Εκτύπωση του άρθρου

 

Η σύνδεση, η σχέση και η εγγύτητα της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη στη Σαπφώ είναι παραπάνω από πρόδηλη και δεδηλωμένη. Δεν προκύπτει, ούτε περιορίζεται μόνο στη γνωστή ανασύνθεση και μεταφορά του σαπφικού λόγου που επιχείρησε ο νεοέλληνας ποιητής και που κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αλλά εκτείνεται και σε μια περιοχή αδιόρατη και αφανή, σε ένα πεδίο όπου το δημιουργικό ένστικτο και η ποιητική ιδιοσυγκρασία έχουν τον πρώτο λόγο στη μορφοποίηση της συνθετικής ικανότητας. Οι δύο ποιητές, με άλλα λόγια, δε συνδέονται μονάχα πάνω στη βάση των επιρροών και των επιδράσεων –αυτών της παλαιότερης στον νεότερο– αλλά, κυρίως, πάνω στη βάση της ροπής τους προς τη διαμόρφωση μιας ψυχοσύνθεσης που σφραγίζεται ανεξίτηλα από την εξυμνητική διάθεση και μιας ποιητικής φωνής που επιδιώκει και κατορθώνει να κερδίσει και να υπερασπιστεί δύο από τα βασικότερα ζητούμενα στην τέχνη –την καθαρότητα και την ομορφιά. Από αυτή την άποψη μπορεί κάποιος να παραμείνει και να επιδοθεί στον εντοπισμό και στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που αποκαλύπτουν τις οφειλές του Ελύτη στη Σαπφώ, μπορεί, όμως, να αποφύγει αυτή τη μονόδρομη πορεία και να στραφεί στην επισήμανση της κοινότητας της ματιάς, της οπτικής, της διάθεσης των ποιητών απέναντι στην πρώτη ύλη της δημιουργίας τους που είναι, σε μια γενική αποτίμηση, ο κόσμος και ο άνθρωπος.

Με αφορμή, λοιπόν, τον στίχο Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε από τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη, που συμπυκνώνει και εγκιβωτίζει μια σειρά από επιμέρους συλλήψεις του ποιητή – την πίστη του, αρχικά, στην ύπαρξη θεού, τον θαυμασμό και την α-πορία του, νοούμενη με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ως θάμβος, απέναντι στο απέραντο γαλάζιο του ουράνιου θόλου, την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το ανθρώπινο μέτρο και να γνωρίσει τη θεϊκή ποιότητα και ουσία, την αδυναμία των αισθήσεων να προσπορίσουν στον άνθρωπο την αληθινή γνώση και, ακόμη περισσότερο, την ψευδαισθητική τους φύση και λειτουργία, τον κεντρικό ρόλο των χρωμάτων στην κατανόηση του σύμπαντος κόσμου αλλά και την ανάγκη του ανθρώπου, πρωτίστως δε του ποιητή, να πλάθει και να τεχνουργεί τους εξηγητικούς μύθους που του είναι απαραίτητοι για να κατανοήσει το α-κατανόητο– μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στο σαπφικό σύμπαν και να ανακαλύψει εκεί έναν στίχο, ένα θραύσμα, πιο σωστά, που διαλέγεται με άμεσο και ευθύ τρόπο με τον παραπάνω στίχο. Πρόκειται για το σπάραγμα υπ’ αριθμόν 52, ψαύην δ’ οὐ δοκίμωμ’ ὀράνω †δυσπαχέα† το οποίο ο Ελύτης απέδωσε ως εξής: Δυο σπιθαμές άνθρωπος εγώ, δεν κάνω απόπειρα τον ουρανό ν’ αγγίξω. Η κίνηση των δύο στίχων στο ίδιο περίπου κλίμα, στην ίδια ατμόσφαιρα και διάθεση είναι σαφής. Με τον ίδιο τρόπο που η Σαπφώ επισημαίνει και φωτογραφίζει την αδυναμία της να ξεφύγει από το ανθρώπινο σχήμα και από τα όριά του, με τον ίδιο τρόπο και ο Ελύτης, αιώνες μετά, υιοθετεί την οπτική αυτή που θέλει τον άνθρωπο καθηλωμένο σε μια συνθήκη υποχρεωτικής αποχής του από τη γνώση της θεϊκής φύσης. Μόνο που η αποχή και η αργία αυτή εξισορροπείται από την κατίσχυση των χρωμάτων που αναπληρώνουν κάπως την ανθρώπινη αδυναμία φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποκαθιστούν ακόμα και τον ίδιο τον Θεό.

Αν υπεισέλθει, ωστόσο, κάποιος βαθύτερα στη σχέση που συνδέει τους δύο αυτούς στίχους θα διαπιστώσει κάτι που απομακρύνεται και υπερέχει αυτών των πρώτων, εξαγόμενων από την επιφάνεια του ποιητικού λόγου, συμπερασμάτων. Γιατί αυτό που, στην πραγματικότητα, συμβαίνει είναι η λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή επιθυμία και βούληση του Ελύτη να συνθέσει ουσιαστικά ένα συμπλήρωμα, μια προέκταση ή μια απάντηση στον στίχο της Σαπφούς που θέτει το όλο ζήτημα της ανικανότητας και της αδυναμίας του ανθρώπου να υψωθεί στον ουρανό εστιάζοντας αποκλειστικά και μόνο στην ανθρώπινη ύπαρξη και, μάλιστα, τη δική της ύπαρξη όπως την αντιλαμβάνεται μέσα στο σχήμα και τη συνθήκη του περιορισμού και εγκλεισμού της σε συγκεκριμένα περιθώρια κινήσεων. Η αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια αποτυπώνει με τον στίχο της την κίνηση του ανθρώπου ή, μάλλον, την επιθυμία ανάτασης των χεριών του προς των ουρανό, το τίναγμά του προς το σημείο εκείνο που αντιλαμβάνεται ως όριο του κόσμου, ως σύνορο ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη περιοχή, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, όπως έγραψε, αιώνες μετά, στη Φόνισσά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Αυτήν ακριβώς την κίνηση αναπαράγει, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, ο Ελύτης ο οποίος εισέρχεται στο θεϊκό πεδίο και διαπιστώνει την κίνηση του θεού με κατεύθυνση και φορά προς τα κάτω, προς την ανθρώπινη περιοχή και τη στάθμευση σε ένα σημείο όπου πραγματοποιείται η μέγιστη δυνατή προσέγγιση ανθρώπου και θεού, όπως, άλλωστε, την αποτύπωσε με αριστοτεχνικό τρόπο στη Δημιουργία του Αδάμ (περ. 1508-1512) ο Μικελάντζελο και που αποτελεί μια ακριβή και ευθεία αναλογία του συνδυασμού των δύο προσεγγίσεων που επιχειρούν με τους στίχους τους η Σαπφώ και ο Ελύτης.

Έναν διάλογο ανοίγει, λοιπόν, με τον στίχο της λυρικής ποιήτριας ο Ελύτης, μια απόπειρα να συμπληρώσει, να εξηγήσει, να επεκτείνει τον στίχο της Σαπφούς, να συνθέσει τη δική του αντίστροφη ή, καλύτερα, αντίρροπη εκδοχή που οδηγεί, ωστόσο, στο ίδιο πάντα συμπέρασμα –την ύπαρξη μιας «γραμμής» που ο άνθρωπος δεν μπορεί να περάσει, ταυτόχρονα, όμως, και την παραμονή του σε έναν κόσμο που είναι απέραντος, ολοφώτεινος, παντοτινός. Έναν κόσμο ουρανό. 

                              ……………………………….

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Οκτωβρίου 2023