Εκτύπωση του άρθρου
Η αξία της ποίησης  (όλα τα κείμενα)
© Poeticanet
 
Πίνακας περιεχομένων
 
Α. Ποιητικοποιώντας την αξία, (ένα εσκεμμένα αφηγηματικό σχόλιο για την υψηλή ποίηση)    1
Ποιητικοποιώντας την αξία 2
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που μπορεί να υπάρχει: ρομαντισμοί και νεορομαντισμοί 3
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που έχει χαθεί: συμβολισμός και τέλος του αιώνα
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που δεν υπάρχει: μοντερνισμός
Ατομικός μοντερνισμός: ‘πρόκειται να ικανοποιηθώ’
Ερωτικός μοντερνισμός
Εφευρετικός μοντερνισμός: ‘Βρήκα τρόπο να ικανοποιηθώ’ (ένα σχόλιο για το ‘εξαίσιο σύνταγμα’ και την Υπερηφάνεια)
Καπιταλιστικός μοντερνισμός: «Αφού ικανοποιηθώ» 
Πρωτοπορία: Δεν πρόκειται να ικανοποιηθώ 
 
Β. Αξιοποιώντας την ποίηση
…..
Γ. Παρενθέσεις
Παρένθεση περί οικονομίας του ποιητικού προϊόντος
 
 
Α. ποιητικοποιώντας την αξία, (ένα εσκεμμένα αφηγηματικό σχόλιο για την υψηλή ποίηση)  
 
Τη μέρα που ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος θα έχουν γίνει οι μοναδικές σε χρήση μορφές έκφρασης, οι ποιητές θα απολαμβάνουν μία ελευθερία άγνωστη ως σήμερα". (Guillaume Apollinaire, L'Amphion faux Messie ou histoire et aventures du Baron d' Ormesan, εισαγ. Michel Decaudin, Paris 1977, 195-223.) 
O Γκιγιώμ Απολλιναίρ ανακουφίστηκε όταν διαπίστωσε την αναπαραστατική δυναμική του ραδιοφώνου και του σινεμά, γιατί πλέον, με την μεσολάβησή τους, η λογοτεχνία μπορούσε να εναποθέσει εκεί όλες τις διαμεσολαβητικές της φροντίδες και χωρίς αυτές να γίνει επιτέλους τέχνη. Γιατί η λογοτεχνία άργησε να γίνει τέχνη, να αποκτήσει, δηλαδή, αυτοδυναμία. και τώρα που πέρασε για τα καλά ο 20ος αιώνας, φαίνεται ότι οι ‘εισπρακτικές’ τής ζητούν πίσω πιο επιτακτικά τα καθυστερούμενα, ενός και κάτι αιώνα, χρέη της στις τράπεζες από όπου αρχικά είχε δανειστεί: την ιστορική, την φιλοσοφική, την εθνική, την πολιτική, την ψυχολογική, την κοινωνική, την πολιτιστική. 
Ο πλουσιότερος κλάδος της οικογένειας, η πεζογραφία, έχει αρχίσει να πληρώνει τα χρέη της στην πραγματικότητα. Συνεπέστερη, πιο νομιμόφρων, πιο αστή, η πεζογραφία σταδιακά αλλά σταθερά νομιμοποιεί τα αυθαίρετά της και πολιτογραφεί τις αυθαιρεσίες της, καταφεύγοντας στην αλήθεια της ζωής, των πηγών, των μνημείων, των μνημών, και της γλώσσας, μιμούμενη ή υιοθετώντας αυτή την αλήθεια. Έχει μάλιστα σχεδόν καταφέρει να διεκδικήσει στην δημόσια συνείδηση πλήρως τον έλεγχο του όρου ‘λογοτεχνία’. 
Η αριστοκρατικής καταγωγής αποσυνάγωγος της λογοτεχνίας, η ποίηση, είναι αναποφάσιστη. Απομονώνεται όλο και περισσότερο. Έχει διαπιστώσει πως έχασε την παλιά της επιρροή. Ζηλεύει την πεζογραφία που τα καταφέρνει λόγω υψηλών γνωριμιών. Αγανακτεί για τις απανωτές και κατά συρροή κλοπές που έχει υποστεί όλων όσων με θυσίες και απώλειες εφευρίσκει. Οι υποστηριχτές της, θεωρητικοί και εφαρμοστές της αυτοδυναμίας της, παλέψανε πολύ. Συνέθεσαν ολόκληρα συστήματα για να αποδώσουν την μοναδικότητά της, μηχανισμούς ιδιαιτεροτήτων, ειδική γραμματική και σύνταξη. Έφεραν στο φως χαμένα συμβόλαια που της υπέγραψαν πριν πεθάνουν τα μεγάλα μυαλά του κανόνα. 
Μα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
 
Ποιητικοποιώντας την αξία
 
Ο Χέγκελ, ο Μάρξ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Φρόυντ περιέγραψαν ο καθένας με την γλώσσα του την μορφή που λαμβάνει η αξία όπως φανερώνεται αντιστοίχως στο υπόλειμμα της ιδέας, της εργασίας, της βούλησης, της δύναμης, ή του συμπτώματος. Η αξία φαίνεται να αποτελεί, μέσα σε συμφραζόμενα αναζήτησης των απτών ενδείξεων παρουσίας του πιο πολύτιμου στοιχείου ενός συστήματος αλλαγής της αντίληψης περί πραγματικότητας, το ποσοτικό ή ποιοτικό αντίκρισμα μίας μορφής, την σημασιολογική ποιότητά της (όταν έχουμε να κάνουμε με γλώσσα), την μεταφορά του νομισματικού της αντιτίμου.
Σταδιακά λοιπόν η αξία της ποίησης καθορίστηκε από τα παραπάνω μοντέλα αλλαγής των κυρίαρχων και προσδοκώμενων μορφών. Είτε είναι η συγκέντρωση των εξωτερικών στοιχείων σε μία εσωτερική ενότητα, είτε μία βίαιη πράξη που οδηγεί σε κατάρρευση του περιεχομένου, είτε μία μεγάλη μετάθεση στις κρυφές και απωθημένες αφηγήσεις, η αξία αποδίδει ποιητικότητα, αλλάζοντας την ροή της ιστορίας. Η μεταφορά του βάρους της αλήθειας στο υλικό που δεν είναι ακριβώς η γλώσσα αλλά αυτό το υπόλειμμα συμβολικού ζητούμενου της σημασίας ανέθεσε στην ποίηση την κάλυψη του κενού της πραγματικότητας. 
Έτσι σταδιακά διαμορφώθηκαν πρακτικοί τρόποι με τους οποίους η αξία άρχισε να εξαρτάται όχι από την περιγραφή και το επιχείρημα, αλλά από ποιότητες συμμετοχής και πραγμάτωσης, μία βιωματικότητα, μία τροποποίηση των αρχών του ηθικοθετικισμού σε αυτο-έκφραση. Με τέτοιους όρους μπορούμε να παρακολουθήσουμε το συμβάν να γίνεται γλώσσα εισάγοντας κάτι πνευματικό -που δεν είναι οι ηθικοί νόμοι- στην αμεσότητα των αισθήσεων.
Είτε λοιπόν, η μορφοποίηση ως κρυστάλλωση των δυνάμεων επιβλήθηκε από κάτι υψηλό, είτε από κάτι ταπεινό, πάντως, η αξία των πραγμάτων (και φυσικά της τέχνης) έγκειτο σε αυτήν ακριβώς την μορφοποίηση. Στην κορυφαία χρονικότητα της ποιητικής δημιουργίας ανέκυπτε μία μορφή που συμπύκνωνε τις μη εγγενείς αλλά συστατικές διεργασίες της δημιουργίας της. Το υπολείπον αυτό στοιχείο του αντικειμενικά ιδεατού, η κρυστάλλωση ως πήγμα της αναλωμένης ενέργειας και η οπτικοποιημένη ενοποίηση που απέδιδε την Στιγμή της συμπύκνωσης αποτέλεσε το αξιακό αντίκρισμα του μοντερνισμού. 
Η ποίηση ως αυτόνομο είδος είχε ανάγκη από αυτή την αποκρυστάλλωση. Η εξόρυξη της πολύτιμης πρώτης ύλης του σημασιακού, βιωματικού και υλικού ορύγματος της πνευματικότητας αποζημίωνε αντισταθμίζοντας τις απώλειες της γλώσσας, καθώς και το τέλος των πολλαπλών ηγεμονιών και ιερών συμμαχιών επάνω της. την αφομοίωσή τους ώστε να αναμορφώσει τον εαυτό της. Την χαμένη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό. Ο κραταιός μυστικισμός ζητούσε μεταφορά σε νέα θυρίδα. Η ποίηση ήταν η παραδοσιακή τέχνη από τζάκι που θα μπορούσε να αναλάβει την υπουργική θέση των έκπτωτων αξιών όταν αποφάσισαν πλέον να κυκλοφορούν μόνον με την robe de chambre. 
 
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που μπορεί να υπάρχει: ρομαντισμοί και νεορομαντισμοί
 
Η λίμνη, το άλμπατρος, η κονιορτοποιημένη σωρός της Λούσυ Γκραίη, ο Οζυμανδίας με τα χωμάτινα πόδια, η Φεγγαροντυμένη και η υπόλοιπη δεξαμενή (ή στέρνα) των ευκρινών αλλά απροσδιόριστου νοήματος ποιητικών εικόνων συμπυκνώνουν συμβολικά το αντίκρισμα της απώλειας: η αθρόα κοπή νέων νομισμάτων που ανέλαβε ο ρομαντισμός διαμορφώνοντας το ανοικτό νόημα του συμβόλου και αλληγοροποιώντας την διαδικασία αυτής της συμβολοποίησης κατασκεύασε την βάση ολόκληρης της νεωτερικότητας. Οι ρομαντικοί εξήλθαν στον κόσμο μετά από την καραντίνα των ιερών κειμένων και βάλθηκαν να απλωθούν με μανία σε κάθε ετερότητα μεταθέτοντας σε αναλογίες και μεταβιβάζοντας σε αφηγήσεις τα τραύματά τους. Οι νέες αξίες σημασιοδότησης ανόρθωσαν την οικονομία της ποίησης: ο θάνατος, απογυμνωμένος από τον μεσαιωνικό του μανδύα, χωρίς πάντως να δείχνει όλα του τα οστά, συχνά μάλιστα παραπλανητικά μεταμφιεσμένος, μισοκρύφτηκε στα σκοτάδια, τους καπνούς, τα νέφη και τα κύμματα, ενώ η ζωή στο βάθος του ορίζοντα έλαμπε ολοκόκκινη από την φλόγα της μάχης και του συναρπαστικού λυκόφωτος. Και να που υπάρχουν σημασίες, που ακόμη κι αν είχαμε φανταστεί, δεν τολμούσαμε πάντως να διατυπώσουμε πριν, εγκλεισμένοι, στις ιδανικότερες περιπτώσεις, μέσα σε μοναστηριακές ή αυλικές βιβλιοθήκες. Ο ρομαντισμός ήταν η τελευταία εποχή του υπαρκτού νοήματος, όσο κι αν αυτό έμενε κρυμμένο σε απάτητους δρόμους και έπρεπε να βγούμε έξω για να το βρούμε οργανώνοντας περίλαμπρες περιηγήσεις.   
 
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που έχει χαθεί: συμβολισμός και τέλος του αιώνα
 
Ο θάνατος αυτού του νοήματος, που κάποτε υπήρχε, καθόρισε τον συμβολισμό. Έπρεπε να βρεθεί εκείνη η σημασία, αλλά η αδύναμη μνήμη της ενηλικίωσης πολύ συχνά προδίδει τις προσδοκίες της εφηβείας. Ολόκληρος ο 19ος αιώνας των απογοητεύσεων ακύρωσε τα βαθιά νοήματα της ποίησης. Ο Συμβολισμός απέδωσε το πένθος των μεγάλων σημασιών και την τραυματοφιλική χαρά της τελειωτικής ταφής τους. Ο γόνος της μεγάλης οικογένειας της ποιητικής σημασίας επιστρέφει μετά την κηδεία της στο σπίτι και κλείνεται. Κατεβαίνει τα σκαλιά προς την κρύπτη του. Η αρχιτεκτονική του σπιτιού του μας είναι αμυδρά οικεία. Αποτελείται από επιβλητικές επίχρυσες έννοιες παρά από αντικείμενα. Σε μία διαρκή αντήχηση αυτών των εννοιών η ποίηση πρέπει με ένα ‘Λοιπόν’ να συνεχίσει ή με ένα αυτοσαρκαστικό ‘Παίξε’ να τελειωθεί. Προς το παρόν καραδοκεί ναρκωμένη, κοιτώντας την αντανάκλαση της τελευταίας αχτίδας του λυκόφωτος στον βαρύ ιδανικό της καθρέφτη και τα οράματα του πνιγμού της σημασίας σε αυτή. Ας γράψουμε, έστω με σπάνιες πένες για αυτόν τον τέλειο πνιγμό. 
 
Προσπαθώ να σας μιλήσω για κάτι που δεν υπάρχει: μοντερνισμός
 
Η βαριά βιομηχανία της κατασκευής γλωσσικών προϊόντων που καλύπτουν το κενό της σημασίας καταλαμβάνει τις εκτάσεις έξω από την μοντερνιστική πόλη. Μπορούμε να τα εντάξουμε όλα στις μηχανές της χαμένης σημασίας. Μπορούμε γράψουμε και για αυτό που δεν υπάρχει, εφόσον διασφαλίσουμε ικανοποίηση και βία. 
(συνέχεια) 
 
Η αλληγορία της μοντερνιστικής ψυχολογίας συνεχίζεται.
Πέρασε η εποχή που τα χωράφια της ποίησης καλλιεργούταν με χειρωνακτικά έργα και ρυθμούς και εκείνη τα κοίταζε ευφορικά από το αποικιακό της μπαλκόνι. Η καλλιέργεια τότε ακολουθούσε τους κύκλους των εποχών όταν όλοι ήταν ηθογραφικά ευτυχείς, έστω και σε συνθήκες εργαστηρίου: η χαρά της σποράς, η απόλαυση του έρωτα, ο ενθουσιασμός της βροχής, η οργή του θεού, η αρρώστια, η φθορά, η απώλεια, ο χαμένος κόπος, η αλλαγή συνθηκών, το κακό του χειμώνα. Η ευχαρίστηση αποδιδόταν γερά καθισμένη στην κάθε επιβεβλημένη σημασία. Το ίδιο και ο πόνος. 
Όταν πλέον οι κύκλοι του βιώματος στην ποίηση έπαψαν να συνδέονται με την χαρά και τον πόνο, ο κύκλος άλλαξε σχήμα. Την αλλοίωσή του προκάλεσε η επιστροφή των καταπιεσμένων από τον ρομαντισμό, και κατόπιν η κάλυψη των κενών της σημασίας που ξεκίνησε, βιοτεχνικά ακόμη ο συμβολισμός. Και βέβαια ο μοντερνισμός δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει στην θέση των χαμένων αυθεντικών εδαφών άλλα εδάφη, και στην θέση των συναισθημάτων άλλα συναισθήματα. 
Έτσι η χαρά και ο πόνος έδωσαν έδαφος στην ικανοποίηση και την βία. Η διαφορά μεταξύ χαράς και ικανοποίησης είναι ποιοτική. Η χαρά είναι απόλαυση της υπάρχουσας συνθήκης, του είναι στην στιγμή του παρόντος. Η ικανοποίηση έρχεται με την αναγνώριση της αξίας ενός πράγματος που μας ανήκει, έχει υπόσταση συνδεόμενη με την κατοχή. ορίζεται ως εκπλήρωση επιθυμιών σε συνειδητό, ασυνείδητο και υποσυνείδητο επίπεδο και φέρνει έναν οργανισμό σε ισορροπία. Ο δε πόνος δεν διαθέτει την ενεργητική επιβολή της βίας.
Με τέτοιες ιδιότητες, η ικανοποίηση αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο για τον μοντερνισμό, εφόσον συνδέεται με την κατασκευή της αξίας όχι απλώς αφηρημένων, αλλά στην ουσία ανύπαρκτων εννοιών που λαμβάνουν σάρκα και οστά. Η μεγάλη στιγμή αυτής της ικανοποίησης είναι η κατασκευή ενός νέου Οζυμανδία στο γεωπλεγμένο πλέον χώμα όπου ο παλιός βούλιαξε: αυτή την φορά θα βρεθεί μέσα στο νέο όρυγμα ένας -ακόμη και ασύμμετρος- κρύσταλλος ως μορφή που προκύπτει από την στιγμιαία βιωματικότητα του συμβάντος. 
Οι εκδοχές της ικανοποίησης στον μοντερνισμό είναι αρκετές και συνδέονται με τις περιπέτειες και τις αντιδράσεις που αφορούν την διεκδίκηση της αξίας. 
 
Ατομικός μοντερνισμός: ‘πρόκειται να ικανοποιηθώ’.
 
 
Καταρχάς, υπάρχουν οι ποιητές που έχουν επίγνωση της αλλαγής βαρύτητας των συμβολιστικών μετοχών, καθώς κατανοούν το κεφάλαιο των συμβολισμών μα και προβλέπουν ότι σύντομα θα εκπέσει. Το έργο που παράγεται με αυτή την συναίσθηση αναγνωρίζει την ανεπάρκεια, την αποδυνάμωση και την παρακμή της ποιητικής σημασιοδότησης. Υπάρχει η ανάγκη συμπλήρωσης, την οποία αναζητώ κάπου αλλού, σε άλλη τράπεζα σημασιών, ή σε ιστορικό παρελθόν, όπου καταφεύγω για να ολοκληρώσω την κατασκευή της νέας σημασίας.
Ο τόπος αυτός είναι, λόγου χάρη, το κατά Yeats «Βυζάντιο», όπου στην ‘πίστα’ του Αυτοκράτορα παίζει στην στιγμιαία του κρυστάλλωση ένα «σώμα χωρίς όργανα». Ο άνθρωπος, ως φορέας της αισθητικής συνείδησης, αφήνοντας πίσω του το άγνωστο ζώο με το οποίο ήταν δεμένος, δεν περιορίζεται στη θέα του τεχνουργημένου κάλλους, αλλά επιδιώκει να συγχωνευθεί με αυτό και να άρει έτσι τον διχασμό ανάμεσα στο υποκείμενο που θεάται και το αισθητικό αντικείμενο. Μεταμορφωμένη, όμως, σε αντικείμενο, σε μία απομιμητική αηδονιού του αυτοκράτορα (ή του Keats) μηχανή λυρισμού, η αισθητική συγκίνηση ακυρώνεται. Το μεγαλειώδες όραμα αυτού του αισθητικού υπερβατισμού ή τεχνουργίας, συρμένο στις ακρότατες συνέπειές του, διαστρεβλώνεται σε γκροτέσκα παραμόρφωση. 
Ας δούμε πώς συμβαίνει αυτό στον «Πλου προς το Βυζάντιο»: 
 
Κάψτε την άρρωστη απ’ τους πόθους της καρδιά μου,
και στο θνητό και τ’ άγνωστό της ζώο δεμένη,
και συγκεντρώστε με όλον
μες το τεχνούργημα της αιωνιότητας.
 
Κι έξω απ’ τη φύση,  δεν θα ξαναπάρω
από τη φύση την ενσώματη μορφή μου
 αλλά μορφή καθώς αυτές που φτιάχνουν
οι Έλληνες χρυσοχόοι με μάλαμα και σμάλτο
… 
 
Το άτομο, συνεπώς, που δημιουργείται ανακαλύπτει ένα βασίλειο «εκτός φύσης», στο οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει την επιθυμητική μηχανή της ποιητικότητας που έως τώρα ήταν βασανιστική. Και ενώ ο έρωτας και η τροφή ήταν επιθυμίες δεμένες με το ζώο του οργανικού σώματος, η καταστροφή του κεντρικού οργάνου, της καρδιάς ως κέντρου της επιθυμίας, δηλώνει μία νέα ομορφιά που αγιοποιεί την ασωματότητα.  
Η επιθυμία εκφράστηκε και μπορεί να πραγματοποιηθεί: μπορεί η ατομικότητα να ενισχυθεί προσθετικά, ενεργοποιημένη τεχνολογικά ως μηχανή τραγουδιού, ως μορφή ποιητικού ήχου.
Αυτή η στροφή προς την ασωματότητα θέτει σε λειτουργία ένα σχέδιο δράσης για επέκταση του μετά την ζωή. Η μετατροπή του σώματος σε ποιητική/ τραγουδιστική μηχανή οδήγησε στον από-ανθρωπομορφισμό του ατόμου, που μετατρέπεται σε ένα άθυρμα, a paltry thing. Η καρικατούρα της ποιητικότητας που ζει όχι εξελισσόμενη, αλλά από τα περιττώματα της πλέει προς το μη-ύφος: μία συσσώρευση επιλογών για μελλοντική πραγμάτωση, έναν τρόπο εκφοράς που πρόκειται να δημιουργηθεί.
Και όπως για να ξεπεράσει την έλλειψη της αιωνιότητας, την ανεπάρκεια της θνητότητας, την παρακμή του γερασμένου πολιτισμού που βιώνει σωματικά, ο ‘γέροντας’ μοντέρνος ποιητής ανεβαίνει σαν τον ευρετή του δαχτυλιδιού Μπίλμπο Μπάγκινς στο λευκό καράβι που ξεκινά για το δικό του Βυζάντιο, έτσι έρχεται πάντα η στιγμή της διασκέδασης, αυτό το ατομικό απαρέμφατο, ισχυρότερο και ακριβότερο από τις έως τώρα μετοχές των κρυφών σημασιών. 
 
Αυτή η τεχνητή συμπύκνωση σε έναν φορέα λυρικού λόγου δημιουργεί την νέα ατομικότητα του μοντερνισμού. Το εγώ αλλάζει, τεχνητά. Ένα μόνιμο ‘σαν’ σε διαρκή ταυτοτική μετάλλαξη: σαν βασιλιάς, σαν ηθοποιός, σαν ποιητής, σαν έτοιμος, σαν θαρραλέος, σε ένα γίγνεσθαι που αναζητά την ικανοποίηση από την κατοχή των νέων αξιών. Δεν θα είμαστε ποτέ κάτι σταθερό και δεν θα καταφέρουμε ποτέ να γίνουμε όλα όσα (ή όλοι όσοι) θέλουμε. Το δε εν προόδω έργο μας περιμένει πάντα ένα νέο ύφος ώστε να επικαιροποιήσει την φωνή του. 
Ερωτικός μοντερνισμός: πριν ικανοποιηθώ
 
Προσεύχομαι, ζητώ προτρεπτικά, εκκαλώ τον αναγνώστη πριν ικανοποιηθώ. Η προσέγγιση του άλλου που αφορά την ικανοποίησή μου, η δευτεροπρόσωπη προσέλκυση της αγάπης, δημιουργεί τον ερωτικό μοντερνισμό. Το αίτημα του άλλου στον ερωτικό μοντερνισμό συνίσταται  στην κατασκευή ενός ερωτικού εταίρου που έχει ήδη για τα καλά μεταλλαχτεί σε ψυχή ή σε σχεδόν νεκρή παρουσία τόσο από τον ρομαντισμό όσο και από τον συμβολισμό. Η απολεσμένη στην σημασία περσόνα, που αποτελεί το αντικείμενο της αγάπης στον ερωτικό μοντερνισμό, αναπτύσσεται τμηματικά, απλώνοντας σε δύο διαστάσεις όλες τις αναδιπλώσεις της: τα πρεσαρισμένα κορίτσια της Αβινιόν είναι η άλλη πλευρά της αποθηλυκοποιημένης Τειρεσία του Απολλιναίρ και των συναισθησιακών του ερωτογραφημάτων της  Λουίζ ντε Κολινί-Σατιγιόν, και συγκλίνουν με τις σωματικές λίστες των γυναικών του Μπρετόν και την παρανοϊκοποιημένη Γκαλά του Νταλί.
Το ερωτικό πρόσωπο, υπακούοντας στην ποιητικοποίησή του, εξακολουθεί να είναι ένα πράγμα οπτικά απροσπέλαστο. Η επινόηση όμως δεν είναι πια αρκετή. Αυτό το σκοτεινό και ασαφές πλάσμα πρέπει να δειχτεί, μία ανύπαρκτη εικόνα πρέπει να κατασκευαστεί. Μία τέτοια εικόνα που συντηρεί την μνήμη της ρομαντικής αποσπασματικότητας και τερατογραφίας, φτάνει μέχρι τον τεμαχισμό και οπτική αποσύνθεση του έμβιου σώματος.
Ο υπερρεαλισμός, ως το κατεξοχήν ρεύμα που γονιμοποίησε τον ερωτικό λόγο του μοντερνισμού, κλήθηκε για πρώτη ίσως φορά να δημιουργήσει ανύπαρκτες αλλά εξωστρεφείς εικόνες. Άλλωστε η οπτικοποίηση του αδύνατου καθίσταται ήδη εφικτή από τα νέα οπτικά μέσα. Στην ποίηση η γλώσσα έπρεπε να κατασκευάσει τις λακανικά αληθείς εικόνες μας μέσω μίας διαδικασίας επιτελεστικότητας, πράξης, ή πρακτικής και όχι μέσω της συνένωσης, σύνθεσης ή συγκέντρωσης κειμένων ή έργων: πρόκειται για την δεσποτική και απόλυτη επιβολή των εικόνων, όπως πραγματοποιούνται μέσω των λέξεων. Η ακραία τους εκδοχή, τα «ποιήματα αντικείμενα»:
Τα ποίηματα-αντικείμενα του Μπρετόν είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με τα άλλα ποιήματά του. Τα ποιήματά του είναι φτιαγμένα από ομίχλη και ψηλούς οβελίσκους δερματοστιγμένους από κεραυνό. Αλλά τα ποιήματά του είναι επίσης φτιαγμένα από καθημερινά αντικείμενα: μια πρόσκληση σε ιδιωτική προβολή, μια κορδέλα που συγκρατεί τις μπούκλες γυναίκας. Είναι τόσο κουβέντα του δρόμου όσο και ονειρική γλώσσα. […] Μερικές φορές, η αντίθεση μεταξύ της εικόνας και του γραπτού κειμένου οδηγεί σε αδιαφάνεια. άλλες φορές σε πυροτεχνήματα — ή σε σύντομες φλόγες. Στα ποιήματα-αντικείμενα η ποίηση δεν είναι απλώς μια γέφυρα, αλλά ένας εκρηκτικός μηχανισμός. Τα αντικείμενα, ξεκομμένα από το πλαίσιό τους, χάνουν τη χρήση και το νόημά τους. Δεν είναι πλέον πραγματικά αντικείμενα. Ούτε όμως είναι και σημεία. Τι είναι λοιπόν; μουγκά πράγματα που μιλούν. Το να τα βλέπεις σημαίνει να τα ακούς. Τι λένε? Ψιθυρίζουν γρίφους και αινίγματα. Ξαφνικά ανοίγουν αυτά τα αινίγματα και σαν χρυσαλλίδα που ελευθερώνει πεταλούδα, εκλύουν ξαφνικές αποκαλύψεις».[1]
Η απόδοση ασυνήθιστων ιδιοτήτων σε κοινά αντικείμενα, που προκύπτει από το παιγνιώδες, το ονειρικό και το παρανοϊκό, αφορά όχι τόσο την υπέρβαση της πρακτικής πλευράς των αντικειμένων όσο την επέκταση της λειτουργικότητάς τους. Όσοι διευκολύνονται στην βίωση ψευδαισθησιακών εμπειριών έχουνε την δυνατότητα να ανακαλύπτουν σημειωτικά σε κάθε αξιολογημένο -και αξιοποιημένο συμβολικά- αντικείμενο και μια άλλη αναλογία, μια ασυνήθιστη ιδιότητα, μια παράδοξη αντιστοιχία. Όσο κι αν μία τέτοια ανακάλυψη αντιμετωπίζεται ενθουσιωδώς, με σχεδόν αθλητική φιλοτιμία, πάντως εξίσου προδίδει την κυριαρχία του βεμπεριανού Sachlichkeit, που καθιστά τον κατακερματισμό ως μηχανισμό συγκέντρωσης της αξιακής κατασκευαστικότητας. Ένας κινητικός μηχανισμός ανασύνθεσης ενσωματώνεται στο ερωτικό αντικείμενο που δημιουργεί καινούργιες ‘βιομηχανικές’ συνδέσεις, και ανακαλύπτει νέες λειτουργικότητες, π.χ. το φλυτζάνι, που έναν χρόνο μετά το εμπειρίκειο σωματικό του ανάλογο, έγινε από την Όπενχαϊμ το απόλυτο γούνινο υπερρεαλιστικό αντικείμενο που επαληθεύει το αδύνατο:
 
Μια φίλη συνήντησε μιαν άλλη φίλη. Τα δεσμά που
συγκρατούσαν τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύ-
θηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κ' οι δυό φίλες
        έγιναν μια πόρπη.[2]
 
Ο μοντερνιστικός έρωτας είναι η θεοποίηση των ‘τοτεμοποιημένων’ ερωτικών πλασμάτων μέσω μίας διαδικασίας τμηματικής αντικειμενοποίησης. Μέλος με μέλος, ομφαλός με ομφαλός, μικρή με μικρή θεότητα, τα πλάσματα αυτά μεταλλάσσονται σε γρανάζια μίας μηχανής όχι πλέον του εγώ, αλλά κυρίως του άλλου, με μία σχεδόν κανδαυλιστική προπέτεια. Παράγοντας επιθυμία συντηρούνται αφαιρετικά οι μορφές που ενσωματώνουν την υπόσχεση της ικανοποίησης. Το ωραίο είναι αυτό που επεκτείνει επ’ άπειρον την αξία του μέσω της πολλαπλής λειτουργικότητάς του σε ένα σύστημα σεχταριστικής συναίνεσης: η ομάδα συγκεντρώνεται συστηματικά, παίζει παιχνίδια, συνεδριάζει, δικάζει, υπνωτίζεται, κινδυνεύει και διαλύεται. Και όλα αυτά πάνω στο από-αισθητοποιημένο αντικείμενο του πόθου
Σε τέτοιες συνθήκες το μηχάνημα του τμηματισμού αρχίζει να κατασκευάζεται από τον ερωτικό μοντερνισμό. Μία νέα αξία πρέπει να δημιουργηθεί. Ο αυτοματισμός ως τεχνική παραγωγής αυτής της αξίας ανοίγει μία πύλη γνώσης που δημιουργεί μία παράκαμψη. Ένα παιχνίδι μπορεί να παραχθεί με άλλες αρχές και καινούργιες πρώτες ύλες (προερχόμενες συχνά από τις αποικίες), χρησιμοποιώντας, ας πούμε, δύο ξύλινα κουτιά, μια μάσκα, ένα μεταλλικό εργαλείο αφαίρεσης κλιπ και μία υφασμάτινη σφαίρα. Ακόμη και ένα φιλί που ως θεία πνοή κατασκευάζει ένα ερωτικό σώμα. Αντιστοίχως δημιουργούνται αδιανόητες αναλογίες Ωμών ή Περιθωριακών παραλλήλων.
Ακριβώς εκεί, σε αυτή τη βάση της απόδοσης νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων σε τετριμμένα αντικείμενα, λαμβάνει χώρα και η χρήση της γλώσσας του ερωτικού μοντερνισμού, ως εργαλείου οπτικοποίησης του αφανούς. Οι λέξεις μπορεί να αποκτήσουνε νέα νοήματα όσο το δυνατό μακρινότερα από το μηδέν του παραδειγματικού τους άξονα.
Ας ξαναδούμε το αντικείμενο του πόθου μας. Στο αινιγματικό, το τμηματικό, το προκλητικό ή το παράδοξο εντοπίζεται το κακοποιημένο νέο ερωτικό, κακοπαθημένο από ύστερες αναγνώσεις που προϋποθέτουν την τυχαιότητα και την ασάφεια ώστε να γενικεύουν διδακτικά πάντα τα ίδια υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Κι όμως, η νέα κατάσταση δεν αντιπροσωπεύεται, ούτε μεταφέρεται ή αναλογείται, αλλά δημιουργείται. Σε αυτήν ακριβώς την δημιουργία προσβλέπει και η προετοιμασία της ικανοποίησης.  Αν η ικανοποίηση είναι η πραγμάτωση μίας ροπής,  διαλύω τα μέρη της μηχανής για να αφομοιωθώ από το νέο παιχνίδι, να εμπλακώ σε αυτό. Χωρίς την -- ουσιαστικά αντιλειτουργική κατά Χουιζίνγκα-- μηχανιστική διάλυση δεν μπορώ να παίξω, παρά μόνο να ειρωνευτώ, με όλη την κλασικιστική μου διαύγεια. Με την διάλυση μεταβιβάζω, δρω μετωνυμικά, αναβάλλω, δίνω τις λεπτομέρειες των πράγματων, απλώνω τα πιόνια και τις κάρτες μου, παρατηρώ από μακριά όλες τις διαστάσεις και τις πλευρές του ερώμενου πλάσματος, μίας αναβαλλόμενης Καρλότας Βάλντες που δεν θα εμφανιστεί ποτέ ενοποιημένη σε όλες τις ποθητές της διαστάσεις, όπως δεν έχει ποτέ κατασκευαστεί το χρυσάφι της αλχημιστικής μεταστοιχείωσης:
 
Η απραξία σου γεμίζει δάκρυα τα μάτια μου
Ένα σύννεφο ερμηνειών περιβάλλει κάθε μία σου κίνηση
Είναι ένα κυνήγι για το μελίτωμα
Υπάρχουν κουνιστές πολυθρόνες πάνω σε μία γέφυρα
 υπάρχουν κλαδιά που αποτολμούν να σε γρατζουνίσουν
 μέσα στο δάσος
Υπάρχουν σε μια βιτρίνα στην οδό της Παναγίας της Λορέτ
Δυο ωραία σταυρωτά πόδια πιασμένα μέσα σε μακριές κάλτσες
Που φαρδαίνουν στο κέντρο ενός μεγάλου λευκού τριφυλλιού
Υπάρχει μια μεταξωτή ανεμόσκαλα ξετυλιγμένη πάνω στον κισσό
Υπάρχει
Για να στηριχθώ επάνω στον γκρεμό
Της δίχως ελπίδα συγχώνευσης της παρουσίας και της απουσίας σου
Έχω βρει το μυστικό
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά[3]
 
Το απόλυτο συμπυκνωμένο σώμα που θα ικανοποιήσει την επιθυμία μου βρίσκεται ακόμη αμοντάριστο όσο οι παραλείψεις, οι μικρές μου αναπηρίες και τα κενά ορρωδούν μπροστά στο λανθάνον του περιεχόμενο. η πραγμάτωσή του θα εκδηλωθεί με το σπινθήρισμα (ή ατλάζι) της γλώσσας, του μοναδικού  οργάνου που διαφυλάσσει την δυνατότητα της ελευθερίας μας. Υπάρχει λοιπόν πάντα αυτό το εγγονοπούλειο αλεξιβρόχιο. Η γλώσσα είναι το «παράθυρο», αυτή η νεκρή κοπέλα που αγαπούσαμε παράφορα, αυτή η πονετική λέξη που διατηρεί την εξωστρέφειά της καθώς, θέτοντάς μας σε ετοιμότητα για την απόλυτη ικανοποίηση, περνά μέσα από την επίγνωση του τέλους: το fenêtre, είναι συγχρόνως και être fin.
________________________________________
[1] Octavio Paz (εισαγωγή Octavio Paz), Jean-Michel Goutier (επιλογή κειμένων και επιμέλεια), André Breton, Je vois, j'imagine, poèmes, objets, Paris, Gallimard, 1991, σ. XI (δική μου μτφ.).
[2] Βλ. Ανδρέας Εµπειρίκος, «Αντί Φλυτζανίου», Υψικάµινος, Άγρα, Αθήνα 1980, σ.29.
[3] [Πάντα Για Πρώτη Φορά] του Αντρέ Μπρετόν, στο Αντρέ Μπρετόν, Γαιόφως και άλλα ποιήματα (1916-1936). Εισαγωγή – μετάφραση - σημειώσεις Σωτήρης Λιόντος, εκδ. Ύψιλον 2004, σ.213. Αποδίδοντας το αδύνατο της σύγκλισης ιδεαλισμού και πραγματικότητας απέχουμε από την επανάληψη με έναν κιρκεγωριανό τρόπο: πάντα για πρώτη φορά θα δημιουργηθεί, με μία γλωσσικά επιτελεστική αναπαραγωγή, η αναδιάταξη του αντικειμένου, του οποίου η παιγνιωδώς χρηστική αναγκαιότητα τού αποδίδει αξία.
 
Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιανουαρίου 2022
 
Εφευρετικός μοντερνισμός: ‘Βρήκα τρόπο να ικανοποιηθώ’ 
(ένα σχόλιο για το ‘εξαίσιο σύνταγμα’ και την Υπερηφάνεια)
 
Αφού αποδεχτεί τον τεχνικό χαρακτήρα της εργασίας του, ο ποιητής ανακαλύπτει την αξία των λέξεων, όπως περνούν από την μηχανική του παραγωγή. αυτή η αξία έγκειται στην καταγραφή και διασφάλιση της ικανοποίησης. Η μέγιστη εφευρετικότητα της ποίησης εντοπίζεται ακριβώς στην αγωνιώδη δέσμευση για την διασφάλιση αυτή. 
Ας περιγράψουμε ένα περιστατικό.
Ένας παρατηρητής, που αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις, είναι δυσαρεστημένος από την φορά των πραγμάτων στην ζωή του, νιώθει καταπιεσμένος, αποκλεισμένος, αποτυχημένος ή/ και ηττημένος από τις συνθήκες, βιώνει μία εμπειρία υπερκουλτουραιμίας , μιας ψυχοσωματικής, περιορισμένης σε διάρκεια, κατάστασης που περιλαμβάνει γρήγορο καρδιακό παλμό, λιποθυμία, σύγχυση, ακόμη και παραισθήσεις, και φέρεται να εμφανίζεται όταν τα ευαίσθητα άτομα εκτίθενται σε αντικείμενα, έργα τέχνης ή φαινόμενα εξαιρετικής ομορφιάς. 
Πρόκειται για ένα συμβάν βιολογικό, όσο κι αν η περιγραφή που προηγήθηκε μπορεί να ενοχλεί με την ακουσίως σατιρική της περιττολογία τούς φιλολογικά σκεπτόμενους αναγνώστες. Τέτοια ρίγη είναι ένα ξεκάθαρο, διακριτό γεγονός και, συνδυασμένα με δάκρυα, προκαλούνται από την τέχνη, η ενατένιση της οποίας επιδρά επί της δραστηριότητας του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Κατά τον Mori, K., Iwanaga, η εμπειρία του ρίγους, που προκαλείται κυρίως από την μουσική, φαίνεται να παράγει φυσιολογική διέγερση με ανταποδοτική απελευθέρωση ντοπαμίνης και ενεργοποίηση περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανταμοιβή. 
Ένα παρόμοιο φαινόμενο περιγράφεται από τον Καβάφη και συνήθως ερμηνεύεται με τρόπους αλληγορικούς, ηθικοδιδακτικούς ή queer. Πρόκειται για την προέλαση του «Συντάγματος της Ηδονής» , τον αόρατο θίασο με μουσικές εξαίσιες, με φωνές το μυστικό θίασο με ήχους, και εξαίσια όργανα. Η προέλαση του Συντάγματος αυτού των επιθυμιών ή θεοτήτων «με μουσικήν και σημαίας» ‘εκστρατεύει καλά’ για την κατάκτηση απολαύσεων και παθών προκαλώντας ρίγος και τρέμουλο στις αισθήσεις. Η ανταπόκριση σε αυτή την κρίσιμη διέλευση είναι να καταταχθείς πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, να ενδίδεις, ακόμη και ‘πέφτοντας στον δρόμο’, στην υπηρεσία της ηδονής που είναι διαρκής χαρά. 
Το σχεδόν μεταφυσικό αυτό φαινόμενο της προσέλευσης του θιάσου, τό σημεῖον ἀπολείπειν ὁ Θεός, με την απαρεμφατική του δυναμική, φέρει το βάρος δύο κρίσιμων λέξεων: σύνταγμα και εξαίσιο. Εκτός από τον πολυπληθέστερο από το τάγμα στρατό ξηράς (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική régiment), ‘συντάγματα’ είναι επίσης τα ιστορικά μνημεία που έχουν συγκεντρωθεί και καταγραφεί συνολικά και η γλυπτική παράσταση προσώπων που αποτελούν σύνολο. Σε ένα λογοτεχνικό κείμενο το «σύνταγμα» (syntagme) είναι το αποτέλεσμα της σύνταξης, η συντακτική φράση με τους κανόνες της, τα ‘γλωσσικά στοιχεία που συνδέονται με ιεραρχική σχέση, αποτελώντας ενότητα στο εσωτερικό μιας γλωσσικής μονάδας’ . 
Στρατιωτικό, γλυπτικό, μνημειακό, και γλωσσικό σύνθεμα, το καβαφικό ‘σύνταγμα’ συγκεντρώνει θεϊκές, πολιτικές και καλλιτεχνικές ιδιότητες. Ως προς το την σημασιολογική δυναμική τού ‘εξαίσιου’, κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη ‘εξαίσιο’ είναι το πολύ έντονο ή ασυνήθιστο, έτσι ώστε να ξεχωρίζει, το καλό ή ωραίο στον υπέρτατο βαθμό. Κατά το Λεξικό Κριαρά το θαυμάσιο, λαμπρό, εκπληκτικό, και ασυνήθιστο.  Ας μην μας διαφεύγει και η αριστοτελική σημασία του ‘ανεπικοινώνητου’ Θεού ή θηρίου που το επίθετο αποκτά. (Αριστοτέλη, Πολιτικά 1253a25). Με την ‘εξαίσια’ υπόστασή του το ‘σύνταγμα’ προκαλεί έντονα συναισθήματα που έχουν όχι μόνον ψυχολογικό, αλλά και σωματικό αντίκτυπο. 
Η εμπειρία του ‘εξαίσιου συντάγματος’ είναι η ποιητική εμπειρία στην πιο συμπυκνωμένη στιγμή της. Ως régiment, το ‘σύνταγμα’, κατά τον Lyotard, είναι μία σειρά κανόνων, επιχειρηματολογίας, γνώσης, περιγραφής, διήγησης, ερώτησης, επίδειξης, εντολής κλπ. που διατηρεί την δική της νομιμότητα και επιτρέπει την αντίσταση στην «τυφλή» αναγκαιότητα την οποία καθορίζει ο ορθολογισμός και η ηθική της κοινότητας.  Όταν φράσεις από διαφορετικά ‘συντάγματα’ συναντιούνται, τότε  διαμορφώνεται ένα ανολοκλήρωτο κενό, μία έλλειψη που δημιουργεί το ‘διαφορετικό’, την εμπειρία της αμήχανης έκστασης, ενδιάμεση στην λύπη και την χαρά, το ρίγος στην εκκρεμότητα διαμόρφωσης μίας νέας φράσης που θα αποκτήσει πρωτόγνωρη σημασία. Η φύση και η γνώση γίνονται αινιγματικές και προβλέπουν στην ηδονή της επίλυσής τους. 
 
Η φράση ‘εξαίσιο σύνταγμα’ δημιουργεί στον Καβάφη μία απαρεμφατική δυναμική του διαφορετικού, συνδέοντας αντιφατικούς συχνά κανόνες λατρευτικού (ο θεός), ερωτικού (ηδονή), πολιτικού (σύστημα κανόνων), καλλιτεχνικού (γλυπτική σύνθεση), στρατιωτικού (προέλαση στρατιωτών), γλωσσικού (συνταγματικό σύνθεμα), θεατρικού (πλάνηση θιάσου), ελεγειακού (κηδεία) κλπ. λόγου. Το ‘εξαίσιο σύνταγμα’ αποδίδει την ηδονή του κενού που πρέπει να συμπληρωθεί: εξαιρετική αλλά και απόκοσμη σειραϊκή διάταξη μυθικών και γλωσσικών πλασμάτων που παράγουν ήχο και σημασία αλλά και ‘λαμβάνουν’ (prehend -συλλαμβάνουν, αρπάζουν) την σημασία και τον ήχο που τους δίνεται. Μία ανταλλαγή αναδιπλώσεων και εκδιπλώσεων.
 
Στο δοκίμιό του Η Πτύχωση Ο Leibniz και το Μπαρόκ ο Gilles Deleuze αναφέρθηκε στην διαμόρφωση της υποκειμενικότητας για την οποία οφείλει πολλά στον Alfred North Whitehead, που υποστηρίζει ότι το άτομο συνίσταται στην δημιουργική κατασκευή και την νεοτερικότητα όπως διαμορφώνονται από τις διαδικασίες της σύλληψης και της έκλυσης.  Λαμβάνοντας και εκλύοντας, το υποκείμενο βρίσκεται σε ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ο Deleuze, που υπονομεύει το μπαρόκ του Leibniz, όπου σειραϊκές αποκλίσεις σηματοδοτούν τα όρια των αδύνατων κόσμων, υποστηρίζει ότι κάθε φορά διαφορετικό στοιχείο διπλώνεται (πτυχώνεται), από την υποκειμενικότητα έως την σκέψη για την ζωή. Στην περίπτωση της υποκειμενικότητας, το έξω διπλώνεται στο μέσα, δημιουργώντας έτσι νέες υποκειμενικότητες, ώστε να παρακάμπτεται η διάκριση του μέσα και του έξω. Το μέσα είναι πτύχωση (αναδίπλωση) του έξω. Από το σώμα μας έως τον χρόνο και την μνήμη η υποκειμενικότητα είναι μία τοπολογία των διαφορετικών πτυχώσεων, παραθύρων που ανοίγουν και κλείνουν, εισόδων και εξόδων. Το απόλυτο ζητούμενο είναι η κυριαρχία επί της συρροής της ύπαρξης. Για να κατέχεις, πρέπει να διπλώσεις το έξω στο μέσα: 
 
Κάθε πράγμα λαμβάνει τα προηγούμενά του και τα συνακόλουθά του και, προϊούσης της λήψης, λαμβάνει έναν κόσμο. Το μάτι είναι μια λήψη του φωτός. Τα έμβια όντα λαμβάνουν το νερό, τη γη, τον άνθρακα και τα άλατα. Σέ κάποια στιγμή ή πυραμίδα λαμβάνει τούς στρατιώτες του Βοναπάρτη (σαράντα αιώνες σας βλέπουν) και αντιστρόφως. Μπορούμε να πούμε ότι «οι αντίλαλοι, οι αντανακλάσεις, τα ίχνη, οι πρισματικές παραμορφώσεις, οι προοπτικές, τα κατώφλια, οι πτυχώσεις» είναι λήψεις πού προοικονομούν κατά κάποιον τρόπο την ψυχική ζωή.(ό.π.) 
Όλα προμηνύουν τα προηγούμενα και τα συνακόλουθά τους και βήμα-βήμα προδιαγράφουν έναν κόσμο. Το κινούμενο σύνταγμα είναι μία δόνηση, ένας παλμός ή ένα λαμπερό κύμα που επιστρέφει πίσω και προχωρά μπροστά, γιατί έχει προθέσεις, εντάσεις ή διαβαθμίσεις σε αυτόν που το βλέπει. Το υποκείμενο «κρατά», «λαμβάνει» έκταση και δόνηση και «λαμβάνεται» από αυτές. Αντιχήσεις, αντικατοπτρισμοί, αποτυπώματα, προοπτικές, όρια και πτυχώσεις: κρατήματα και λήψεις στις συνθήκες της πιθανότητάς τους. Στις δομήσεις του ‘εξαίσιου συντάγματος’ λαμβάνει χώρα το ποιητικό συμβάν, προσφέροντας άμετρη ηδονή, καθώς δημιουργείται μία συστροφή: η ψυχή γίνεται η έκφραση του κόσμου, γιατί ο κόσμος είναι αυτό που εκφράζεται από την ψυχή. Όπως η προϊούσα ‘θάλασσα του πρωιού’ λαμβάνεται στιγμιαία και λαμβάνει φαντασίες, αναμνήσεις και ινδάλματα.
Τι λαμβάνει το καβαφικό ‘σύνταγμα’; Υπάρχει πάντα ένα σώμα που αντανακλά την διάταξη της γραφής, ένα υποκείμενο που, με επίγνωση της τελειωτικής του ύπαρξης, πέφτει στο δρόμο διεκδικώντας την Υπερηφάνεια του. Όπως βγαίνοντας στα ανοιχτά παράθυρα το υποκείμενο λαμβάνει τους πρώτους ήχους της διάβασης του συντάγματος, έτσι και το σύνταγμα λαμβάνει το υποκείμενο που ανταποκρίνεται στους ήχους με ρίγος και συγκίνηση (από τον αποχαιρετισμό ή το καλωσόρισμα, την εγκατάλειψη ή την πρόσκληση) και τελικά πέφτει, και γίνεται ένα με το σύνταγμα. Η κίνηση του συντάγματος μέσα έξω και πάνω κάτω επαναλαμβάνεται πολλαπλώς, τόσες φορές όσες οι κανόνες των λόγων του, έως ότου αποκτήσει την ‘διαφορετική’ του ηδονικά καινούργια σημασία.
Τι ανακαλύπτουμε στις πτυχώσεις του ‘συντάγματος’ όπως αποδίδονται από την ‘εξαίσια’ ιδιότητά του; Τα ανοιχτά απαρέμφατα απολείπειν, διαβαίνειν, ακούεσθαι, εκστρατεύειν, βαίνειν, φεύγειν, χάνεσθαι. Όλα απαρέμφατα εξέλιξης του ποιητικού λόγου. Η Υπερηφάνεια της συμμετοχής σε αυτά αντιστοιχεί με το αμαρτύρητο συναίσθημα που προκάλεσε με την ομιλία του στον στρατό της Αιγυπτιακής εκστρατείας ο Βοναπάρτης το 1798. Σε περίπου 10.000 πολεμιστές που επρόκειτο να στραφούν εναντίον του στρατού των Μαμελούκων, ο Ναπολέων, εμπνευσμένος από τις πυραμίδες που φαίνονταν καθαρά από μακριά, έφερε στο προσκήνιο την κρίσιμη, καθοριστική και συγκινησιακή ανταλλαγή του με τον ιστορικό χωροχρόνο: «Στρατιώτες! Από την κορυφή εκείνων των πυραμίδων σαράντα αιώνες σας βλέπουν». Ο πίνακας του 
Jean-Léon Gérôme Bonaparte devant le Sphinx (1867 – 1868), έναν σχεδόν αιώνα μετά, αποδίδει ακριβώς την κρίσιμη ανταλλαγή βλεμμάτων πίσω από την ναπολεόντεια αναμέτρηση με την ιστορία. 
Τα παρελαύνοντα βήματα του εξαίσιου θιάσου που ακούγονται διακριτά ή μακρινά σε κάθε υπερκουλτουραιμική στιγμή δική μας ή του Καβάφη, παρόμοια με αυτά που αντηχούν στο ανάκτορο του Νέρωνα, στην κρεβατοκάμαρα του Valéry, στο δάσος του Εμπειρίκου, στην σκέψη του Παλαμά, στον ουρανό της Μυρτιώτισσας, προσδιορίζουν την ικανοποίηση που επιφέρει η επαφή με το ποίημα. Η ικανοποίηση επέρχεται ακριβώς στα σημεία που δείχνουν το πράγμα, όπου η λέξη κόβεται και η γλώσσα σιωπά ώστε να δημιουργηθεί το σπάσιμο της ισορροπίας, ένας λαρυγγισμός, μία ξένη γλώσσα που βγαίνει στην επιφάνεια της γλώσσας.  Το ποίημα είναι φαινόμενο, επιφαινόμενο, αλλά αποσπασματικά, βήμα-βήμα, αυτό το σημείο, στιγμή, στίγμα σαν την ροή του σεφερικού αιγυπτιακού ποταμιού που για αιώνες επίσης λαμβάνουν οι πυραμίδες. Το πεδίο του ποιήματος δεν προκύπτει από μία υπαρκτή εμπειρία, αλλά υπάρχει ως σύμπαν που συντίθεται από τα στοιχεία του σε διαφορική παραλλαγή μέχρι το άπειρο. 
 
Καπιταλιστικός μοντερνισμός: «Αφού ικανοποιηθώ» 
 
Ένα όραμα του μοντερνισμού είναι αυτό της προστιθέμενης αξίας: η αντίληψη ότι οι σημασιολογικές εστίες που παράγονται εντός του έργου αποκτούν επιπλέον νόημα ‘παλαιώνοντας’ μέσα από τις αναγνώσεις, την ακαδημία και τον πολιτισμό. Κάθε πάρτι προς τιμήν του έργου συνεπώς δεν γίνεται για την διασκέδαση, όσο κι αν συχνά πείθουμε τον εαυτό μας για το αντίθετο, κάνοντας όπως ο Φίλιππος που στολίζει σκοτισμένος για την έκβαση της μάχης την κατάφωτη και αρωματισμένη με ρόδα τραπεζαρία του.  Το πάρτι οργανώνεται για να λάβει χώρα η διαχείριση των αντιδράσεων που προκαλεί το έργο, για να κατασκευαστεί το πλαίσιο ανταποκρίσεων σε αυτό, για να δημιουργηθούν ανύπαρκτες έννοιες που λαμβάνουν σάρκα και οστά εντός του. Κάθε αναγνωστική συγκέντρωση ή ιδανικό book club καταστρώνεται εσκεμμένα, με συστηματική μεθοδικότητα, κάθε συγγραφή έχει ήδη παραγγείλει τις προγραμματικές τις αναγνώσεις, ενώ έχει προβλέψει τις ανατιμήσεις του προϊόντος της. Το κεφάλαιο του έργου δεν πρέπει να χαθεί αλλά, αντίθετα, να αυξηθεί. Και βεβαίως χρειάζεται να μένει πάντα στο προσκήνιο για τις νέες γενιές. Take care of your capital, for God’s sake!
Η ικανοποίηση του μοντερνισμού βρίσκεται στην αποτελεσματικότητα του μεγάλου σχεδίου δημιουργίας του πλεονάσματος. Από την στιγμή που αυτή η κατασκευή έχει επιτευχθεί, ο νεοτερικός Γκάτσμπυ μπορεί να αντλήσει το μεγαλείο του από το ανεκπλήρωτο όνειρό του να δώσει νόημα στο κενό. Ο καπιταλιστικός μοντερνισμός αφορά την επιθυμία για την αξία που κερδίζεται μέσω κατασκευής όχι αφηρημένων και διανοητικών, αλλά απτών λεκτικών αντικειμένων. 
Η πρόταση του απροσδιόριστου προσκεκλημένου στο κοκτέιλ πάρτι  του μοντερνισμού, που έχει στόχο να προσγειώσει την ανεξέλεγκτη φαντασία, είναι, μάλιστα, το σύνθετο αντικείμενο που δημιουργείται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας του έργου. Αυτό το επιπλέον, που δεν γίνεται και δεν έχει ακόμη ο μοντερνιστής και ο αναγνώστης του, που μπορεί να αποτελείται όχι μόνον από πρόσωπα και πράγματα αλλά και από κείμενα, είναι το ζητούμενο μετά από την ικανοποίηση του οράματος της νεοτερικότητας: αυτό το καινούργιο που έρχεται στην επιφάνεια με την χρήση των ξένων κειμένων και διασπά την πρωτοτυπία του έργου ανασυντάσσοντάς την.  
Η υλικοποίηση και μορφοποίηση του απροσδιόριστου πραγματοποιείται κατά την ακμή του κεντρικού ρεύματος του μοντερνισμού μέσω της εικόνας. Ο Εικονισμός (imagism) του Ezra Pound εκπορεύεται από τον γαλλικό συμβολισμό και την ποίηση του Yeats, αλλά απομακρύνεται από την γλώσσα των συμβόλων, τον μυστικισμό και τον ουμανιστικό υποκειμενισμό τους, προκειμένου να αναδείξει το αντικείμενο μέσα από την εικονική αμεσότητα. Και ενώ στον συμβολισμό οι εικόνες τρεμοπαίζουν όπως το μάτι του Καρυωτάκη στο δικό του πάρτι  δημιουργώντας ‘κάτι ωραίο κι αβρό’ που δεν έχει βρει ακόμη την λέξη του, το δάκρυ που τελικά πέφτει όταν ο μοντερνισμός έχει κάνει τον κύκλο του είναι απολύτως συγκεκριμένο, φτιαγμένο ακόμη κι από γυαλί, και μπορεί να κόψει στα δύο το άψογο δέρμα του προσώπου της ομορφιάς, συγχρόνως μεταμορφώνοντας τα μάτια της σε πολύποδα έντομα.  
Τι έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην «χρυσή αχτίδα που, ψυχορραγώντας, φέγγει την βυθισμένη νεκρή Νηρηίδα στο βάθος του στολισμένου με μονόκερους καθρέφτη»  και στα Γυάλινα δάκρυα του Μαν Ρέι; Η εικονιστική εικόνα που ενσωματώνει και γονιμοποιεί την αξία του μοντέρνου. Η εικόνα του συμβολισμού βασίζεται σε αλλεπάλληλες αντιθέσεις που αναδεικνύονται όταν συγκρούεται το αίσθημα του αναγνώστη με την ποιητική έκφραση, ή η οπτική του ποιητή όχι μόνο προς την εμπειρική γνώση, αλλά και προς την καθιερωμένη παράδοση των φυσικών ή πολιτιστικών συμβολισμών. Από το πρόσωπο του κοριτσιού που φέρει τα δάκρυα της λεμονιάς στο «Χαμόγελο» του Καρυωτάκη  ως το πλήθος των μαρμάρων μέσα στις σκιές των δέντρων στο «Θαλασσινό νεκροταφείο» του Valéry  η εικόνα ως ψευδαίσθηση, σημαίνουσα παρότι τυχαία αντανάκλαση, είναι εκεί για να αποκτήσει υποκειμενική, πάντως μυστική σημασία που συχνά γίνεται Ιδέα και νοηματοδοτείται φιλοσοφικά. 
Όμως, η εικονιστική εικόνα του Pound κατά το μανιφέστο του είναι «αυτό που παρουσιάζει μέσα σε μια χρονική στιγμή ένα σύμπλεγμα διανοητικής ή συγκινησιακής τάξης».  Το ποιητικό αντικείμενο που δημιουργείται μέσα από έναν ιδιότυπο συνδυασμό δεδομένων κατασκευάζεται από ένα σύμπλεγμα ανόμοιων εικόνων, που αλληλοσυμπλέκονται ώστε να δημιουργούν ένα πυκνό στρώμα αμφισημιών. Το εμβληματικό παράδειγμα που δίνει ο Pound αναφέρεται στο γαλλικό Μετρό, έναν μοντέρνο χώρο που άνοιξε τον Παρισινό 20ο αιώνα εισάγοντας την ταχύτητα στην καθημερινή ζωή. 
 
Σε έναν σταθμό του Μετρό 
 
Η οπτασία των προσώπων αυτών μέσα στο πλήθος 
Πέταλα σε έναν υγρό, κατάμαυρο κλώνο.   
 
Αυτό το ‘χαϊκού’ παρουσιάζει ενώπιόν μας δύο εικόνες σχεδόν αντιθετικές, προερχόμενες από διαφορετικούς τομείς της εμπειρίας, από τη μια πλευρά την εικόνα του μητροπολιτικού τραίνου που περνάει με γοργό ρυθμό από τις ράγες σε έναν υπόγειο αστικό σιδηρόδρομο, εκπροσωπώντας τον μηχανικό πολιτισμό, την ταχύτητα, τη μαζικότητα, την έλλειψη της ανθρώπινης πλέον επαφής με οτιδήποτε το φυσικό, και από την άλλη πλευρά έναν κλώνο με φύλλα, μια εικόνα που προέρχεται από τη φυσική εμπειρία. Ο τρόπος σύνδεσης των δύο δημιουργεί αμηχανία. Ή μήπως δοκιμάζει τις επιλογές μας; Φύση ή πολιτισμός; Η εκκρεμότητα της απόφασης μάς κινεί παλινδρομικά ανάμεσα στην πρόκριση της φουτουριστικής ταχύτητας και της μηχανής και στην ανάγκη επιστροφής σε μια αρχετυπική, μυθική σχεδόν πραγματικότητα;  Η εμπειρία της ανάγνωσης αυτού του ποιήματος είναι μια εμπειρία υπέρβασης και των δύο εικόνων που συναρτώνται φασματικά, μην επιτρέποντας τον αναγνώστη να καθηλωθεί ή να σταθεροποιηθεί σε γνώριμα σημασιακά εδάφη από πλευράς οπτικού βιώματος. Ούτε είναι το μετρό ούτε είναι ο κλώνος, αλλά μία οπτασία που ακριβώς λόγω της κυμαινόμενης ιδιότητάς της προσφέρει την δυνατότητα της ασταθούς και ταραγμένης συμπλοκής των δύο αντιθετικών πραγματικοτήτων. 
Οι υπερρεαλιστές με την σύνδεση αντιθετικών αντικειμένων διατύπωσαν το αίτημα έλευσης στο προσκήνιο των κρυφών ερωτικών πλευρών του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Ο εικονισμός δημιούργησε καινούριες οπτικές προκλήσεις στον αναγνώστη: να συνδέσει την υποκειμενική με την αντικειμενική αντίληψη της εξωτερικής εικόνας. Με τον τρόπο αυτό ο εικονισμός δεν κατασκευάζει μόνον καινούριες εικόνες, επιπλέον επινοεί νέους τρόπους κατανάλωσής τους. Η νέα εικονοποιία του εικονισμού δημιουργεί την προσδοκία αναδιατύπωσης της αρχικής αντίληψης με βάση την εντύπωση που ακολουθεί. Ένας κλώνος που φαίνεται ρευστός λόγω της ταχύτητας και λάμψης του παρισινού τρένου και έχει μαύρο χρώμα, απορροφώντας καμένος (σαν τον ίδιο τον διαλυμένο μας πλανήτη;) όλα τα κύματα φωτός και όλα τα υπάρχοντα χρώματα, φέρει σαν θολά χρωματιστά πέταλα τα εμφανιζόμενα με ταχύτητα και πάλι εξαφανιζόμενα πρόσωπα των επιβατών. Η επιλογή μας να δούμε και να σημασιοδοτήσουμε (συμβολοποιήσουμε κλπ.) είναι ανοιχτή. Μπορούμε να ψυχαναλύσουμε ή όχι. Μπορούμε να ηθικολογήσουμε ή όχι. Μπορούμε να στοχαστούμε ή όχι. Όμως η εικόνα έχει δημιουργηθεί. 
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σχεδόν οξύμωρο: ο εικονιστικός μοντερνισμός δημιουργεί ένα αντικείμενο απτό αλλά ατελές, υλικό αλλά μεταβατικό, απολύτως συγκεκριμένο αλλά αφηρημένο. Κι όλα αυτά σε ένα αμπαλαρισμένο ελκυστικό πακέτο. Κάτι σαν το σαρκαστικό Αίνιγμα του Isidore Ducasse (1920) του Man Ray που, βασισμένος στην θρυλική παρομοίωση του Isidore Ducasse «Όμορφη σαν την τυχαία συνάντηση, σε ένα ανατομικό τραπέζι, μίας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας», δημιούργησε ένα τυλιγμένο μυστήριο που υποδήλωνε κάποια εντελώς απροσδιόριστη, και επομένως δυνητικά πιο ανησυχητική από τα ίδια τα πακεταρισμένα αντικείμενα παρουσία. Ως προς το αίνιγμα, τα αινίγματα (από τον Duchamp, τον De Chirico, τον Magritte, τον Christo κλπ.) περισσεύουν.
Υπάρχουν λοιπόν τα πράγματα που ‘μιλούν από μόνα τους’, μόνο που δεν είναι πάντα σαφές ποια είναι η γλώσσα των πραγμάτων -ακόμη και η σημειολογία είναι ανθρώπινη γλώσσα. Το δείχνω παρά το λέγω έρχεται στο προσκήνιο, ένα δείχνω λουστραρισμένο και πολυτελές, γεμάτο υπονοούμενα και αναγνωρίσιμα σχήματα που μέσα στην ιστορία του πολιτισμού έχουν πυκνά συμβολοποιηθεί. Οι μηχανισμοί και αυτοματισμοί των πραγμάτων δεν γνωρίζουν τις πηγές, τις επιθυμίες ή τους στόχους τους, δεν απογοητεύονται, δεν επιθυμούν, όπως θα έλεγε ο William Carlos Williams, αλλά αποτελούν παράδειγμα ύπαρξης, ποθητό αντικείμενο γιατί μπορούμε να το ερμηνεύσουμε με τους όρους μας και να μάθουμε από αυτό:
—Πες το, χωρίς ιδέες παρά στα πράγματα—
τίποτα παρά τα κενά πρόσωπα των σπιτιών
και τα κυλινδρικά δέντρα
λυγισμένα, διχαλωμένα από προκατάληψη και τύχη—
σχισμένα, αυλακωμένα, τσακισμένα, διάστικτα, λεκιασμένα-
μυστικά — στο σώμα του φωτός! 
 
Όπως ακριβώς μία πόλη, ένας γεωγραφικός σχηματισμός, ένα ποτάμι, τα αντικείμενα στην φυσική τους χαοτική μορφή αναμένουν σαρδόνια τις σημασίες μας. Φτάνει να φτάσουν σε μας ως όχι ακόμη συμπληρωμένα. Ακόμη καλύτερα αν είναι κενά, σαν άνθρωποι χωρίς το περιεχόμενό τους, σαν προσωπίδες χωρίς τον νεκρό τους, «μεταξύ της ιδέας/ και της πραγματικότητας/ μεταξύ της κίνησης/ και της πράξης /[…] / μεταξύ της σύλληψης/ και της δημιουργίας/ μεταξύ του συναισθήματος/ και της ανταπόκρισης».  Το κακό με τους κενούς ανθρώπους το ξέρουμε. Το καλό με αυτούς είναι ότι μπορούν να γεμίσουν εύκολα. Ευκολότερα από όσους πρέπει πρώτα να αδειάσουν. Η οικονομία της εικονιστικής εικόνας εντοπίζεται στα πολλά της κενά που προσδοκούν το laissez-faire της σημασίας της. 
Σε μία εποχή που ο κινηματογράφος άρχισε να διεκδικεί το συναρπαστικό έργο της κατασκευής εικόνων απαντώντας ως "ολική τέχνη" στα αιτήματα ανανέωσης των αρχών του αιώνα, η εικόνα της ποίησης και των εικαστικών άλλαζε περιεχόμενο και αποστολή. Ο/Η εικαστικός και λογοτέχνης που επιθυμεί να συνεχίσει την δημιουργία εικόνων αντί να αποθαρρύνεται επανεφευρίσκει τους στόχους του/της. Η αλλαγή κατεύθυνσης ενθουσιάζει τον Guillaume Apollinaire:
 
"Θα ήταν παράξενο σε μία εποχή κατά την οποία η κατεξοχήν λαϊκή τέχνη, ο κινηματογράφος, είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο, οι ποιητές να μην είχαν προσπαθήσει να δημιουργήσουν εικόνες για τα πιο ιδιαίτερα και εξευγενισμένα πνεύματα που δεν ικανοποιούνται από τις χοντροκομμένες φαντασιώσεις των δημιουργών των φιλμ. Αυτά λοιπόν θα εξευγενιστούν και μπορούμε να προβλέψουμε ότι η μέρα που ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος θα έχουν γίνει οι μοναδικές σε χρήση μορφές έκφρασης, οι ποιητές θα απολαμβάνουν μία ελευθερία άγνωστη ως σήμερα". 
 
Η ελευθερία επιστρέφει μέσω της καπιταλιστικής μοντερνιστικής εικόνας. Το χάος και η πραγματικότητα εκδικούνται τις ουτοπιστικές μας προσδοκίες επανερχόμενες στην νεοτερική μας ζωή, όσο κι αν θέλουμε να αγνοήσουμε τις επιβαρύνσεις τής προστιθέμενης αξίας. Ούτε καν τολμάμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί στην καλλιτεχνική αξία των κειμένων μας αν τα απογυμνώσουμε από την προστιθέμενη σημασία τους. Το λιγότερο θα επανεμφανιστούν σαν άσχημες κοινοτοπίες. Το χειρότερο θα απειλήσουν την ίδια την καλλιτεχνική ταυτότητα και ύπαρξή μας, όπως έπαθε ο Daniel Mantovani.  Πρέπει να μετακινηθούμε όπως ο ιλαρός νοσταλγός Gil Pender ; Ποιο προϊόν έχει την μεγαλύτερη αξία; Αυτό που καταναλώνεται αμέσως ή αυτό που σου προσφέρει την δυνατότητα νέων χρήσεων ή παιχνιδιών; Ο Ασφόδελος που μαραίνεται στο βάζο ή εκείνος που μπορεί να επέμβει στην ζωή σου καθοριστικά; Ίσως εκεί ακριβώς βρίσκεται μέρος της αξίας των αντικειμένων που επιζητούμε να αποκτήσουμε παρότι δεν μας εξυπηρετούν μόνον υλικά. 
Ο μοντερνισμός είναι τα δικά μας Μεσάνυχτα στο Παρίσι, η μητρόπολις μας, our capital, για όσους ζήσαμε για τα καλά τον 20ο αιώνα και αφήσαμε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της εμπειρικής ή/και πνευματικής ζωής μας. Όσο μεταφερόμαστε μέσα στην ιστορία κατανοούμε ότι κάθε εποχή μεγάλης τέχνης μετακινεί την αξία της μαζί με τα καλλιτεχνικά (αντι)κείμενα που την φέρουν. Πλέον στις μέρες μας μπορεί να δημιουργηθεί εικόνα από οτιδήποτε. Και η ίδια εικόνα μπορεί να αναπαραχθεί πολλαπλασιασμένη ώστε να γίνει τουλάχιστο τρισδιάστατη χωρίς καν να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη ικανότητα αντίστοιχη με την χειροτεχνική δεξιότητα και τον παρανοϊκό οραματισμό των μοντερνιστών. Υπάρχουν λογισμικά που δημιουργούν μοντέλα και σαρώσεις που εικονοποιούν μέχρι και τις φιλοσοφικές έννοιες. Γνωρίζουμε όμως ή έχουμε επίγνωση της ύπαρξης ή μη του αξιακού πλεονάσματος των νέων εικόνων; Μπορούμε με ψυχραιμία και κατανόηση του παρόντας μας να κάνουμε χρήση υπεύθυνη και κριτική, και όχι ναρκισσιστική ή καταναλωτική, αυτού του πλεονάσματος;
 
 
Πρωτοπορία: Δεν πρόκειται να ικανοποιηθώ 
 
Τι συμβαίνει όταν βρισκόμαστε ενώπιον μία μόνιμης άρσης της αποτίμησης; Όταν η αξιολόγηση αναβάλλεται και επαναπροσδιορίζεται; Όταν η αξία δεν εγκαθιδρύεται ποτέ, αλλά κάθε μας πράξη προσδοκά τα κριτήρια, τους σκοπούς, τις διαδικασίες, τα συγκεκριμένα συναισθήματα, το μη αναμενόμενο, έναν παράγοντα ερμηνείας ή προσληπτικής συναίσθησης; Η βία προς τον άλλο γίνεται βία προς τον εαυτό; Η άρση της ικανοποίησης καταφεύγει στην σύντομη, σωματική, μοναχική ευχαρίστηση αναβάλλοντας την ευτυχία; Εγκαταλείπεται κάθε προσδοκία αποτίμησης και αλλάζει ολόκληρο το πλαίσιο της συζήτησης;
Υπάρχει μία πλευρά του μοντερνισμού που δεν έχει αποτιμηθεί τελειωτικά. Είναι αυτή που παρέμεινε ανικανοποίητη και ενοχική, πονεμένη και ντροπιασμένη για τον πόνο που επέφερε: ναρκισσισμό, σφετερισμό, παραλυσία, αλλοτρίωση, ειρωνεία. Mην μπορώντας να μετουσιώσει αυτόν τον πόνο, μένει και κλείνεται εντός του. Όπως η Έρημη Χώρα γίνεται Σκουπιδότοπος. Διαβάζοντας το ποίημα, διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι κάτω από το όμορφο κάλυμμα της γλώσσας υπάρχουν απορρίμματα και όχι καρποί. Περπατάμε με δυσκολία σε αυτόν τον «σωρό από σπασμένες εικόνες», με άλλα λόγια, σε όλα τα πράγματα που ο ποιητής ένιωσε και έφερε τον εαυτό του να είναι. Όσο κι αν παλέψει κανείς δεν μπορεί να αναπαράγει και να συνδέσει αυτές τις εικόνες ώστε να αναδημιουργήσει τον ποιητή ως ένα ομοιογενές υποκείμενο και τον τόπο του ως έναν αναγνωρίσιμο τοπίο. Κι αν το κάνει, πριμοδοτείται από την μυθοπλαστική δεινότητα της φιλολογίας. Ο ποιητής παραμένει ένας υβριδικός Αλαντίν,  ένας προστατευόμενος του δημάρχου, τραυματισμένος, θερμά φιλόζωος Ατάρι Κομπαγιάσι που καταλαμβάνει με τη βία ένα αεροπλάνο και το οδηγεί στο Νησί των Σκουπιδιών .
 
Μία ιπτάμενη κουρελού αναφορών, ένα ρετάλι ανέμων μας πλησιάζει από μακριά, από έναν αιώνα πριν, μπαίνοντας επικίνδυνα στον αιώνα μας. Πετάμε πάνω στα υπολείμματα της ιστορικής πρωτοπορίας: γράφουμε κοινωνικά και μέσα στην ιστορία. Η αισθητική μάς ενδιαφέρει με το μάγουλο στη γλώσσα. Είμαστε έτοιμ@ για τα πάντα. Ζούμε σε ένα μόνιμο τέλος του χρόνου με δανεισμένες ατάκες. Το μπαρ του μοντερνισμού κλείνει. Ο Ησαΐας, η Οφηλία και οι κλασικοί θαμώνες της γειτονιάς παραγγέλνουν το τελευταίο τους ποτό.   Κι εμείς εξάγουμε και εισάγουμε, κόβουμε και κολλάμε, ενώνουμε ασύνδετα κομμάτια και ντεκουπάρουμε με κείμενα κάθε λογής. Και, πλέον στην εποχή μας, διεκδικούμε την ζωή έναντι της τέχνης, εφόσον η ιστορία, που στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας ήταν ριγμένη στον απροσδιόριστο χωροχρόνο του διαδικτύου, επανέρχεται για να μιλήσει για την απομόνωση, την κρίση και την ανάγκη της δράσης. Και ενώ υπό τις προ πανδημίας και προ κρίσης συνθήκες οι αναφορές, ακόμη αισιόδοξες με τις νέες εκκινήσεις, συσσωρεύονταν και πολλαπλασιάζονταν χαμένες στην μπλογκόσφαιρα, πλέον η δυναμική τους δημιουργεί ποιητ@ που παίρνουν αλλόκοτες αποφάσεις. »Αποφασίζουμε να μην είμαστε σαν τον ρετρό ‘Νέο’ του υπερκειμένου. Δεν φοράμε μαύρη ρομαντική ρεντιγκότα. Βάζουμε τον δικό μας Έλιοτ να κόψει ένα ένα όλα τα δάχτυλα με τα οποία έπιανε την γραφίδα. Καίμε το σπίτι του, και μένουμε για πάντα στον Σκουπιδότοπο για να φυλάμε τα ζώα του. Όσο για την πατρίδα, είναι εκεί όπου φυσάει φρέσκος αέρας και μαίνεται ο πόλεμος.  
Η ενοχή, ο πόνος και η ντροπή κάποτε εσωτερικεύουν το περιεχόμενο του μοντερνισμού. Όσ@ κατάγονται από αυτόν σαν σε όνειρο αγωνιούν κωλυσιεργώντας στο μέρος που δεν ικανοποιήθηκε. έχουν για καιρό κρυφτεί καλά και γράφουν, προς το παρόν ήδη ασφαλείς, ζώντας στην σκοτεινή πλευρά της έρημης χώρας, που εξακολουθεί να μας πλησιάζει απειλητικά, όπως το άσχημο μέρος της πόλης καθώς βιαζόμαστε να το διασχίσουμε. 
Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτ@ που πονεμέν@ έχουν μεγάλη οργή και σπεύδουν προς την απόρριψη. Είναι θύματα, έχουν θιγεί, πονούν και φοβούνται. Μπορεί στο παρελθόν να έχουν λάβει λάθος αποφάσεις. Ας πούμε να ήταν γιατροί στον πόλεμο. Να έχουν δει από κοντά την άγρια βία. Να έχουν θεωρήσει στην αρχή ότι οι ολοκληρωτισμοί θα σώσουν τον κόσμο. Να έχουν παρακολουθήσει την απόγνωση, την υπέρβαση κάθε αίσθησης αισιοδοξίας, την καταστροφή του ανθρώπου, το γκρέμισμα ως αφετηρία για τη γέννηση μιας νέας πραγματικότητας, την διάλυση ως προϋπόθεση της αναγέννησης. Θα υπάρξει μέλλον μετά τον παρατεταμένο νιχιλισμό; Μπορεί αυτό να βιωθεί, να γίνει ζωή;
Όταν η ζωή έχει τελειώσει νωρίς, όταν η ικανοποίηση έχει διακοπεί πριν ξεκινήσει, θα μπορούσαμε έστω να αναζητήσουμε μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Μπορεί η οικογενειακή εστία να ήταν ασφαλής και ζεστή, ακόμη κι αν υπήρχαν μερικές δυστυχείς απώλειες. Να υπήρξε αρκετή και νόστιμη τροφή, στερεή και υγρή, παιχνίδι στο νερό με μικρές κραυγές χαράς. Ο Γκόττφρηντ Μπεν καταγράφει με ψευδή(;) νοσταλγία τα χρόνια αυτά της αθωότητας:
Όμορφη νιότη 
Το στόμα κάποιου κοριτσιού, στην καλαμιά παρατημένου για καιρό,
έμοιαζε καταμασημένο.
Όταν του άνοιξαν το στήθος, ο οισοφάγος διάτρητος.
Tέλος, σε μια στοά κάτω από το διάφραγμα
βρέθηκε μια φωλιά με νεαρά ποντίκια.
Το ένα αδερφάκι ήταν νεκρό.
Τα άλλα ζούσαν από τα νεφρά και το συκώτι,
έπιναν το κρύο το αίμα κι είχανε περάσει
όμορφα τη νιότη τους εδώ.
Γρήγορα κι όμορφα ήρθε κι ο θάνατός τους:
Τα ‘πνιξαν όλα στο νερό.
Αχ, πώς πιπίζαν τα μικρά μουσούδια!
                           
                                          Μτφ.: Κώστας Κουτσουρέλης
 
Με μία σκληρή διαλεκτική βαρβαρότητας, με το πτώμα του κοριτσιού -μπορεί να ήταν και η Οφηλία που βρήκε κακό τέλος φεύγοντας από το μπαρ- να προσφέρει στην οικογένεια αρουραίων την ευτυχή τους παιδική ηλικία, κατασκευάζεται ένα πλαίσιο κυνικής διοχέτευσης του πόνου. Ο ιατροδικαστής ποιητής εκτελεί αυτοψία και καταγράφει τα ευρήματα. Έχουμε συνηθίσει τους ποιητές να συντηρούν τα πτώματα. Από τον πυγμαλίωνα Φραγκεστάϊν που κατασκευάζει το δικό του υβριδικό τέρας στον εφευρέτη Ροδομάγουλο C. A. Rotwang και την ρομποτική του Hel,  στον ελεύθερο συνενωτή των κομματιών της γυναίκας του Αντρέ Μπρετόν, στον ομιλητή του Σαχτούρη που συγκατοικεί με τους φευγάτους του φίλους. Οι ‘κακές εικόνες’  ενός ιστορικά καταθλιπτικού κόσμου θα συνοδεύουν πάντοτε τους καταγόμενους από την βία μοντερνιστές. 
Από τον Joyce και την Stein στον Jukofsky, τον Switters και τον Roethke ο σκληρός πυρήνας του πονεμένου μοντερνισμού εξωτερικεύει, τα δίνει όλα: »δεν πρόκειται να επιβιώσω άλλο, εξακολουθώ να είμαι ένα απολύτως λειτουργικό αηδιαστικό σκαθάρι, ένας διεστραμμένος οσμωτής κουφαριών. Δεν κλείνω τα μάτια μου μπροστά στο κακό. Σας το δείχνω τερατώδες και μεγάλο. Είναι η βία που παίρνω πίσω προσπαθώντας να βρω τη ζωή στο θάνατο. 
Και μία τελευταία λύση: οδηγούμαι στα όρια. Σύρομαι στις παρυφές της λεωφόρου. Μηδενίζω και ξεκινώ από κει. Στην κινηματογραφική φάρσα Entr'Acte (Ιντερμέδιο) του René Clair  το πτώμα του ποιητή ρίχνεται από την μία επινόηση και το ένα πλάνο στο άλλο μέσα στους άπειρους μηχανισμούς της τέχνης, μεταφέροντας στο Παρίσι το σκακιστικό παιχνίδι της Έρημης χώρας. Η λυρική φωνή κατανοεί ότι, δολοφονημένη, πρέπει να αλλάξει γλώσσα, να κατασκευάσει μία γλώσσα όχι του συμβιβασμού, αλλά της ‘διαφοράς’. Άτεχνη ώστε να αναβάλλει τη σύνδεση με τα άλλα είδη του λόγου που τα τραυματίζει και δημιουργεί μία βλάβη που δεν μπορεί να επιλυθεί με τα συνήθη είδη λόγου. Να δημιουργήσει ένα αίσθημα χαράς και λύπης, μία συναισθηματική κατάσταση της παιδικής ηλικίας πριν τον λόγο και πριν την δικαιοσύνη, που πάντως αποτελεί το θέμα της πολιτικής.  
Συνήθως το τερματίζω.  Αυτό πρέπει να κάνω αφού δεν μπορώ να μιλήσω. Άλλωστε δεν έχω τίποτε να πω παρά να σας δείξω μια διαδρομή που χάνεται σε μία λαμπρή σπίθα. Αναζητώ την επικοινωνιακότητα της γλώσσας μέσω του πόνου της σιωπής ή της χαράς της εφεύρεσης νέου ιδιώματος. Καίγομαι και φωτίζομαι μαζί, παρακολουθώντας την διαδρομή των τραμ προς τα τέρματα. Εκεί θα λάβει χώρα το θαύμα: το σταθερό μέσα στους αιώνες μάρμαρο στην απρόσμενη συνάντησή του με το ηλεκτρικό σιδερένιο τραμ θα σπινθηρίσει παράγοντας την ηλεκτρική εκκένωση της αχτίδας που, σαν τον ζωοφόρο κεραυνό του εφευρέτη δημιουργού, θα εμφυσήσει πνεύμα στα νεκρωμένα από την ακαδημία κλασικά σχήματα της τέχνης. Θυσιάζομαι στην ελπίδα του κεραυνού που θα με φλογίσει.  Βαδίζω στο τέρμα της απόλαυσης:
 
στο τέλος της απόλαυσης, ένα 
αυτ@ ή αυτό που περιστρέφεται 
περισσότερο από τα στήθη πρέπει 
να σηκώσει ".. . . όπου χρυσός,
χώμα, και αίμα ρέουν
μαζί"! : περιθώριο
η οικογένεια, μη προσωπική 
τάση αποτυχίας οδηγεί 
σε εργαλειακότητα 
αυτοσυγκράτησης
 
Diane Ward, από το "Limit"  
 
Είναι αυτό το μη υποκείμενο που δίνει σε μία άλλη οικογένεια όμορφα νιάτα, ένα αυτ@ ή αυτό σε μία μηχανή δημιουργίας νοήματος αντλώντας το κίνητρό της από εκείνο που ο Αντόρνο ονόμασε ‘αντίσταση’: την αντίσταση του μεμονωμένου ποιήματος στο ευρύτερο πολιτισμικό πεδίο της καπιταλιστικής εμπορευματοποίησης όπου η γλώσσα έχει γίνει απλώς οργανική. Λέω αυτό που δεν λέγεται, επισημαίνω αυτό που δεν συνέβη ποτέ, μπλέκομαι εκεί που δεν είναι δουλειά μου, εντοπίζω την ζημιά, υπονομεύω συμβάσεις. Αναλαμβάνω την μεγάλη εκδίκηση, που είναι και η μεγάλη εκδίκαση: αποκαλύπτω την διαφορά, σε όλες τις νομικές της παραμέτρους, που μπορεί να είναι απλώς η αγάπη. Ανακαλύπτω αλλεπάλληλους Nandjiwarra Amagula μέσα μου, με όλους να μιλάνε όπως εγώ.  Κοιτάζω την θάλασσα σαν τον Pádraic Súilleabháin μαζί με τον κουλό συνομιλητή μου. 
 
6/6/2023
 
 
Γ. ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ
 
1. Παρένθεση περί οικονομίας του ποιητικού προϊόντος (online απάντηση σε νε@ ποιητ@ που ανησυχεί για την υποδοχή του καινούργιου τ@ βιβλίου)
 
 
Λογοτεχνία είναι αυτό που επανασυστήνεται εκ θεμελίων κάθε φορά. Είναι αυτό που λέει όσα ήρθε η στιγμή να ειπωθούν, και δεν γίνεται αλλιώς. Αν γίνεται να τα πεις αλλιώς, δεν είναι λογοτεχνία. Η στιγμή αυτή είναι κρίσιμη, γιατί δημιουργεί τις ανάγκες της. Τι χρειάζομαι για να πω αυτό που θέλω; Μου φτάνουν αυτά που έχω (η γλώσσα, τα μέσα, η γνώση, τα κείμενα, οι φωνές κλπ.) ή πρέπει να βρω άλλα; μπαναλιτέ, αλλά ο Καβάφης που τώρα διαβάζεται ακόμα, είχε κάτι να πει: τι ακριβώς γίνεται τώρα. Όχι τι έγινε, όχι τι ήταν ο ποιητής, όχι τι ήταν ο άντρας, όχι τι ήταν ο βικτωριανός νοικοκύρης, όχι τι ήταν ο Έλληνας του εξωτερικού, αλλά αυτό που είναι τώρα όλα αυτά μαζί και άλλα που θα βρείτε μέσα σε αυτά, τους σπόρους τους.
Εκείνο που ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Το: "Θέλω να το πω με κάθε τρόπο, αλλά ο τρόπος αυτός να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής .... Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, αλλά δεν έχω άλλον τρόπο. Γράφω και διαβάζω. Αυτό ξέρω. Αλλιώς θα έχτιζα, θα έραβα, θα φωτογράφιζα κλπ. για να το πω. Θα έκανα ό,τι άλλο μπορούσα για να το πω. Αλλά η γραφή και η ανάγνωση που ξέρω με οδήγησαν στο να το πω έτσι. Μπορεί να μην ξέρω ακριβώς τι και πως, αλλά το ψάχνω. Και σε ορισμένες καλές στιγμές δημιουργείται μπροστά μου! Τώρα τι θα δούνε οι άλλοι και η κριτική, είναι (στην καλύτερη περίπτωση) το αποτέλεσμα του αγώνα που έχω κάνει για να το βρω." 
Φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στην τύχη και την ευκολία, ταλέντο κλπ. και τον αγώνα που συνδυάζεται μαζί τους. Όχι απαραίτητα έναν ρομαντικό αγώνα ή έναν πολιτικό αγώνα, αλλά μία διεργασία που αξίζει να γίνει δημόσια. Με όρους οικονομικούς, που άρεσαν στον Καβάφη, πρέπει να φτιάξεις κεφάλαιο, ακόμη κι αν δεν βρεις. Αν δεν έχεις μάλιστα κεφάλαιο, γίνεσαι αυτοδημιούργητος, ψάχνοντας να βρεις πώς μπορείς να επενδύσεις στα αξιοποιήσιμα στοιχεία της ‘οικογένειας’, αυτά τα δύο - τρία οικοπεδάκια. Κάνοντας τις σωστές επενδύσεις, μπαίνεις και εσύ στο οικονομικό παιχνίδι. Εκεί πλέον παίρνεις και ρίσκα. Η επιχείρησή σου, με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι έχει αξία, αποδίδει άμεσα ή έμμεσα. Δημιουργείς μετοχές που ανεβαίνουν ή όχι. Αλλά τις δημιουργείς. Ανεβαίνεις στο πρώτο σκαλί, δηλαδή, εισάγεσαι στο χώρο. Πλέον ο χώρος σε κρίνει ανάλογα με τις επενδύσεις που μπορεί να κάνει σε σένα ή τον ανταγωνισμό που δημιουργείς. Εκεί θα φανεί τι πουλάς και τι κρατάς (για να ξαναδουλέψεις), τι ρευστοποιείς και τι επενδύεις. Δεν μπορείς πλήρως να το προβλέψεις αν δεν το δεις να γίνεται. Συνήθως όταν η εποχή σου έχει περάσει και είσαι ευπρεπής, σαν λογοτεχνικ@ αριστοκράτ@, παλαι@ μεγαλοαστ@ ή πεφωτισμέν@ επαρχιώτ@ κλπ., η αποδοχή είναι άμεση. Χρειάζεσαι για να συντηρήσεις τα ήδη υπάρχοντα προϊόντα, που ακόμη αποδίδουν. Πουλιούνται όλα τα προϊόντα σου γιατί υπάρχει ήδη το είδος τους στην αγορά και εσύ τα δίνεις με νέα συσκευασία και ενισχύσεις/ βελτιώσεις. Αν εισάγεις καινούργιο προϊόν, καλό αλλά μικρής εμβέλειας, δημιουργείς κάποια ανησυχία και αντιμετωπίζεσαι με σιωπή, που μπορεί να δηλώνει φόβο και συγχρόνως αναμονή. Αν εισάγεις καινούργιο προϊόν, καλό και μεγάλης εμβέλειας, αντιμετωπίζεσαι με στρατηγικές υπονόμευσης (έμφαση στην απόκλιση από το είδος και το ήθος/κέρδος κλπ.) ή για τους διορατικούς και εντερπρενέρς, έλεγχο και πρόθεση επένδυσης.
Αν η εποχή σου δεν έχει έρθει ακόμα, στην περίπτωση αυτή είσαι από τ@ λίγ@. Αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξεις τους κανόνες της αγοράς. Οι 'μεγαλύτερ@' κάτοχοι του κεφαλαίου της αγοράς, που θα δυσκολευτούν πολύ να αλλάξουν άμεσα, επιθυμούν, αν δεν μπορούν να σε εκμηδενίσουν, τουλάχιστο να σε καθυστερήσουν. Οι 'νεότερ@' θέλουν να σε προσεταιριστούν ή να σε ανταγωνιστούν. Οι μεν να σε βάλουν στην εταιρεία τους, να σε κάνουν να γράψεις όπως αυτοί, οι δε να έρθουν στην εταιρεία σου, να γράψουν όπως εσύ. Εκεί αρχίζουν οι μεγάλοι κίνδυνοι και παίζονται όλα τα παιχνίδια. 
Οι συνδυασμοί είναι άπειροι. Ο Καβάφης ήταν άτυχος και τυχερός γιατί εισήγαγε ένα καινούργιο προϊόν φαινομενικά μικρής εμβέλειας για μια εποχή που δεν είχε έρθει ακόμα. Αλλά μπορεί ένας/μία ποιητ/ρ@ να είναι πρωτοπόρος, να πέσει σύσσωμ@ στην αγορά και να αναλωθεί καιόμεν@. Ενός/μιας τέτοι@ Ορφέα δεν θα μείνει κοκαλάκι, εκτός αν αναγεννηθεί γιατί έχει κάνει και μυστικές επενδύσεις.... Αλλιώς κάποι@ θα ‘κλέψει’ το προϊόν του, θα γράψει καλύτερα ό,τι είχε γράψει αυτ@, και ο/η πρώτ@ θα χαθεί, ως ενδιάμεσος εξελικτικός κρίκος, καθώς θα είναι 'αγωνισμέν@', όπως θα έλεγε ο Poggioli. 
Όμως αυτ@, ο/η τελευταί@ καταφέρνει να μείνει μακριά από την χυδαιότητα και την εσχατολογική μεταφυσική της οικονομίας. Δημιουργεί και λειτουργεί τις δικές τ@ μηχανές συνδεδεμέν@ με άλλες και άλλες και άλλες και κάνοντας ένα δικό τ@ παιχνίδι πολύ πιο ενδιαφέρον.
Δεν προλαβαίνει ο/η νέ@ ποιητ@. Πρέπει να βρει την στιγμή ακριβώς που θα μπει στην αγορά ή θα βάλει την αγορά σε άλλο μέρος.
Αν προλαβαίνει, δεν είναι μόνο ποιητ@, αλλά και ηθοποιός και βασιλι@ και ινσταγκράμερ και ινφλουένσερ και λάιφ κόουτς. 
Η στιγμή σου ήρθε!
 
Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Μαΐου 2022
© Poeticanet

Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Νοεμβρίου 2023