Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Η έρευνα είναι μικρή. Η συγκομιδή μεγάλη. Το θέμα πανάρχαιο. Λες και όταν ο κόσμος ξέφυγε απ’ τη μητριαρχία, πήραν τα πάνω τους οι εξουσίες όλες να βάλουν στο χέρι τη γυναίκα, γιατί την μισούσαν, σαν να την έβλεπαν ανταγωνιστικά. Γιατί; Γιατί είχε μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο, γιατί τους ήταν απαραίτητη για να γεννήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά. Την είχαν όμως ανάγκη και για άλλα πολλά: να βοηθήσει με την περιουσία της, να φροντίσει τους ηλικιωμένους, να γηροκομήσει τους ίδιους να φροντίσει τα εγγόνια, να δουλέψει σκληρά. Δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί στη σωματική βία, καμιά φορά ούτε και στη λεκτική κι ας ήταν έξυπνη όσο και ο ομηρικός Οδυσσέας. Εκείνον τον είπαν πολυμήχανο και τον επαίνεσαν γι’ αυτό, εκείνη την είπαν πονηρή και την κατηγόρησαν. Αυτός είχε το δικαίωμα να φεύγει, να ταξιδεύει, να κάνει ό,τι θέλει, εκείνη να κρατάει το σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά και να περιμένει. Η πιστή Πηνελόπη ήταν  ο συμφέρων και παραδειγματικός μύθος που βόλευε την ανδροκρατούμενη κοινωνία, γι’ αυτό και  παρέμεινε ισχυρό, ενώ πάρα πολλά πικάντικα συζητιούνταν για τα παρασκήνια…. Η τιμωρία της κάθε δούλας που συνευρέθη με μνηστήρα -στα είκοσι χρόνια που έλειψε ο Οδυσσέας- υπήρξε παραδειγματική. Δώδεκα θεραπαινίδες του τις κρέμασε ο Οδυσσέας και έμοιαζαν έτσι κρεμασμένες με τσίχλες ή μαύρα περιστέρια. (Δες Χρίστου Δάλκου, Μελανθώ) …

Αλήθεια, της Πηνελόπης δεν της άρεσε κανείς από τόσους μνηστήρες και μετά από τόσων χρόνων συζυγική μοναξιά; Όχι, έπρεπε να περιμένει εκείνον, μετά την Καλυψώ και την Κίρκη και όποια άλλη, σε όποιο νησί ναυάγησε και όσα παιδιά έσπειρε, έπρεπε να περιμένει εκείνον.

Πώς τον δέχτηκε η Πηνελόπη/ Στο κρεβάτι της … γερασμένο… τριχωτό…Πώς έλεγαν τον πιο ωραίο από τους μνηστήρες;/ αυτόν που πέθανε/ -δίκαια κατά τον Οδυσσέα και την Οδύσσεια-/ απ’ το τεράστιο τόξο/ που τάνυσε ο ήρωας;/ Βοήθησε κι ο Τηλέμαχος στην εξόντωση των μνηστήρων (Εκείνες/ εμείς, Βασιλική Κοντογιάννη).

Βοήθησαν και οι θεοί  ώστε μετά από τόσες περιπέτειες να αναδειχτεί ικανός παίχτης και γι’ αυτό φρόντισαν και του πρόσφεραν την ανδρική αλκή σαν να μην πέρασε ο καιρός, τα χρόνια, ούτε μια μέρα από τότε που έφυγε και, κυρίως, ούτε μια νύχτα.  Κι έτσι, αν εκείνος με απάτη μπήκε στην Τροία, με απάτη μπήκε ξανά στην ερωτική κλίνη της Πηνελόπης.  Μπήκε; Ο Στάθης Κουτσούνης έχει μια άλλη εκδοχή:

Κάθε βράδυ στον ύπνο της η Πηνελόπη
Ονειρευόταν σημεία και τέρατα με τους μνηστήρες

Ενώ
με υπομονή μέχρι πάθους ύφαινε
το νόστιμον ήμαρ του Οδυσσέα

κάποτε εκείνος επέστρεψε …
στο κρεβάτι η Πηνελόπη
ένιωσε τον πόθο της να ’χει  στερέψει
στην προσμονή
(ήταν κι αυτός εξαντλημένος)
γρήγορα τον πήρε ο ύπνος…

                                (Η τρομοκρατία της ομορφιάς )

Αν μια γυναίκα μείνει χήρα, εφόσον το έθιμο της επιτρέψει να ζήσει και δεν την θάψουν μαζί με τον πεθαμένο, πρέπει να κλειδαμπαρωθεί και όσο ζει  να πενθεί. Αν… αλίμονό της, αν σκεφτεί ότι είναι κι αυτή άνθρωπος… αλίμονό της πάλι. Αν ένας άντρας μείνει χήρος, πρέπει αμέσως να βρει  αντικαταστάτρια –σύζυγο, υπηρέτρια, οικονόμο- να αναλάβει το σπίτι… Αυτά δεν είναι βέβαια παλιά, γιατί πολύ συχνά τα ακούμε και σήμερα να συμβαίνουν, κάπου σε κάποια ελληνική γωνιά  ή και σε κάποια γειτονική χώρα.  

Γενικώς, ο κόσμος κανονίστηκε έτσι ώστε κάθε ανδρική παρέκκλιση να δικαιολογείται -άντρας είναι-  ενώ κάθε γυναικεία να καταδικάζεται.

Και ας ακούγονται φωνές από πολύ παλιά κι απ’ τα αρχαία χρόνια που φωνάζουν:

Δούλη γυνή γραυς Ελλάδα εισαφίξομαι …Γερόντισσα με στέλνουν στην Ελλάδα σκλάβα (Τρωάδες, στχ.390) είναι η φωνή της τραγικής Εκάβης που ήταν βασίλισσα και τώρα γριά, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, σπίτι και πατρίδα, κληρώθηκε να γίνει σκλάβα στο σπίτι του εχθρού της του Οδυσσέα.

Για όλα βέβαια έφταιγε η Ελένη. Έτσι για να μην υπάρχει τίποτα θετικό, παρά μόνο το κακό με κυριότερο την ομορφιά που έχει τον πρώτο ρόλο στην αποπλάνηση, κι ας είναι δώρο θεϊκό και δείγμα της ψυχής.

«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε
«δεν μπήκα στο γαλαζόπρωρο καράβι».
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία»

                                       (Γιώργος Σεφέρης «Ελένη»)

Αλλά ποιος την ακούει; Ο μύθος άλλα λέει και επιζεί κι ας κόπτεται ο Ευριπίδης για το αντίθετο.

Και με τον μύθο της Ελένης ασχολείται ο Στάθης Κουτσούνης :

Καθόταν μόνη στον κοιτώνα
η ακόλαστη σάρκα της συντηρούσε τη μνήμη
και στο μυαλό της έρχονταν
σκηνές από τον πόλεμο
παλικάρια που πέσανε για χάρη της στη μάχη…
και ξεσπάει σε λυγμούς
όταν φαντάζεται πόσες ακόμα Τροίες
θα μπορούσε η αχαλίνωτη
μανία της να κουρσέψει.

                            (Η τρομοκρατία της ομορφιάς)

Ο ποιητής πραγματεύεται ένα πολύ σοβαρό θέμα που ο μύθος θέλει να αποκρύπτει ή απλώς παραβλέπει, λέγοντας πως όλα είναι μυθικά. Όμως δεν είναι, δεν μπορεί παρά μόνο με την άδεια της ποίησης να είναι. Η αλήθεια σαν φάντασμα της πραγματικότητας άλλα λέει για τη νέα βασίλισσα που άφησε να φύγει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά της η ζωή είτε ως Πηνελόπη είτε ως Ελένη ή όποια άλλη στην οποία η κοινωνία όρισε ένα ρόλο φυλακισμένης μέσ’ στο σπίτι.

Στα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς ο σύζυγος γυρνά και βρίσκει τη γυναίκα του στο σπίτι. Την αναγνωρίζει από το σπίτι. Εκείνη δεν τον αναγνωρίζει και γι’ αυτό του ζητά σημάδια του κορμιού, απόκρυφα, για να γίνει η αναγνώριση και να δοθεί λύση στο μαρτύριο της προσμονής.

Πώς έζησε αυτή η γυναίκα; Φρόντισε τους ηλικιωμένους γονείς, μεγάλωσε τα παιδιά, κράτησε τα χωράφια και το σπίτι και πώς αντιστάθηκε στην αδηφαγία των ανδρών γύρω της, που συνήθως σαν λιμασμένα σκυλιά τη θεωρούσαν εύκολη λεία; 

Τα χρόνια πέρασαν, οι πόλεμοι δεν σταμάτησαν, οι λεηλασίες  συνεχίστηκαν με πρώτο θύμα πάντα τις γυναίκες και τα παιδιά. Res, πράγματα για πούλημα στα σκλαβοπάζαρα:

Ούρλιαζε μια γυναίκα: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα…
Δειλοί μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν

                            (Γιώργος Σεφέρης, «Ο δικός μας ήλιος»)

Σαν να έρχεται κατευθείαν η αναφορά βγαλμένη από την Τροία:|
Κι όσες ήταν μάνες θαύμαζαν τάχα τους γιους μου
τους έπαιρναν στα χέρια τους … έβγαλαν μαχαίρια…  και τα ’μπηξαν στα παιδιά μου
… (Ευριπίδη, Εκάβη, στ. 1157- 1162).

Πώς υποδέχτηκε η μητέρα πατρίδα τις προσφυγοπούλες; Σαν παραδουλεύτρες, πλύστρες, πρόχειρες ερωμένες για τους γιούς της, για να μην τρέχουν δεξιά κι αριστερά να μάθουνε την τέχνη την ερωτική, αφού είχαν δούλα στο σπίτι για όλες τις δουλειές; Με τις μετακινήσεις των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια, πόσες κοπέλες ήρθαν με την ταμπέλα της μετανάστριας για όποια μορφή δουλείας σε όποιον πράκτορα και αφέντη υποχείριο;

Εκείνη όμορφη, ταλαιπωρημένη, εξουθενωμένη

καθότανε «επαγγελαματικά» στο στενό πεζούλι της οδού Πατησίων

απλωμένα τα όμορφα πόδια της πέρα

κι έπινε αχόρταγα νερό απ’ το μπουκάλι

κρατώντας το σαν θησαυρό στην αγκαλιά της

δεμένα πάνω του τα χέρια της …

Εκείνος αλαζονικός κι αγέρωχος

με το ένα πόδι στο πασσαλάκι του δρόμου,

με τον αγκώνα στο γόνατο  και στο χέρι το σαγόνι

κοιτούσε το δρόμο με βλέμμα ερευνητικό  

 ν’ αρπάξει τον πελάτη…

Εκείνη έπινε νερό στη χώρα που ήρθε για να βρει καλύτερη τύχη.

 

Στο Σύνταγμα, μια άλλη λεπτοφυής, ξανθή, ομορφούλα έπαιζε βιολί. Στη χώρα της δούλευε σε ορχήστρα. Εδώ αόρατο σκοινί την έδενε με το αφέντη της πιο πέρα που επεδείκνυε την πραμάτεια στον πελάτη.

Αυτά σε εποχές πολέμων, μεγάλων ταραχών, κοινωνικών ανακατατάξεων, πείνας και ανεργίας. Τα τελευταία χρόνια ήταν οι γυναίκες που ξενιτεύονταν κι αφήνανε τους άντρες τους στο σπίτι… Αναδείχτηκαν αυτές η πλουτοπαραγωγική πηγή, το εργαλείο και το μαγαζί. Ανάλογα με την περίσταση. Οι όμορφες για τούτο, οι άσχημες για τις δουλειές κι οι ανάπηρες για πεζοδρόμια και φανάρια.

Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό…
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη…

……………………………………….

Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.

                                             (Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Αμαρτωλό»)

Τελικώς, μόνο τα ονόματα αλλάζουν, κατά άλλα η ιστορία συνεχίζεται… 

Υποδεέστερη πάντα η γυναίκα και ας είναι καλύτερη, όταν είναι.  Όταν είναι, θα την πουν καπάτσα. Δύσκολα θα της αναγνωρίσουν την ικανότητα σε κάτι που εμφανώς υπερέχει.  Και αν την ερωτευθούν, πάλι θύματα θα είναι ακόμα και αν ο άλλος είναι ο επιμένων και ο ζητών. Πάντα βρίσκει τον τρόπο να φαίνεται  πως εκείνη τον τύλιξε.  

Την είδε, του άρεσε, την παντρεύτηκε και

Μια μέρα/ έγραψε εκείνος / λόγια κρυμμένα σε ψιθύρους/ για άλλην/ αθύρματα και σκύβαλα (Εκείνες/ εμείς Βασιλική Κοντογιάνη), γιατί όπως είπε ήταν ειλικρινής. Όχι, δεν ήταν. Απλώς με γρήγορες διαδικασίες ήθελε να ξεμπλέξει, την ενοχλητική συνείδηση να φιμώσει και να μην μπει στον λαβύρινθο των κρυφών συναντήσεων και άντε τώρα να εξηγείς το πώς και το τι. …

Μα κι αν έτσι είναι, δεν έγινε και πάλι θύμα;

Απόψε που σ’ αγάπησα με πιο πολύ λαχτάρα /  και πιο πολύ καημό,
κρεμάστηκα ολοτρέμουλη, φτωχή περιπλοκάδα/ στης θλίψης το λαιμό.
                                   *
Μια φουσκοθαλασσιά τότε μ’ ανάρπαξε/ μ’ απόχες και πλοκάμια φλογερά
 κι απ’ του μετώπου μου τις ρίζες μ’ έσεισε/  έως με τα νύχια –κύμα που βογγά. 
(Κλεαρέτη Δίπλα- Μαλάμου).

Ποιος αλήθεια σκέφτηκε την πληγή μιας ερωτευμένης γυναίκας που εγκαταλείφθηκε από τον αγαπημένο της. Και δεν είναι το ότι σε λίγο παλαιότερες εποχές αθέτησε την υπόσχεση του γάμου που είχε δώσει –ποια θα  νοιαζόταν για τον γάμο σήμερα;- είναι ότι έπαιξε με τα αισθήματά της και την άφησε στο χάος. Είναι ότι την είδε σαν εμπόρευμα που δεν έχει πια αξία. 

Έτσι παρατημένη στη Νάξο η Αριάδνη, αφού πρώτα βοήθησε τον Θησέα να βγει από τον Λαβύρινθο. Παρατημένη και η Μήδεια αφού πρώτα βοήθησε τον Ιάσονα να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Πολιτικές σκοπιμότητες και εθνικές προτεραιότητες. Σφαγμένη στην Αυλίδα η Ιφιγένεια και η Πολυξένη στην Τροία,  στον τάφο του Αχιλλέα…

Δεμένη πάντα με κάποιον τρόπο: Σε λέω γυναίκα/ γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη

λέει η Κική Δημουλά και έχει στο νου της κάθε κατηγορία δεσμού και δεσμών…

Ανθούλα Δανιήλ

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Ιουνίου 2023