες. Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2024, στην πολη της Λάρισας, στη «Λογοτεχνική Γωνία», Γαληνού και Φαρμακίδου, 6-9 μ.μ..
Ομιλητές* οι Αντώνης Ε. Χαριστός, Κωνσταντίνος Λίχνος, Ευαγγελία Τσούβα, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Δελιόπουλος, Πηνελόπη Ζαρδούκα, Πέτρος Σκυθιώτης, Νικόλας Κουτσοδόντης, Μαρία Μπουρμά, Marija Dejanović.
*Οι ομιλητές Αντώνης Ε. Χαριστός, Κωνσταντίνος Λίχνος και Μαρία Μπουρμά, εκφράζουν τη θέση τού Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, επομένως εκπροσωπούν μία ενιαία αντίληψη επί τού θέματος. Όλοι οι υπόλοιποι ομιλητές και δη οι ομιλητές των εκδόσεων Θράκα, Πέτρος Σκυθιώτης, Νικόλας Κουτσοδόντης και Marija Dejanović, εκφράζουν αποκλειστικά προσωπικές θέσεις και απόψεις.

(7) https://thessalianpoetry.gr/
(8)https://thraca.gr/category/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%B3%CE%B9%CE%BF

(9) https://www.athinorama.gr/texnes/3016839/mob-medouses-to-1o-diathematiko-festibal-gia-to-fulo-kai-ti-logotexnia-dinei-foni-se-perithoriopoiimenes-thilukotites-kai-oxi-mono/

(10) https://www.youtube.com/metalogiaginetai

(11) Ρούσσου Βαρβάρα, Πειθαρχήσεις και αντιστάσεις στο «σώμα» της ποίησης νεότερων Ελληνίδων (2010-23) στη ΙΖ’ Διαδικτυακή Διεθνή Επιστημονική συνάντηση του Τομέα Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας, ΑΠΘ, 24-26 Νοεμβρίου 2023. Αναλυτικά όλο το πρόγραμμα εδώ:  https://www.lit.auth.gr/sites/default/files/newsattach/via_kai_exoysia_programma.pdf

(12) https://www.oanagnostis.gr/i-nea-ellino-kypriaki-logotechnia-mesa-exo-kai-dipla-stin-elliniki-toy-giorgoy-stogia/

(13) Σκέφτομαι, σε αυτό το σημείο, το ποίημα «οι σύντροφοί μας θυμώνουν…» (70-71) της ΜΚΧ (Βουκαμβίλια Ποπ, Τεφλόν 2022), όπου το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τη διαγραφή της έμφυλης βίας από τους αριστερούς συντρόφους και από τον εραστή, επίσης αριστερό, όσο και την καχυποψία και τον θυμό τους όταν τίθεται το ζήτημα. Σε αυτό το ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο, που στο μεταξύ προσπαθεί να επικοινωνήσει την πραγματικότητα με όρους των αριστερών, χρησιμοποιώντας αναλογίες που καταλαβαίνουν (την έμφυλη βία ως αστυνομική καταστολή) και που πρώτα από όλα καλείται να αποδείξει ότι έχει σώας τα φρένας (χρησιμοποιώντας τους κανόνες της λογικής όπως ορίζει η ανδροκεντρική εμμονή στο λόγο), σε όλο το ποίημα μένει αδικαίωτο, κατασκευάζεται ως υπερβολικό, παράλογο, πορωμένο από τον φεμινισμό. Καθώς το ποίημα κλείνει με το ποιητικό υποκείμενο στην αγκαλιά του εραστή που προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ασφαλή χώρο αλλά αποτυγχάνει, οι φεμινίστριες αναγνώστριες καταλαβαίνουμε τι εννοεί και πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση με το κίνημα και τον εραστή, ενώ οι αριστεροί αναγνώστες μένουν με την ενόχληση και την σπαζοκεφαλιά που, καθώς ντροπιάζει εύκολα, φέρνει αμυντική στάση απέναντι στο ποίημα.

Πράγματι, η αναγνώριση των γυναικών από τους αριστερούς συντρόφους, ως ελπίδα ή υπόσχεση να γίνουν αποδεκτές ως λογικές και, επομένως, έγκυρες και αξιόπιστες αφηγήτριες της ζωής τους, παίρνει τη μορφή ενός δώρου που δίνεται από τους άνδρες -που θεωρούνται, στη βάση του φύλου τους ήδη λογικοί- στις γυναίκες, κάτι που με τη σειρά του εδραιώνει το λόγο -με ανδροκεντρικούς όρους- ως προϋπόθεση κοινωνικότητας. Την ίδια στιγμή, εφόσον οι γυναίκες έχουν αναγνωριστεί από τους συντρόφους τους, πρέπει να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους, επαληθεύοντας τους όρους της κοινωνικότητας που αυτοί έχουν θέσει, διαφορετικά η άρνησή τους ερμηνεύεται ως απειλή στην συνύπαρξη. Η εικόνα της «χαρούμενης συντρόφου» γίνεται, έτσι, ένα είδος κοινωνικής ελπίδας, ένα σημάδι του «πόσο μακριά έχουμε φτάσει», κάτι που σημαίνει ότι η ενοχλητική φιγούρα της δυσαρεστημένης συντρόφου (που μιλά για βία, διακρίσεις, καταπιέσεις, ειδικά μάλιστα μέσα στο κίνημα) δεν πρέπει να μπει στο κάδρο (Ahmed, 2010: 113).  

(14) Κατά τη Sedgwick, η παρανοϊκή κριτική, αντίθετα με την επανορθωτική, κρατά μία στάση αναμονής απέναντι στους άλλους (τα ποιήματα, τα κριτικά κείμενα), μιας αναμονής που περιμένει τη βλάβη (ότι τα ποιήματα και τα κριτικά κείμενα τελικά θα αναπαράξουν τις ιεραρχίες). Όσοι διαβάζουν έτσι τα (λογοτεχνικά και κριτικά) κείμενα, κατά τη Sedgwick, προσπαθούν να ξεσκεπάσουν, εστιάζοντας στα αρνητικά (στα προβληματικά σημεία), πίσω από την ύπαρξη των οποίων βλέπουν σκοπιμότητα. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθώντας να προλάβουν την έκπληξη (πχ αμφισημία), την οποία αποστρέφονται, κλείνουν κάθε άλλη ερμηνεία. Αυτό το κάνουν, κατά τη Sedgwick, φτιάχνοντας μια μεγάλη θεωρία και εκβιάζοντας συνδέσεις.

(15) Μιλάω για υποψία, εννοώντας τη διάγνωση πχ του μισογυνισμού με έναν τρόπο που να θέλει ένα έξτρα βήμα στην ανάγνωση (μια, ενδεχομένως, υπερ-ερμηνεία). Η κατάσταση συχνά φτάνει στο σημείο ώστε υπό το φως αυτής της ανακάλυψης κάποιας κριτικού, να καλούνται συντρόφισσες να αναγνωρίσουν το ποίημα ως πρόβλημα, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θεωρούνται ότι συντάσσονται με τον ποιητή που τώρα βλέπεται ως θύτης.

(16) Σκέφτομαι εδώ το ποίημα «Το χρέος» της Μαριλένας Κολλάρου (Μέρι Πόπινς, Μανδραγόρας 2023), όπου το ποιητικό υποκείμενο, στοχαζόμενο το ρόλο της ως ποίητριας, γράφει: Ημέρα/ Πέμπτη/ Ώρα/ Κρίσιμη/ Νέα από τον Έβρο/ Αμφισβητήσιμα/ Χώματα/ Σκεπασμένα/ Τρύπες/ Ανοιχτές/ Πτώματα/ Εντός ολίγου/ Κι εγώ γλίτωσα/ Με ένα ποίημα ξεχρέωσα.

(17) https://www.oanagnostis.gr/gia-poio-pragma-milame-otan-milame-gia-sygchroni-poiisi-kai-tin-kritiki-tis-tis-varvaras-royssoy/

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Ahmed, Sara (2004), The Cultural Politics of Emotion, Edinburgh University Press
Ahmed, Sara (2010), The Promise of Happiness, Duke University Press
Ahmed, Sara (2012), On Being Included. Racism and Diversity in Institutional Life, Duke University Press
Ahmed, Sara (2019), What’s the Use? On the Uses of Use, Duke University Press
Ahmed, Sara (2021), Complaint!, Duke University Press
Baumann, Alison Scott, (2011), Ricoeur and the Hermeneutics of Suspicion, Continuum
Berlant, Lauren (2011), Cruel Optimism, Duke University Press
Cvetkovich, Ann (2012), Depression: A Public Feeling, Duke University Press
Felski, Rita (2008), Uses of Literature, Blackwell Publishing
Sedgwick, Eve Kosofsky (1997), “Paranoid and Reparative Reading Or You’re so Paranoid You Probably Think This Introduction Is About You” στο Novel Gazing: Queer Readings in Fiction, Duke University Press

Βάγια Κάλφα

© Poeticanet

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαρτίου 2024