Εκτύπωση του άρθρου



 

Ο Leopardi υπογραμμίζει σε πολλές σελίδες του Zibaldone ότι η μνήμη συνδέεται με το ζήτημα της ευτυχίας, αφού η ανάμνηση μακρινών γεγονότων προκαλεί ένα συναίσθημα από το οποίο το υποκείμενο μπορεί να αντλεί ευχαρίστηση. Αυτό μάλιστα συμβαίνει ακόμη και όταν τα γεγονότα που θυμόμαστε είναι οδυνηρά. Έτσι, στο σύντομο ειδύλλιό του «Alla luna», που συντέθηκε το 1820, ο μοναχικός ποιητής απευθύνεται στη Σελήνη, τη μυστική και έμπιστη φίλη του, ενθυμούμενος την ίδια μέρα ενός άλλου χρόνου, όταν είχε ανέβει στον λόφο να την κοιτάξει με μάτια θλιμμένα και κλαίγοντας. Ο ποιητής εξομολογείται, εκφράζει τα συναισθήματά του και αφηγείται τα βάσανά του. Πρόκειται για ένα ποίημα, στο οποίο ο πόνος φαίνεται να είναι κυρίαρχος τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος, αφού η ψυχική κατάσταση του ποιητή δεν άλλαξε μέσα στον χρόνο. Ωστόσο, ο ποιητής βιώνει ένα είδος ικανοποίησης, όταν θυμάται τον πόνο του παρελθόντος, γιατί είναι πάντα γλυκό να θυμάται κανείς, ειδικά όταν είναι νέος και η ελπίδα (δηλαδή το μέλλον που τον περιμένει) εκτείνεται σε έναν μεγαλύτερο χρόνο από τη μνήμη (το παρελθόν, αυτό που έχει ήδη περάσει). Όταν είναι κανείς νέος, συχνά αφήνει τον εαυτό του να ικανοποιηθεί από τον πόνο, να απολαύσει τα πικρά δάκρυα, αλλά μόνο επειδή περιμένει ότι το μέλλον θα του επιστρέψει αυτό που έχει στερηθεί.

Όταν, όμως, οι αναμνήσεις είναι πρόσφατες και διατηρούν ακόμα την ακρίβεια του πραγματικού γεγονότος, δεν αποκτούν την απροσδιοριστία που παρέχει μια αίσθηση ευχαρίστησης. Έτσι, σε άλλο σύντομο ειδύλλιο, στο «La sera del dì di festa», αφού ο ποιητής περιγράφει ένα ήρεμο τοπίο, θυμάται τη γυναίκα που γνώρισε εκείνη την Κυριακή και άνοιξε μια πληγή στο στήθος του. Η μνήμη, όμως, είναι πολύ φρέσκια, για να κατορθώσει να μεταμορφώσει την απογοήτευση. Η επίγνωση της παροδικότητας της ζωής, της εφήμερης και φευγαλέας όψης των στιγμών, ακόμη και των πιο όμορφων, μας κάνει να αντιληφθούμε το βάθος της θλίψης του: ακόμα και η ευτυχισμένη στιγμή φαίνεται να χαρίζεται στους ανθρώπους για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς όλα φέρουν το σημάδι του εφήμερου.

Για αυτούς τους λόγους, μόνη παρηγοριά είναι να αφεθεί κανείς σε πιο μακρινές αναμνήσεις, αυτές της παιδικής ηλικίας. Μια τέτοιου είδους ανάμνηση είναι ευχάριστη και απολύτως ποιητική. Έτσι, ο Leopardi δημιουργεί μια ποιητική της ανάμνησης. Άλλωστε, μέσα από το φίλτρο της τέχνης είναι δυνατό να επαναφέρουμε στη ζωή ακόμα και αυτούς που δεν είναι πια μαζί μας, τους νεκρούς. Αυτό συμβαίνει στο ποίημα «A Silvia», στο οποίο αντηχεί ζωντανό ξανά το τραγούδι του δεκαοχτάχρονου κοριτσιού, που πέθανε σε τόσο τρυφερή ηλικία. Όμως, ο ποιητής γνωρίζει καλά την απάτη που εξυφαίνεται στο ποίημα. Η πραγματικότητα είναι απολύτως διαφορετική: ο θάνατος δεν αναιρείται. Η ποίηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως και επαρκώς στην επιθυμία μας να αγγίξουμε την αιωνιότητα. Στο τέλος του ποιήματος, η Silvia γίνεται ένα σύμβολο της ελπίδας και της νεότητας, που είναι συνυφασμένες με την ψευδαίσθηση. Μαζί με τη Silvia χάνεται η αυταπάτη της ευτυχίας.

Στο Zibaldone ο ποιητής αναρωτιέται γιατί το σύγχρονο, το νέο, πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάτι το ρομαντικό, ενώ το αρχαίο, το παλιό, μπορεί να έχει αυτή τη διάσταση. Η απάντηση που δίνει είναι ότι όλες σχεδόν οι απολαύσεις της φαντασίας και του συναισθήματος συνίστανται στην ανάμνηση. Υποστηρίζει επίσης ότι οποιοδήποτε αντικείμενο ή τοπίο, όσο όμορφο κι αν είναι, αν δεν ξυπνά καμία ανάμνηση, δεν είναι καθόλου ποιητικό. Η ανάμνηση είναι ουσιαστική στο ποιητικό συναίσθημα, επειδή το παρόν, όποιο κι αν είναι αυτό, δεν μπορεί να είναι ποιητικό. Και όσο πιο μακρινή και ασυνήθιστη είναι η ανάμνηση, τόσο πιο γλυκιά φαντάζει, γιατί, υπόκειται περισσότερο στην ψευδαίσθηση.

Άννα Γρίβα


Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Ιανουαρίου 2022