Εκτύπωση του άρθρου

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

 

 

Καβαφικά 2

Η κατασκευή ενός ύφους

 

 

Ένας από τους ισχυροτερους λογους για τους οποίους ο Καβάφης αντιμετω­πίστηκε απαξιωτικά έως εχθρικά από ουκ αμελητέα μερίδα των ομηλίκων του Ελλήνων (διάβαζε «ελλαδιτών») λογοτε­χνών φαίνεται να ήταν ο παράγων γλώσσα.

Η, φαινομενικά απλή αυτή διαπίστω­ση χρήζει ωστόσο ορισμένων επεξηγήσεων και  διευκρινίσεων.

  1. Γλώσσα και ύφος: ένα θέμα συμβολικού marketing

Από σημασιολογικής απόψεως, ο σχετικός όρος κάλυπτε, συλ­λήβδην, την πρώτη ύλη της ποιήσεως, αλλά και την περαιτέρω ε­πεξεργασία της από τον ποιητή· αντίληψη στην οποίαν ανάγεται στην τετριμμένη  πλην δημοφιλής ακόμη, και ανά την οικουμένη, φόρμουλα «γλώσσα και ύφος». Δεν είναι της ώρας να εξετάσου­με εδώ κατά πόσον το συγκεκριμένο δίδυμο καθίσταται διδακτικά χρηστικό, ή απλώς και μόνο «βολικό». Εντούτοις είναι προφανές ότι οι ενστάσεις των επικριτών του Κα­βάφη δεν εστίαζαν τόσο στο ποιόν του τελικού υφολογικού προϊό­ντος, όσο στην προέλευση του ακατέργαστου υλικού, από το ένα ή το άλλο γλωσσικό επίπεδο της νεοελληνικής (δηλαδή από την καθαρεύουσα ή την δημοτική).

Κάτι τέτοιο εξηγείται δι' αναδρομής στις ιδεολογικές και ψυχο­λογικές προσλαμβάνουσες της εποχής. Στην Ελλάδα, οι σπουδαιότεροί πνευματικοί εκπρόσωποι της γενιάς του ποιητή έδιδαν σφοδρή μάχη με τίμημα την επιβολή της δημοτικής στα ελληνικά γράμματα, αλλά και πέραν αυτών, στην ελληνική πολιτεία. Κι επειδή η (όποια) «στρατευ­μένη» λογική είναι ανεπίδεκτη αποχρώσεων, ενώ για τους μαχη­τές οι «ουδέτεροι» φαντάζουν απεχθέστεροι και αυτών ακόμη των α­ντιπάλων τους, καταλαβαίνουμε γιατί η σχετική αδιαφορία του Καβάφη για το «γλωσσικό» δεν μπορούσε παρά να εξοργίζει τους ακραιφ­νείς δημοτικιστές. Για παράδειγμα, είς εξ αυτών (ο Πέτρος Βλα­στός, εάν δεν με απατά η μνήμη) έφτασε μέχρι σημείου να χαρα­κτηρίσει το υφολογικό εγχείρημα του Αλεξανδρινού «γλώσσα επαρχιώ­τικης παλιοφυλλάδας».

Η ανωτέρω αποτίμηση και τα «συμφραζόμενά» αυτής (ο Βλαστός την είχε διατυπώσει σε πρόλογο του στον Δωόεκάλογο τον Γύφτου, του Παλαμά) μας φανρώνουν μίαν ακόμη πτυχή του θέμα­τος. Από κοινωνιολογικής πλευράς, η όλη αυτή διαμάχη αντικείμε­νον έχει τον έλεγχο της — κατά Bourdieu — «αγοράς των συμβολικών αγα­θών».

 Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα της «Μεγάλης Ιδέας» αγωνίζεται εν προκειμένω να επιβληθεί ως πολιτικό και πολιτισμικό «μητροπολιτικό κέντρο» του Ελληνισμού, αλλά η προσπάθεια της δεν ευωδούται δεόντως: εν μέρει λόγω εγγενών αδυναμιών, κυρίως όμως επειδή ελάχιστα υποστηρίζεται από τις πιο δυναμικές και πλού­σιες παροικίες του εξωτερικού. Κέντρα της δiασποράς, όπως λ.χ. η Αλεξάνδρεια, έχουν να προβάλλουν την δική τους συμβολική πρότα­ση, που ενίοτε διαφέρει άρδην, καθ' ότι είναι αισθητά πιο προηγμέ­νη, από την ελλαδική. Έτσι, ο ελληνικός συμβολικός χώρος διαμορ­φώνεται διπολικά: αφ' ενός το κεντρομόλο (εθνοκεντρικό) μοντέλο της «μητροπόλεως» και αφ' ετέρου ένας φυγόκεντρος πλουραλι­σμός, με κοσμοπολίτικο ή και - θα λέγαμε σήμερα - «μετα-αποικιακό» (postcolonial) χαρακτήρα.

Ειδικότερα στο φιλολογικό πεδίο η εν λόγω πόλωση εξειδικεύεται «προσωποπαγώς». Οι πόθοι του ελλαδικού κέντρου για εθνική ολοκλήρωση και οι αγώνες του υπέρ μιας εθνικής γλώσσας που να την υποστηρίζει συνοψίζονται στην μορφή του Κωστή Παλαμά. Απέναντι, και ίσως εναντίον αυτών, προβάλλει — εν είδει «αντι-Παλαμά» — η φυσιογνωμία του Καβάφη, εκπροσώπου της «διασπορικής» περιφέρειας, με «χαλαρό» ε­θνικό φρόνημα και εκλεκτική γλωσσική συνείδηση. Στην αγο­ρά των συμβολικών αγαθών το μεν πρώτο προωθεί το προϊόν Γλώσ­σα, συστατικό του οποίου είναι και το ύφος, ενώ το δεύτερο προβάλλει το Ύφος, που ένα από τα στοιχεία του είναι και η γλώσσα.

Eν συνεχεία προτίθεμαι να καταγράψω και να περιγράψω τα δεδο­μένα του καβαφικού συμβολικού marketing. Προτού όμως προχωρήσω στην ανάλυση του συγκεκριμένου εγχειρήματος, θα ήθελα να εξετάσω, έστω και εν τάχει, το γενικότερο πλαίσια στο οποίο τίθεται κατ’ αρχήν το θέμα, από σκοπιάς, κυρίως, της θεωρητικής γλωσσολογίας.

  1. Ύφος και γλώσσα: προθετικότητα και λειτουργική διάστρωμάτωση[1]

Εκ του μακρόθεν, η αμφίδρομη σχέση των δύο παραμέτρων που μας απασχολούν εδώ και δεδομένη φαίνεται και αυταπόδεικτη. Εκ του σύνεγγυς όμως, ο συσχετισμός τους φανερώνεται αρ­κούντως προβληματικός, τουτέστιν ικανός να μας προβληματίσει. Ειδικά δε όταν εξεταστεί από σκοπιάς του ύφους.

 Εύστοχες παρατηρήσεις επί του προκειμένου έχει διατυπώσει ο Ρουμάνος θεωρητικός Tudor Vianu (1898-1964). Η ίδια η γλώσσα, μας λέει, υπάγεται σε μια διπλή  (ή διττή) προθετικότητα, εκ της οποίας συνάγεται ότι το ύφος στοχεύει συγχρόνως σε δυο κατευθύνσεις: αφ' ενός μεν είναι «αυτοπαθές», αφ' ετέρου δε «μετα­βατικό» (όπως μιλάμε για αυτοπαθή και μεταβατικά ρήματα). Με άλλα λόγια, και εκφράζει την ατομική προσωπικότητα του ο­μιλητή και την μεταβιβάζει στους παραλήπτες (δηλαδή στους αναγνώστες, όταν «ομιλητής» είναι ο συγγραφέας). Ως εκ  τούτου, το ύφος συνιστά προσωπική χρήση (πρώτη κατεύθυνση) ενός διαπροσωπικού κωδικού (δεύτερη κατεύθυνση).

2.1.-   Από πλευράς της «αυτοπαθούς» λειτουργίας, η προσωπική αυτή χρήση ισοδυναμεί με απόκλιση από ή (κατά τον Roman Jakobson) «οργανωμένη βία» επί της γλώσσας. Η έκταση της αποκλίσεως και η ένταση της βίας καθορίζονται από τα όρια της «μεταβατικό­τητας»: αποκλίνουμε και ασκούμε βία μέχρις εκεί που η γλωσσική κατανόηση και επικοι­νωνία μπορούν ακόμη να υφίστανται.

Εάν πάλι αναρωτηθούμε ποιο είναι αυτό το σημείο, η απάντη­ση θα εξαρτηθεί από το πώς εννοούμε την Γλώσσα, με όρους κάποιας συγκεκριμένης θεωρητικής προτάσεως.

 Εν συνεχεία θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παράδειγματα. Το πρώτο ανήκει στον διάσημο Ελβετό επιστήμονα Ferdinand de Saussure (1857-1913), του οποίου το Cours de linguistique générale (1916) θεωρείται πανθομολογεί ιδρυτική πράξη και ακρογωνιαίος λίθος του «δομισμού» (ή «στρουκτουραλισμού»), της πλέον γόνιμης και σημαίνουσας τάσεως στην γλωσσολογία του 2ού αιώνα.

                                                    Λόγος [Langue]

Ferdinand de Saussure:                                                             Γλώσσα [Langage]

                                                    Ομιλία [Parole]

Στο σωσσυρεανό λοιπόν μοντέλο, ο μεν Λόγος περιλαμβάνει τις σταθερές, η δε Ομιλία τις μεταβαλλόμε­νες παραμέτρους της Γλώσσας.[2] Το Ύφος ανήκει και ασκείται στο επίπεδο της Ομιλίας και, όπως κάθε πράξη Ομιλίας, συνίσταται στην επί μέρους υλοποίηση των προδιαγραφών του Λόγου.

Χρωστούμε την δεύτερη παρόμοια - και εξ ίσου σημαίνουσα - θεωρητική κωδικοποίηση στον Eugenio Coseriu (1921-2002), γλωσσολόγο ρουμανικής καταγωγής, ο οποίος όμως δραστηριοποιήθηκε κυρίως στον ισπανόφωνο και γερμανόφωνο ακαδημαϊκό χώρο. Ο (δικαίως) επονομαζόμενος «Saussure των ημερών μας» προτείνει, έναντι της διχοτομίας Langue / Ρarole, το ακόλουθο τριχοτομικό σχήμα:

                                 Σύστημα [Sistema]   
Eugenio Coseriu:     Κανόνας [Norma]                                Γλώσσα [Lengua]
                                 Ομιλείν [Habla]

 Στο εν λόγω μοντέλο, το Σύστημα είναι «ένα σύνολο λειτουργικών αντιθέσεων», κάτι σαν σκληρός πυρήνας ης γλώσσας· ο (ρυθμστικός)33 Κανόνας αποτελεί την «συλλογική πραγμάτωση του Συστήματος» και περιλαμβάνει το Σύστημα αυτό καθαυτό συν άλλα, λειτουργικά επίσης, πλην μη «συστημικά» στοιχεία (π.χ. την έρρινη ή μη έρρινη εκφορά του φθόγγου d στα ελ­ληνικά: nd έναντι d τέλος, το Ομιλείν - ή η Ομιλία - συνιστά την «ατομική έμπρακτη πραγμάτωση του Κανόνα», περιλαμβάνοντας τον Κανόνα τον ίδιο συν την εκφραστική πρωτοτυπία των ομιλούντων ατόμων. Εδώ λοιπόν, το Ύφος ανήκει μεν στον χώρο του Ομι­λείν, αλλά παρεμβαίνει (ασκεί βία) επί του Κανόνα, πάντα στα πλαίσια του Συστήματος. Το Σύστημα, που χαρακτηρίζεται ως «ένα σύνολο α­πό ελευθερίες», βοηθά το Ύφος να υπερκεράσει τις κοινωνικές συμβά­σεις και απαγορεύσεις τις οποίες κωδικοποιεί ο Κανόνας· με τη σειρά του του, το Ύφος ενεργοποιεί ορισμένες ιδιότητες του Συστήμα­τος, που ο ίδιος Κανόνας διατηρεί σε λανθάνουσα κατάσταση.[3]           

2.2.- Από απόψεως της «μεταβατικής» λειτουργίας, προ­σωπική χρήση σημαίνει την αναδιοργάνωση των υφολογικών δεδομέ­νων της γλώσσας.                                       

Προϋπόθεση του συγκεκριμένου εγχειρήματος είναι ένα ακόμη μοντέλο γλώσσας, το οποίο συνέλαβε και ανέπτυξε ο, Ρουμάνος επίσης, γλωσσολόγος Ion Coteanu (1920-1997), και το οποίο συνίσταται κατά βάσιν στην διαστρωμάτωση των λειτουργικών υφών, δηλαδή των διαφόρων και  ποικίλων «γλωσσών» που συνυπάρχουν εντός της αυτής ιστορικής Γλώσσας.[4] Το καθένα εξ αυτών προσδιορίζεται από την διατομή δύο συντεταγμένων: της οριζόντιας ιδιωματικής (γεωγραφικής) τετμημένης και της κατακόρυφης κοινωνικής τεταγμένης. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε κλιμάκιο γλώσσας ανήκει και ανάγεται συγχρόνως σε ένα (τοπικό) ιδίωμα ή διάλεκτο  και σε μίαν, ούτως ειπείν, «κοινωνιόλεκτο». Σημειωτέον δε, η υφο-λειτουργική προοπτική φαίνεται συμπληρωματική της προηγουμένης. Για παράδειγμα, οι προαναφερθείσες συντεταγμένες θα μπορούσαν κάλλιστα να ταυτιστούν μ’ εκείνο που ο Coseriu ονόμαζε Σύστημα· ακολουθεί ο (πάντα κατά Coseriu) Ρυθμιστικός Κανόνας που, στην ίδια υφο-λειτουργική προοπτική, συνιστά το Διασύστημακοινή γλώσσα), δηλαδή τον κοινό παρονομαστη μιας ορισμένης κατηγορίας γλωσσικών - ιδιωματικών ή κοινωνικών - γλωσσικών παραλλαγών· τέλος, η πραγμάτωση των ανωτέρω στους κόλπους του Ομιλείν, προβάλλει την ανεξάντλητη ποικιλία των «ιδιολέκτων».

Αυτή που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, η καλλιτεχνική ιδιόλεκτος ή ατομικό Ύφος ενός συγγραφέως ιδιοποιείται στοι­χεία διαφόρων άλλων διαλέκτων και κοινωνιολέκτων και τα αναμειγνύει σε ένα πρωτότυπο «κοκτέιλ». Η εκάστοτε δοσολογία και ο τρόπος παρασκευής του μείγματος θα εξαρτηθούν από το σημείο όπου ο ποιητής καταχω­ρεί το δικό του ύφος εντός του υφολογικού συστήματος της δικής του γλώσσας.

  1. Στο διά ταύτα

Με αυτά τα θεωρητικά εργαλεία ας προχωρήσουμε τώρα στην αναλυτική αποτίμηση του καβαφικού ΄ύφους. Έσω το εξής παράδειγμα:

Εν τω μηνί Αθύρ

                  Με δυσκολία διαβάζω    στην πέτρα την αρχαία
                  «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστε».    Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
                  «Εν τω μη[νί] Αθύρ»      «Ο Λεύκιο[ς] εκοιμήθη».
                   Μες στα φθαρμένα βλέπω      «Αυτό[ν]... Αλεξανδρέα».
                   Μετά έχει τρεις γραμμές  πολύ ακρωτηριασμένες
                   μα κάτι λέξεις βγάζω -    σαν   «δ[α]κρυα ημών», «οδύνην» 
                   κατόπιν πάλι «δάκρυα»     και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
                   Με φαίνεται που ο Λεύκιος      μεγάλως θ’ αγαπήθη.   
                   Εν τω μηνί Αθύρ      ο Λέυκιος εκοιμήθη.             

3.1.- Θέση μου είναι ότι ο Καβάφης καταχωρεί το ποι­ητικό του ύφος σε μια περιοχή της γλώσσας που την οριοθε­τούν, στο ένα άκρο, οι δύο Ρυθμιστικοί Κανόνες ή, χάριν συντομίας, οι δύο Νόρμες της νεοελληνικής (δημοτική και καθαρεύουσα, αντιστοίχως), και στο άλλο, ορισμένες ειδικές ή και εξειδικευμένες πραγματώσεις των Νορμών (αρχαΐζουσα χρήση για την καθαρεύουσα και τοπικά ιδιώματα για την δημοτική). Η δε «συνταγή» του καβαφικού ύφους συνίσταται στον εμβολιασμό των ανωτέρω στον κορμό της νεοελληνικής κοινής ή διασυστήματος. Κατά βάσιν, αυτό είναι μια αστική γλωσσική παραλλαγή, όπου οι δύο Νόρμες αλληλοεπηρεάζονται και διαδρούν μεταξύ τους.

 Ο Καβάφης λοιπόν — όπως κατά καιρούς έχουν τονίσει διάφοροι ερμη­νευτές του — δημιούργησε σταδιακά την δική του δημοτική, εκκινώ­ντας από δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Η μία είναι η γραπτή γλώσ­σα, που ενεργοποιεί καθαρευουσιάνικους και αρχαΐζοντες τύπους, συνάρτηση της θεματολογίας ορισμένων ποιημάτων· η έτερη είναι          η προφορική καθομιλουμένη σε αστικό περιβάλλον,[5] η οποία εμπλέκει επίσης ιδιω­ματισμούς προερχόμενους από βόρειες ελληνικές διαλέκτους.[6]

Έτσι λοιπόν, το το κατ' επίφασιν επικήδειο ποίημα που ε­ξετάζουμε εδώ κρύβει και ένα δεύτερο θέμα, που αξιολογικά έρχεται όμως πρώτο, και το οποίο είναι ακριβώς η κατασκευή ενός προ­σωπικού εκφραστικού εργαλείου, ενός ύφους. Κάτι τέτοιο προσδίδει ένα αναπάντεχο αυτοαναφορικό βάρος στον  παράγοντα γραφή, υπό την έννοιαν  ότι το εν προόδω κείμενο, προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι;», εστιάζει στο «πώς λειτουργεί;»

Η νέα γλωσσική σύνθεση ολοκληρώνεται κατ' αρχάς στο επί­πεδο του προφορικού (που είναι η μία από τις αφετηρίες του καβα­φικού υφο-κατασκευασκού εγχειρήματος). Ο λόγος που εκφέρει το λυρικό εγώ ικανοποιεί άνετα τις προδιαγραφές της δημοτικής Νόρμας και, ως εκ τούτου, προσελκύει, εξ ίσου άνετα και ορισμέ­να στοιχεία της άτυπης καθομιλουμένης, αλλά και ιδιωματισμούς. Παραδείγματος χάριν:

στην πέτρα την αρχαία : επανάλληψη του άρθρου ανάμεσα στο όνομα και
   το επίθετο, όταν το τελευταίο έπεται του πρώτου·
με φαίνεται αντί για ‘μου φαίνεται’ : εξουδετέρώση της αντίθεσης με­ταξύ
    γενικής/δοτικής ('μου’) και αιτιατικής ('με').[7]

Η γλώσσα αυτή αναζητά τις ρίζες της, τουτέστιν τις δικές της ιστορικές και πολιτισμι­κές καταβολές οι οποίες, σημειωτέον, κρατούν από την Αρχαιότητα και έχουν λόγια προέλευση. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών γίνονται άμεσα αντιληπτά, καθώς το κείμενο τα «θεματοποιεί». Πιο συγκεκριμένα, το ποίημα εξιστορεί ένα αρχαιολογικό (ούτως ειπείν) εγχείρημα: την αποκρυ­πτογράφηση της μισοσβησμένης επιγραφής που φέρει η επιτύμβια πλάκα. Όπως γνωρίζουμε, κύριος θεματικός άξονας στην ποίηση του Καβάφη είναι η νοερή διελκυστίνδα μνήμης και λήθης όπου, κατά κανόναη πρώτη υπερισχύει της δεύτερης. Έτσι και εδώ, η γλωσσοπλαστική δημιουργικότητα κατορθώνει να ανασύρει από την αρχαία επιγραφή ένα ζωντανό βίωμα, παραμερίζοντας το βαρύ φορ­τίο του χρόνου και του θανάτουΟι τελευταίοι δύο στίχοι του ποιή­ματος (οι οποίοι, διόλου τυχαία, είναι οι μόνοι που ομοιοκαταληκτούν) τεκμηριώνουν την νίκη του ποιητή στον αγώνα του για την κατάκτηση του προσωπικού ύφους. Ο κα­βαφικός λόγος αποδεικνύεται ικανός να αναπαραστήσει έγκυρα το συγκεκριμένο συγκινησιακό κλίμα, ακριβώς επειδή έχει αφομοιώσει, εξ ίσου έγκυρα, τα διάφορα γλωσσικά συστατικά του υφολογικού «κοκτέιλ».

       ΙΙιο αναλυτικά:

Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ' αγαπήθη: ένας ιδιω­ματικός τύπος    («με φαίνεται») συνυπάρχει με ένα αρχαΐζον τροπικό επίρρημα    («μεγάλως»), αλλά και με ένα προφορικό φαινόμενο τύπου «πάθη των  φθόγγων» (έκθλιψη του α στο θ[α]), ενώ η ελα­φρώς αμελής χρήση  του συνδέσμου που αντί του ‘ότι’ ή ‘πως’) γειτνιάζει με έναν αόριστο  ("αγαπήθη") που το κοινό (γρα­πτό) ύφος διεκδικεί από την καθαρεύουσα.

Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη (στον τελευταίο στίχο) : παράθεμα    «αρχαιολογικής» προελεύσεως, το οποίον ο λόγος του συγγραφέως    ιδιοποιείται ως έχει.

Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο ύφος στηρίζεται και υποστηρίζει την αντίληψη της ελληνικής ως διαχρονικής ολότητας· αντίληψη που και ευρύ­τερη και αρτιότερη είναι, από την όποια πρόταση «εθνικής» γλώσ­σας την οποίαν θα ήταν εις θέσιν να αρθρώσει η μία ή η άλλη α­ντιμαχόμενη παράταξη στα πλαίσια του «γλωσσικού».

3.2.- Ανακεφαλαώνω και συνιψίζω. Το καβαφικό υφολογικό εγχείρημα οδηγεί σε μίαν προσωπικής χρήσεως δημοτική, με λόγια αλλά όχι ε­πίσημα ούτε στομφώδη συστατικά, και με πεζό, «κουβεντιαστό» τόνο.

Ενδιαφέροντα συμπεράσματα συνάγονται από την ερμηνεία αυ­τού του αποτελέσματος με ρητορικούς όρους: τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά υπονομεύουν την καθιερωμένη ιεραρχία «υψηλού» έναντι «ταπεινού» ύφους. Την εποχή του Καβάφη υπήρχαν μάλι­στα δύο ανταγωνιστικές έννοιες του «υψηλού»: η μεν πρώτη είχε αττικίζουσες κλασικές αναφορές και συνδεόταν υφο-γλωσσικά με την καθαρεύουσα· η δεύτερη, δια­μορφωθείσα στον χώρο της δημοτικής, υπολόγιζε σε ένα λαϊκό και ηρωικό υπόβαθρο και ήταν περιβεβλημένη με την αί­γλη του Παλα­μά. Παρόμοιες υφολογικές και αξιολογικές κλίμακες έφε­ραν  όμως την σφραγίδα του 19ου αιώνα, όταν δεν αποτελούσαν υπολείμμα­τα του Νεοκλασικισμού του 18ου. Έναντι αυτών, ο καβαφικός λόγος φαντάζει ασύγκριτα πιο «μοντέρνος», επειδή τείνει προς την αναί­ρεση κάθε ίεραρχήσεως των υφολογικών κλιμακίων.

Στους κόλπους του συνυπάρχουν και συμπράττουν στοιχεία όχι μόνο διαφόρων γλωσσικών επιπέδων, αλλά και ποικίλης πολι­τισμικής προελεύσεως. Το υφολογικό αυτό μείγμα, σε ιστορική προοπτική ιδωμένο, αποκτά έναν «μιγαδικό» χρωματισμό ο οποίος θυμίζει τους ελληνιστικούς χρόνους και προεικάζει την μεταμοντέρνα πολυ- και δια-πολιτισμικότητα.

Συνάρτηση του ιστορικού θέ­ματος που πραγματεύεται το ανά χείρας ποίημα, θα εντοπίσουμε, φερ' ει­πείν, σπαράγματα του αλεξανδρινού «συγκρητισμού». Οι αρχαΐζοντες γλωσσικοί τύποι παραπέμπουν στην γλώσσα των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, στην οποίαν έχειι συνταχθεί η επιτύμβια επιγραφή. Έτσι, το «αρχαιολογικό» εγχείρημα αιτιολογείται και αποκτά ακρι­βές χρονολογικό στίγμα: στην ίδια επιγραφή, η επίκληση του Ιη­σού Χριστού συναντά την αναφορά στην Αθύρ, Αιγυπτία θεά των τάφων και του έρωτα (ο δε μην Αθύρ αντιστοιχεί στην περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου ή Οκτωβρίου-Νοεμβρίου), αλλά και τον α­ριθμητικό κωδικό της κλασικής εποχής (Κάππα Ζήτα = είκοσι πέντε).

3.3.- Έχοντας καταργήσει τη ρητορική ιεραρχία μέσα από το γλωσ­σικό και πολιτισμικό αμάλγαμα, το καβαφικό ύφος προχωρεί και περαιτέρω στην υπονόμευση των κωδικών προσλήψης του κειμένου. Το καβαφικό modus operandi προσφέρεται εν προκει­μένω για ερμηνεία και ταξινόμηση σε τρεις κατευθύνσεις ποιητικού πειραματισμού, τις οποίες καταγράφει ο Ezra Pound σε γνωστό θεωρητικό πόνημά: την φαοποιΐα την μελοποΐα και την λογοποιΐα (πρβ. Pound  1967 ,  passim).

Οι σχετικές διεργασίες εμ­φανίζουν τα πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα τους στο πεδίο του οπτικού. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τα διαλείμ­ματα που σηματοδοτούν την τομή του στίχου και για τα γράμμα­τα τα οποία αναγράφονται εντός αγκυλών. Τα τελευταία απεικο­νίζουν, βεβαίως, με τρόπο (ούτως ειπείν) αφαιρετικό, την φθο­ρά της επιτύμβιας επιγραφής, την οποία ο εσωτερικός αναγνώστης καλείται να αναστηλώσει νοερώς. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω σύμ­βολα ανήκουν δικαιωματικά στη σφαίρα της φανοποiΐας, όπου η λέξη επιστρατεύεται για να προβάλει στη φαντασία του αναγνώστη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάποιο είδος εικα­στικής εικόνας.

Τι νόημα μπορεί όμως να έχει η επισήμανση της τομής του στίχου, όταν το κείμενο προορίζεται για κατ' ιδίαν ανάγνωση και όχι για μεγαλόφωνη εκφορά και/ή απαγγελία; Τα συγκεκριμένα χάσματα φαίνεται να αναπαριστούν, αφαιρετικά και πάλι, τα δια­λείμματα που παίρνει ο νους για ανάπαυση ή για συνειρμούς, πα­ρεκβάσεις και αναδρομές σε παρεμφερή θέματα. Την ίδια στιγμή ό­μως προσδίδουν στην ανάγνωση τον χαρακτηριστικό τόνο του συλ­λαβισμού, ο οποίος νομίζω ότι επιβάλλεται επίσης από το θέμα (πρβ. θεματοποίησή του, από τον πρώτο ήδη στίχο: «Με δυσκολία διαβάζω»). Εδώ λοιπόν ο ποιητής πειραματίζεται στην κατεύθυν­ση της μελοποιΐας, όπου η λέξη αποκτά, πέραν της τρέχουσας σημασίας της, και μία μουσική, ή έστω και μόνον ακουστική ποιότητα.

Εάν από σκοπιάς του ποιητή ο οπτικός και ο ακουστικός πειρα­ματισμός καθίστανται αρκούντως διακριτοί, στον αναγνώστη το καβαφικό ποίημα φτάνει εν είδει οπτικο-ακουστικής σύνθε­σης, υπό την έννοιαν ότι ο ένας κωδικός αναπαράγει την λειτουργία του άλλου. Κατά συνέπεια, η πρόσληψη επιτελείται υπό την αιγί­δα της λογοποιίας, η οποία συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της φανοποιίας και της μελοποιΐας. Έτσι (τονίζει ο Pound), ο παραλήπτης δεν πρόκειται να εισπράξει την όποια σημασία ως εκ προοιμίου δο­σμένη, αλλά θα γίνει κοινωνός του νοήματος που (ανα)παράγεται μέσα από τις διεργασίες της γραφής. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το ποίημα του Καβάφη, που αποστασιοποιείται διακριτικά από το «δεδομένο» ελεγειακό θέμα του, για να φέρει στο προσκήνιο ένα δράμα το οποίο παίζεται ουσιαστικά στο πεδίο του ύφους.

3.4.- Τέλος, ο μιγαδισμός και ο συγκρητισμός, δηλαδή τα χαρα­κτηριστικά «μετα-αποικιακά» γνωρίσματα του Καβάφη, έχουν α­ντίκτυπο και σε ιδεολογικό επίπεδο, ή μάλλον στο επίπεδο της «αι­σθητικής ιδεολογίας», δηλαδή της ποιητικής του. Χάρις στις προ­αναφερθείσες ιδιότητες, το καβαφικό ύφος μπορεί και στοχεύει συγ­χρόνως στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν, στο κέντρο και στην περιφέρεια της νεωτερικής παράδοσης.

Το ποίημα χρονολογείται μεταξύ 1916 και 1918, εποχή κατά την ο­ποία απουσίαζαν εγχώρια, αλλά και ξένα δείγματα συνειδη­τού πειραματισμού στην ποίηση (π.χ. στην κατεύθυνση της φανοποιΐας). Μοναδική εξαίρεση, πλην ελάχιστα γνωστή, ήταν το Un coup de dés του Mallarmé (1897· σε τόμο 1914), ενώ ο Apollinaire συνέθετε τα Καλλιγραφήματά του (Calligrammes) τα ίδια περίπου χρόνια με τον Καβάφη (1913-1916· σε τόμο 1918). Κατά συνέπειαδεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξουμε ό­τι η παρουσία τέτοιων στοιχείων στον Έλληνα ποιητή διανοίγει έ­ναν καινούριον «ορίζοντα προσδοκίας», δημιουργεί προηγούμενο και προαναγγέλλει μία ποιητική πορεία η οποία θα περάσει μέσα από τις πρωτοπορίες του Μεσοπολέμου για να καταλήξει στον «λεττρισμό» και στην «συγκεκριμένη ποίηση» (poésie concrète)Στην Ελ­λάδα, η πολύ ικανοποιητική εκπροσώπηση και των δύο αυτών τά­σεων (της μεν πρώτης από το κίνημα του «Νεολεξισμού» την δε­καετία του '60, και της δεύτερης σήμερα, από ποιητές όπως ο Μιχαήλ Μήτρας, ο Τηλέμαχος Χυτήρης κ.ά.) έχει δημιουργήσει το κατάλληλο θεωρητικό και πρακτικό οπλοστάσιο για την επισταμέ­νη μελέτη του προηγουμένου που αποτελεί ο Αλεξανδρινός, στην κατεύθυνση της πειραματικής γραφής.

Μιλώντας για την απουσία παρομοίων πειραμάτων εννοούσα ότι, τον καιρό του Καβάφη, έλειπαν σύγχρονα δείγματα του είδους. Ήταν όμως δυνατόν να αναζητηθούν και να βρεθούν προηγούμενα στην ελληνιστική εποχή, αφού στους κόλπους της αλεξανδρινής ποιήσεως, και δη σε επιτύμβια επιγράμματα, εμφανίζε­ται μία κατηγορία λυρικών συνθέσεων την  οποίαν μελετητές της κλασσικής φιλολογίας έχουν ονομάσει carmina figurata (‘εικονιστικά άσματα’). Την ύπαρξη αυτών δεν μπο­ρεί να αγνοούσε ο Καβάφης. Έτσι, οι υφολογικές του αναζητήσεις σε ανάλογη κατεύθυνση δηλώνουν την προσχώρηση του ποιητή σ' αυτήν ακριβώς την, διαφορετική και «φυ­γόκεντρη» παράδοση, η οποία αποποιείται μεν κάθε εθνοκεντρισμό, πλην όμως διατηρεί βαθύτατες και πολύ στενές σχέσεις με τον γενέθλιο τόπο.

Στο μέτρο που είναι θεμιτό να γενικολογεί κανείς, έστω και συμπε­ρασματικά, επί ενός τόσο λεπτού, σχεδόν άπιαστου θέματος, θα έ­λεγα εν κατακλείδι ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καβα­φικού ύφους —ιδιαίτερα δε ο γλωσσικός, πολιτισμικός και αισθητικο-ιδεολογικός «μιγαδισμός» — συγκλίνουν στην κατεύθυνση ενός δημιουργικού παράγοντος τον οποίο θα αποκαλούσα «αρχή του παλιμ­ψ[ηστου».

Το ποίημα του Καβάφη, με τις ποικίλες επιστρωματώσεις ύ­φους και νοήματος που ανακαλεί στη μνήμη πέραν και ανεξαρτή­τως του φανερού θέματος του, μοιάζει με τις μεσαιωνικές εκείνες, «ανακυκλωμένες» περγαμηνές οι οποίες, κάτω από την πιο πρόσφατη γραφή, αφήνουν να διαφαίνονται τα ίχνη από χέρια και καλάμους προγενεστέρων γραφέων.                                                                                                                

Βιβλιογραφικές παραπομπές:

Coseriu, Eugenio (1962) : Teoría del lenguaje y lingüística general. (‘Θεωρία της γλώσσας και γενική γλωσσολογία’). Gredos / «Biblioteca Románica-Hispánica», Μαδρίτη.

Coteanu, Ion (1967) : «Structura stilistică a limbii» (‘Υφολογική δομή της γλώσσας’). Εν Διαφόρων: Elemente de lingvistică structurală (‘Στοιχεία δομικής γλωσσολογίας’). Editura Ştiinţifică, Βουκουρέστι (211-221).

Pound, Ezra (1967): How to Read? (‘Η τέχνη της ανάγνωσης’). Pavannes & Divisions / Litterary Essay, Λονδίνο.

Saussure, Ferdinand de (1967) : Cours de linguistique générale (‘Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας’). Publié par Charles Bailly et Albert Séchehaye avec la collabotation de Albert Riedlinger. Édition critique préparée par Tullio de Mauro. Postface de Louis-Jean Calvet. Payot, Παρίσι.

Vianu, Tudor (1975) : “Dubla intenție a limbajului și problema stilului” (‘Η διπλή προθετικότητα της γλώσσας και το θέμα του ύφους’). Εν Opere (‘Άπαντα’), τόμος. 4. Minerva, Βουκουρέστι (30-35).


[1] Στην παρακάτω παράγραφο ανατρέχω σε ορισμένες ιδέες των Vianu (1975), de Saussure (1967) Coseriu (1962) και Coteanu (11967), τις οποίες διασκευάζω, πολύ ελεύθερα.

[2] Παράδειγμα του Saussure: το σκά­κι ως παιγνίδι έναντι συγκεκριμένης παρτίδας.

[3] Αυτό το νόημα έχει ο γνωστός ισχυρισμός ότι οι μεγάλοι συγγραφείς εκτείνουν στο έπακρο την δυνητική επικράτεια της γλώσσας τους.

[4] Π.χ. «τυπικό»/«άτυπo» ύφος· «ξύλινη γλώσσα»· «φιλολογική» ή «λόγια» γλώσ­σα· «καθαρεύ­ουσα»/«δημοτι­κή»· «κρη­τική», «κυπριακή», «ποντιακή» και αλλες διάλεκτοι· γλώσσα «της ια­τρικής», «της βιολογίας», «της πληροφορικής» ή, ευρύ­τερα «επιστημονική» κ.ο.κ.

[5] Εξ ου η περίφη­μη καβαφική «πεζότητα».

[6] Α­φού, ως γνωστόν, ο ποιητής είχε εκ μητρός καταβολές από την Κωνσταντινούπολη, όπου και έζησε αρκετά χρόνια σε νεαρή ηλι­κία.

[7] Φαινόμενο χα­ρακτηριστικό     της ευρύτερης βορειοελλαδικής περιφέρειας.

                  

                             

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Φεβρουαρίου 2024