Εκτύπωση του άρθρου

 

 


Αν, σύμφωνα με τη ρήση του Οδυσσέα Ελύτη, η φύση όλη είναι υπονομευμένη από θεότητα, τότε είναι φυσικό και ο τίτλος του Αφιερώματός μας, που και αυτός μια δική του ρήση από το Σηματολόγιο είναι, ο Θεός να βρίσκεται παντού. Κι αν μας κατηγορήσουνε για παγανισμό, ευτυχώς σήμερα πια δεν κινδυνεύουμε να καούμε στην πυρά ή να πετροβοληθούμε.

Η εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει πως υπάρχει κάτι που τον υπερβαίνει και είναι ικανό σε ώρα ανάγκης να τον συντρέξει υπάρχει  πάντα και συχνά και μόνον η ιδέα παρηγορεί αν δεν σώζει κιόλας με την αυθυποβολή. «Ο Δημόκριτος υποστηρίζοντας ότι κάθε τι που φανερώνεται στον άνθρωπο και του δίνει την αίσθηση ότι υπάρχει, είναι κιόλας αληθινό» υποδηλώνει ότι ο Ελύτης παραστέκει θετικά στην άποψη (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 130).  Το θέμα, λοιπόν, μακράν των ορθολογιστικών σκέψεων, κινείται μεταξύ μεταμορφώσεων, συμβολισμών, υποδηλώσεων, αισθήσεων. Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Τρία στοιχεία διαφορετικής υπόστασης συμβάλλουν στη γέννηση και αναγέννηση της χώρας μας. Και γιατί να μην τον βλέπουμε; Γιατί το φως του καίει και η λάμψη του τυφλώνει. Κάτι από Βάρναλη και από  Καρυωτάκη εδώ παίζει, αλλά προφανώς από την ανάποδη διότι ο Θεός του Ελύτη δεν είναι ο εκδικητικός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης αλλά ο Θεός της αγάπης που βρίσκεται διαρκώς μπροστά μας, πανταχού παρών, πίσω από κάθε πλάσμα της Δημιουργίας του. Καλυμμένος στο απέραντο μπλε και όχι μόνο, επιβλέπει το «έχει» του. Το μπλε δεν είναι αποκλειστικά του ουρανού και της θάλασσας, γιατί θα το δούμε και στις μπλε Μυρτίλλες, και στην μπλε Ιουλίτα, σε πολλά άλλα ακόμη, αλλά και στην «μικρή πράσινη θάλασσα» που όσο κι αν είναι «πράσινη», θάλασσα θαλασσιά είναι.

Το μπλε στις παραλλαγές του παίζει σε πολλά επίπεδα συμβολισμών.
Άλλοτε είναι το μπλε της αιωνιότητας και άλλοτε το μπλε το τελευταίο προ του μαύρου στάδιο. Σύμφωνα με τον τίτλο μας, παντού μπλε, παντού ο Θεός. Μα και το μπλε μια παραλλαγή της αχτίδας είναι, επομένως συγγενικό με κάθε άλλο χρώμα κι ας φαίνεται τελείως διαφορετικό. Η αχτίδα, αφού πέρασε όλες τις φάσεις της ηλικίας της, έφτασε στο τέλος της, οπότε υπερβαίνοντας τις χρωματικές της παραλλαγές εισβάλλει στην περιοχή των χρονικών αναλογιών. Ο Ελύτης παρέλαβε, κληρονομικώ δικαιώματι, από τους Αρχαίους Έλληνες τις Μεταμορφώσεις-προσωποποιήσεις. Οι πρόγονοί μας έδωσαν πρόσωπο σε κάθε δύναμη της φύσης και της ζωής, σε κάθε ιδέα και σε όλες τις αφηρημένες έννοιες. Έτσι, τη γονιμοποιητική δύναμη του ανθρώπου την απέδωσαν στον Δία, ενώ στον γιο του, τον Διόνυσο ή Βάκχο, την ερωτική έκσταση που διοχετεύεται στον άνθρωπο με το χιλιοτραγουδησμένο παυσίλυπο αλλά και διεγερτικό κρασί. Κρασί για να γλεντήσει ο άνθρωπος στις χαρές, κρασί στο καθημερινό τραπέζι για να ξεκουραστεί από τον κόπο της ημέρας, κρασί για να ξεχάσει τις λύπες. Ο πάντα μεθυσμένος και τολμηρός στις χειρονομίες Διόνυσος, με τούτο ή εκείνο το όνομα, συμβόλιζε τη δύναμη της ζωής, την ερωτική ορμή της και την έκσταση που βγάζει από τη λογική. «Ο André Breton θεωρούσε τον έρωτα τη μοναδική ευκαιρία του ανθρώπου που έρχεται σε μια προνομιούχα στιγμή για να καταξιώσει την ύπαρξή του» (Τα Μανιφέστα του Σουρεαλισμού, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σημειώσεις, Ελένη Μοσχονά, Δωδώνη 1972). Αν ο κόσμος είναι ένα δάσος ενδείξεων τότε για τον Ελύτη είναι και αποδείξεων.


Πίσω από όλα τα χρώματα, λοιπόν, στα βουνά με «τον σπόνδυλο κάποιανου Δία», στα ρυάκια, στις πηγές, στις βρύσες του Μαυρογένη, με «το πέτρινο χέρι του μεσημεριού», τις στεριές και τις θάλασσες παντού βρίσκεται ο Θεός και ο ποιητής πίσω από τις λέξεις του. Με τα δικά του μάτια και στον δικό του κόσμο θα δούμε να κυκλοφορούν άγγελοι με φτερά, νεράιδες και νύμφες, ο ήλιος σαν τράγος με κερασφόρο κεφάλι, η Ηχώ μια Κόρη με λευκό σαντάλι, η Αγνότητα ένα μυρωδικό, σκίνο, μύρτο, μέντα, λουίζα, δυόσμος, βασιλικός, ο μυρωδάτος νάρκισσος ένα αγόρι απελπισμένο ή καταγοητευμένο με την ομορφιά του, οι άγριοι βράχοι δυνατές παρορμήσεις, ο βοριάς κόκορας που λάλησε, οι ψιλές ασημένιες κλωστές των βουνών μαλλιά νέας κοπέλας. Αλλά και οι ήχοι. Μιλάει τη δική του γλώσσα το μούρμουρο της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων, τα
ρυάκια, κι ο γκιώνης παίρνει τη φωνή του σκοτωμένου.


Ακόμα και στην ευρωπαϊκή τέχνη ένας ρωμαλέος άντρας σε έναν πίνακα είναι ένα ποτάμι. Μια κόρη με μια στάμνα στον ώμο είναι μια πηγή. Στον ουρανό ψηλά ένας αστερισμός -η μεγάλη ή η μικρή άρκτος- μια κυνηγημένη κόρη. Η «Πούλια που ’χει εφτά παιδιά» είναι η Κυρά της Ποίησης που κάνει βόλτες πάνω από το κεφάλι του τις νύχτες της αγρύπνιας του.

Αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι το στρογγυλό σχήμα επαναλαμβάνεται∙ θα το βρούμε παντού. Στο σχήμα της φύσης, στην κοιλιά της ετοιμόγεννης θάλασσας «με χίλια δυο καράβια», σαν την κοιλιά της ετοιμόγεννης γυναίκας. Στα κορίτσια με τα «χλωρά πανέρια τους», στα φρούτα των δέντρων και στα άλλα, στην πιατέλα του ζωγράφου, αφού όλα του θεού τη δύναμη κρύβουν μέσα τους και δημιουργήματά του είναι. Ειδικά το «ερεβοκτόνο ρόδι», παιδί της τρελής ροδιάς που επιμένει να γεμίζει την ποδιά της με ρόδια.


Αυτό το ρόδι με το τέλειο σχήμα, το κόκκινο χρώμα και τα άπειρα κόκκινα σπόρια! Τι θαύμα της δημιουργίας είναι και τι ερωτικό και θεϊκό σύμβολο, το οποίο σε προκαλεί να το χαϊδέψεις. Ως ερωτικό, αλλά και θεϊκό συνάμα το βλέπουμε στην περίπτωση της κρίσης του Πάρι. Ο Fridel διορθώνει: ο Πάρις ρόδι προσέφερε στην Αφροδίτη, όχι μήλο. Η λέξη «μήλο» σημαίνει τον καρπό, γενικώς∙ όποιον καρπό. Κυδώνιον μήλον, αποκαλεί ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης το κυδώνι. Αποκλειστικά ως θεϊκό σύμβολο το ρόδι εμφανίζεται στους πίνακες ζωγραφικής∙ του Μποτιτσέλι π.χ. στη Ρώμη και του Φιλίππο Λίππι στο Παλάτσο Πίττι στη Φλωρεντία, όπου ο Χριστός, στην αγκαλιά της Μαρίας, κρατάει ρόδι. Στο Πνευματικό Άσμα του Σταυρού, το ρόδι συμβολίζει τα μαρτύρια του Χριστού, τις αρετές του Θεού και τα προτερήματά του, την απόλαυση του θεϊκού έρωτα και την τέρψη. Γενικότερα, και ως προς το σχήμα το τέλειο, ο πολύς Μπόρχες καταθέτει ότι ο Pascal θεωρούσε τη φύση ως μια άπειρη σφαίρα που το κέντρο της είναι παντού και η περιφέρεια πουθενά. Τη σφαίρα αυτή ο Pascal πρέπει να τη συνάντησε στον Rabelais (ΙΙΙ, 13), που την αποδίδει στον Ερμή τον
Τρισμέγιστο ή στον συμβολικό Roman de la Rose, που την πιστώνει στον Πλάτωνα. Λίγο ενδιαφέρει∙ αυτό που έχει σημασία είναι πως η μεταφορά, που χρησιμοποιεί ο Pascal για να ορίσει τον χώρο, έχει χρησιμεύσει στους προγενεστέρους του (και στον Sir Thomas Browne, στο Religio Medici) για τον ορισμό της θεότητας. Δεν είναι το μεγαλείο του Δημιουργού που συγκλονίζει τον Pascal, αλλά το μεγαλείο της Δημιουργίας».


Ο Αχιλλέας Κυριακίδης σχολιάζοντας την παραπάνω άποψη, γράφει: 
«Αν θυμάμαι καλά, η Ιστορία δεν καταγράφει κωνικούς, κυβικούς ή πυραμιδοειδείς θεούς, παρά μόνο είδωλα. Αντίθετα, το σχήμα της σφαίρας είναι τέλειο και αρμόζει στη θεότητα (Κικέρων: De natura deorum, II, 17). Σφαιρικός ήταν ο θεός για τον Ξενοφάνη και για τον ποιητή Παρμενίδη. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ο Εμπεδοκλής (απόσπασμα 28) και ο Μέλισσος θεωρούσαν τον Θεό μια άπειρη σφαίρα. Ο Ωριγένης έγραψε πως οι νεκροί θα αναστηθούν σε σχήμα σφαίρας∙ ο Fechner (Vergleichende Anatomic der Engel) έδωσε αυτό το σχήμα (που είναι το σχήμα του οπτικού οργάνου) στους αγγέλους. (Χόρχε Λούις Μπόρχες, Διερευνήσεις, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον 1990).

Κι έτσι η τρελή ροδιά στις θολωτές καμάρες θαυματοποιείται και θαυματουργεί μαζί με τα άλλα δέντρα, τα εσπεριδοειδή, όπως η μικρή νεραντζιά που επιμένει, κόντρα σε κάθε λογική, να φυτρώνει μέσα στα νερά, «ανάμεσα Σύρο και Τζια», ενώ στης «Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών», θαυματουργεί το δελφινοκόριτσο, μια γοργονίτσα δηλαδή, που «δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται/ ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται», όχι για να υποβάλει την γνωστή ερώτηση για τον Μέγα
Αλέξανδρο, αλλά για να κάνει τσάρκα, μια βόλτα, έναν κύκλο να απολαύσει τη βαρκάδα ή, απλώς, για να μας υπενθυμίζει τον ρόλο του πομπίλου- δελφινιού που συνόδευε τα καράβια και προστάτευε τους ναυτικούς. Πάνω στη βάρκα δυο ερωτευμένοι, δοσμένοι στην αυτάρκειά τους δεν θέλουν τίποτα πέρα από τον έρωτά τους. Ό,τι άλλο παρεμβληθεί διασαλεύει την θεϊκή ιερή ερωτική αρμονία:.

Φύγε από κει μωρέ πουλί / και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες/ ίσα που παίρνει δυο καρδιές
Είναι το ιερό ζευγάρι, που ανάμεσά τους τρίτο άλλο δεν χωρεί.

Η Μαρίνα είναι η προσωποποίηση του αινίγματος της ζωής, η «Μικρή πράσινη θάλασσα» η ιέρεια της ποίησης, η ανδρεία στα στήθη του αντρός και ο τίμιος αγώνας με την Αρετή, και άλλες κόρες, νέες και όμορφες, όπως οι έννοιες Ελευθερία, Ελπίδα, Δικαιοσύνη, Αλήθεια.

Συχνά θα δούμε την ποίηση σαν «Κόρη που ’φερνε ο βοριάς». Ο ποιητής την είδε κάπου εκεί στην ερημιά, σ’ ένα εκκλησάκι την στιγμή που εκείνη κατέβαινε κι όλη η φύση αναστατώθηκε και η «πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε». Η Ποίηση, όπως είπαμε, για να εμφανιστεί απαιτεί ιερότητα και προσήλωση. Εκείνος στην ερημιά του σε κατάσταση αναμονής κι ελπίδας κι εκείνη επιτέλους ήρθε φυσημένη από τον βοριά. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι θεοί παίρνουν ανθρώπινη μορφή και αναμειγνύονται στις δουλειές των ανθρώπων. Η Αθηνά, Μέντορας του Οδυσσέα π.χ. αλλά και ο Δίας που άλλοτε σαν Κύκνος κι άλλοτε σαν Χρυσή βροχή επιλέγει ένα κορίτσι για να το γονιμοποιήσει και να διαιωνίσει το είδος των θεών και των ανθρώπων, «η μέλισσα να αρχινίσει το χρυσό της παιχνίδι» κι ο ζέφυρος να φουσκώσει «τις λευκές ποδιές» τους. Οι άνεμοι γενικά. Όπως και στο γράμμα Σ: Σ- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει, μας λέει ο
Ελύτης στον Μικρό ναυτίλο, 28) .. «αν την ξαναφυσήξει ο άνεμος, η φύση θα κατοικηθεί από χιλιάδες μυστικά σήματα∙ και το στοιχείο του αχόρταγου που παραφυλάει μέσα μας θ’ ανοίξει το στόμα του ζητώντας κι άλλα κι άλλα» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 124). Βλέπετε είναι οι Σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε / που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια/ που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται... (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»). Κι ακόμα, Ξοδεψα πολύν άνεμο να μεγαλώσω («Μυρίσαι το Άριστον», XV). Οι συγγενείς μου όλοι, θεοί θείοι και ξάδελφοι...


Η Αλκμήνη μας παρέχει ένα άλλο πολύ ωραίο παράδειγμα μεταμόρφωσης ή κεκαλυμμένης θεότητας. Η ωραία Αλκμήνη που μόλις έχει αποχαιρετήσει τον σύζυγό της τον Αμφιτρύωνα που φεύγει για τον πόλεμο, με έκπληξη τον βλέπει να επιστρέφει και για τρεις νύχτες να μην βγαίνει ο ήλιος κι εκείνος από το κρεβάτι της. Μα δεν είναι ο Αμφιτρύων, αλλά ο Δίας που πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και κράτησε τον ήλιο να μη βγει για να απολαύσει τον έρωτα της, πριν επιστρέψει ο αληθινός Αμφιτρύων από τον πόλεμο και διακόψει την ιεροτελεστία του έρωτα. Από τον Δία η Αλκμήνη γέννησε τον Ηρακλή και από τον Αμφιτρύωνα τον Ιφικλή.
Και γιατί αυτό; θα απορούσε ο αφελής. Μα ο έρωτας είναι θεϊκό δώρο και «αν θέλει ο Θεός» το νέο ζευγάρι θα αποκτήσει απογόνους. Ο μύθος κρύβει την αλήθεια του. Ο έρωτας της έκστασης και της οργιαστικής ορμής θα φέρει καρπό. Σκέφτομαι αν αυτές οι τρεις νύχτες του Δία συνδέονται με εκείνες τις τρεις μέρες που χρειαζόταν και ο Δον Ζουάν για μια γυναίκα∙ μία για να την αποπλανήσει, μία για να την γλεντήσει και μία για να την εγκαταλείψει...

Η μεταμόρφωση δεν αφορά μόνο την εξωτερική εικόνα. Συχνά οι άνθρωποι αλλάζουν από μέσα. Αλλάζουν χαρακτήρα για να πετύχουν κάτι, κι έπειτα επιστρέφουν σ’ αυτό που ήταν πάντα. Κάνουν δηλαδή ό,τι και ο Δίας, αλλά με άλλες πολλές σκοπιμότητες. Ακόμα και ένα κτίσμα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μεταμόρφωση που μέσα του κρύβει ένα πρόσωπο. Ο Φαίδρος μιλάει στον Σωκράτη και τον ενημερώνει πως ο ναός προς τιμή του Ερμή … «δυο βήματα πέρ’ από  δω… τέσσερις κίονες, ρυθμός απλός, είναι η εικόνα μιας κόρης από την
Κόρινθο και της ευτυχισμένης αγάπης μας. Παρασταίνει πιστά τις ιδιαίτερές της αναλογίες» (Πολ Βαλερύ, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, σελ.36).

Εδώ θα κάνω μια μεγάλη στάση. Ο Ελύτης επισκέφτηκε κάποτε το νησί Στροφάδες που ανήκει στη Ζάκυνθο κι εκεί γνώρισε την Παναγία την Παντοχαρά, Την των Πάντων Χαρά. Άφησε λοιπόν εντολή, και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου την πραγματοποίησε στις 6 Αυγούστου 2011, δηλαδή 100 χρόνια από τη γέννησή του, να χτιστεί εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία Παντοχαρά στη Σίκινο. Τα θυρανοίξια έγιναν επισήμως... Όμως εκεί στην άκρη της θάλασσας όπως στην Παναγία τη Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό, ή στην άκρη του γκρεμού είναι πάντα ο ίδιος ο ποιητής. Στο Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου, «Κυριακή, 5β», διαβάζουμε:


Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες. Πάντα ο ίδιος, στο ίδιο τοπίο. Ερημικό, απόκρημνο, πάνω στους βράχους, πλάι στη θάλασσα. Τι είναι λοιπόν αυτό το εκκλησάκι, πέρα από Τάμα στην Παναγία Παντοχαρά; Δεν χρειάζεται πολύ για να πει κανείς πως είναι ο Άνθρωπος, σαν την «Μαρίνα των βράχων», «δίχως χτες και αύριο», ο ίδιος στην Χοζοβιώτισσα και όπου αλλού περίμενε υπομονετικά να έρθει ο άγγελος, το μήνυμα, η Κόρη, ο Θεός, η λάμψη... Ο ποιητής από χρόνια μας είχε πει: «από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό και κάθομουν να τον φυλάγω». Ακριβώς έτσι, και τώρα.


Ο Ελύτης ήταν βαθιά θρησκευόμενος, όμως πέρα από σχήματα, τυπικό και αποκλειστικότητες. Για τον Ελύτη ο Θεός είναι παντού μέσα στη φύση, στο μπλε κι όλα τα χρώματα. Και τώρα είναι κι ο ίδιος στην άκρη του γκρεμού του, στην αγκαλιά του Αιγαίου του, στης Παναγίας Παντοχαράς τα χέρια, κρυμμένος στο εκκλησάκι του, ξοδεύοντας σαν τον Θεό το άγιο μπλε στη Σίκινο, νησί που δεν εγνώρισε ποτέ όσο ζούσε.

Ανθούλα Δανιήλ

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Νοεμβρίου 2023