Εκτύπωση του άρθρου

 

 

 

…ἐπεὶ τὸ αἰσθάνεσθαι κρίνειν ἐστί, κρίνειν
δ᾿ ἔστιν ὀρθῶς καὶ μὴ ὀρθῶς, καὶ περὶ αἴσθησιν
ἂν εἴη ὀρθότης καὶ ἁμαρτία.

Αριστοτέλους Τοπικών Β:4

 

ΚΡΙΝΩ – χωρίζω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος, επιλέγω, εκλέγω, προτιμώ, εκφέρω απόφαση περί αγώνος, εκλέγομαι, διακρίνομαι, εκφέρω αποφάσεις διεστραμμένες και άδικες, διαφωνώ, φιλονικώ, μάχομαι, ερμηνεύω, επεξηγώ, αποφασίζω, εξετάζω, κατηγορώ, φέρομαι σε δίκη, καταδικάζω, κατακρίνω, τρίζω, σκληρίζω όπως η γλαυξ με τα γλαυκά, τ’ αστραποβόλα, μάτια.

Χρειάστηκαν μερικοί αιώνες για να εκπέσει το ρήμα σε ουσιαστικό και να εκχωρηθεί στην βούληση της «αλήθειας», σαν μηχανή σχηματισμού αποφάνσεων. Στο μεταξύ, η ποίηση θα έπρεπε να σεβαστεί την τάξη του ηγεμονεύοντος λόγου. Και το έκανε – μοιραία στις πλέον ασήμαντες περιπτώσεις της. Οι προσπάθειες περιορισμού των ισχυρών ποιητών στο αἰσθάνεσθαι επιβεβαιώνει την άποψη του Novalis, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής είναι οι Αντίποδές του. Διότι, ποια περιοχή από την αχανή σημασιακή επικράτεια της έννοιας δεν κατοικεί η ποίηση;

Η ποίηση -είτε πρόκειται για τα ομηρικά έπη είτε για την «Έρημη Χώρα» του T. S. Eliot- κάνει τρία πράγματα: Κινητοποιεί, Ρυθμοποιεί, Μυθοποιεί. Η κινητοποίηση, η ρυθμοποίηση και η μυθοποίηση είναι όψεις της μίας συμπαγούς και ακαριαίας στοχαστικής κίνησης, που συγκροτεί τα ποιητικά «αντικείμενα», φωτίζοντας την αλήθεια τους. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η έννοια της αλήθειας, με την μορφή της ενάργειας σχετίζεται οργανικά με την ποίηση ως ενάργεια – παρά τις περί του αντιθέτου γνώμες των φιλοσόφων από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, οι οποίοι θεωρούν πως η αλήθεια είναι αποκλειστικό προϊόν της έλλογης δραστηριότητας του υπερβατολογικού υποκειμένου, του υποκειμένου που εγκαταλείπει την εμπειρική, βιωματική οπτική γωνία για να κρίνει : να εκφέρει επίσημη και τεκμηριωμένη άποψη για ένα θέμα, μετά από λογική διεργασία. Όντως, η αλήθεια της φιλοσοφίας και της επιστήμης είναι αυτό. Αλλά είναι παράλογος ο ισχυρισμός πως μόνο οι φιλοσοφικές και επιστημονικές προτάσεις μπορούν να είναι αληθείς. Οι τέχνες, με πρώτη την ποίηση, αποκαλύπτουν πλευρές, όψεις, σκιάσεις του κόσμου διαφορετικές από αυτές που αποκαλύπτουν η φιλοσοφία και η επιστήμη. Υπάρχει κάποιο είδος κατηγόρησης, που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει ποιητική και ίσως η αρχή της ασαφούς λογικής, σύμφωνα με την οποία: «Μια μη αληθής πρόταση δεν είναι αναγκαστικά ψευδής» να δίνει κάποια ιδέα για τον χαρακτήρα των ποιητικών προτάσεων. Μπορείς να πεις: «Η Ποίησις είναι ανάπτυξι  στίλβοντος ποδηλάτου» και να έχεις δηλώσει μιαν αλήθεια, παρά το γεγονός πως η ποίηση και τα ποδήλατα δεν έχουν την παραμικρή σχέση. Κανένα στοιχείο ή μέρος της ποίησης δεν είναι ποδήλατο – και το αντίστροφο. Ο ορθός λόγος θα χαρακτήριζε την απόφανση του Εμπειρίκου ως μη συνεκτική. Αλλά αυτή η απουσία συνοχής θα υφίστατο εντός της στοχαστικής περιοχής του ορθού λόγου, υπό της προϋποθέσεις της δικής του εναργούς θέασης του κόσμου. Ωστόσο, η κίνηση ενός ποδηλάτου το οποίο λάμπει κάτω από τον ήλιο μιας όμορφης ημέρας, μπορεί να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο το ίδιο συναίσθημα, που του προκαλεί ένα όμορφο ποίημα. Αυτή η σύγκριση μπορεί να τον οδηγήσει στην αιφνίδια αποκάλυψη ορισμένων χαρακτηριστικών της ποίησης, όπως η απλότητα, η φυσικότητα, η κίνηση, η απόλαυση… Ο στίχος του Ανδρέα Εμπειρίκου προτείνει στον αναγνώστη να εποπτεύσει το ποίημα ως εάν ήταν ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου και μάλιστα εκφράζει την πρότασή του με τον τρόπο μιας λογικής πρότασης. Δηλώνει μιαν αλήθεια, η οποία ούτε ακυρώνει ούτε ακυρώνεται από την κατεξοχήν επιστημονική και φιλοσοφική αλήθεια. Η ποιητική κατηγόρηση και η ποιητική αλήθεια ανήκουν σε άλλη περιοχή του Λόγου. Κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει ένα βιβλίο με ποιήματα, για να κάνει βόλτες με ποδήλατο. Κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει ένα ποδήλατο για να διαβάσει ποίηση. Καθένας όμως θα μπορούσε να απολαύσει ένα ποίημα σαν βόλτα με ποδήλατο μιαν ηλιόλουστη μέρα ή να απολαύσει μια βόλτα με το ποδήλατό του, σαν ποίημα. Η αντιπαραβολή επιστημονικών ή φιλοσοφικών και ποιητικών αληθειών είναι περισσότερο και από ανοησία. Η αλήθεια διαδραματίζεται μέσα στην γλώσσα και το είδος της εξαρτάται από την στάση του υποκειμένου απέναντι στην σχέση της γλώσσας με την εμπειρία. Επιπλέον, είναι εντελώς αδύνατον να αποδείξουμε πως η ποίηση και το ποδήλατο, ως όντα παρευρισκόμενα στον κόσμο, με διαφορετικούς οντολογικούς προσδιορισμούς, αλλά στον ίδιο οντολογικό ορίζοντα με εμάς, στην ίδια με εμάς οντολογική συνθήκη, δεν καταθέτουν καθ’ αυτά τούς καθόλα πραγματικούς σχετισμούς τους στα συναισθήματα, τις παραστάσεις και τις επιθυμίες μας, όπως αυτά αποκρυσταλλώνονται σε γλώσσα.  Θα ήταν ίσως απλούστερο -για λόγους επιστημονικούς ή και φιλοσοφικούς- να αντικαταστήσουμε την λέξη «αλήθεια» με την λέξη «αξία», για να προσδιορίσουμε το αποτέλεσμα μιας ποιητικής κατηγόρησης. Το ποίημα αξιολογεί την πραγματικότητα – είναι προφανές, αφού η πρόκληση συναισθημάτων δεσπόζει στην αναγνωστική πρόσληψή του. Ωστόσο, οι αξίες είναι αλήθειες από όλες τις πλευρές ή τουλάχιστον εντεύθεν του γλωσσικού ορίζοντα μιας πολιτιστικής κοινότητας. Το μόνο που θα καταφέρναμε με αυτήν την αντικατάσταση θα ήταν η πλήρης συμμόρφωση της ποίησης με τον ρόλο που της επιφυλάσσει η θετική σκέψη: επιφύλαξη άχρηστη, επιστημολογικά διάτρητη και αυταρχική.   

Η γλώσσα -όπως γνωρίζουμε- αποτελείται από λέξεις και σύνταξη. Οι λέξεις ονοματίζουν τα πράγματα – η σύνταξη τα διαχωρίζει ή τα ενώνει, είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά τους και οι σχέσεις τους. Δεν είμαστε εντελώς κλεισμένοι μέσα στην γλώσσα, αφού μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε -εντός των ορίων της- με διάφορες παραλλαγές και μπορούμε επίσης να εξετάσουμε την αντιστοιχία των αποφάνσεών μας με τα πράγματα. Το γεγονός πως δεν μπορούμε ή θεωρούμε μάταιο να εξετάσουμε αν μια τρικυμία έχει γεύση, δεν σημαίνει καθόλου πως η έκφραση, του Οδυσσέα Ελύτη, «γεύση τρικυμίας» δεν δηλώνει μιαν αλήθεια. Την δηλώνει και αυτό αποτυπώνεται ή εκφράζεται με ένα αίσθημα διαύγειας το οποίο αναμφίβολα συνοδεύει και το αίσθημα της ορθολογικότητας, το οποίο -όπως έλεγε ο πραγματιστής φιλόσοφος Γουίλιαμ Τζέημς- εγείρει κάθε επιτυχής επίλυση προβλημάτων της λογικής. Εννοείται πως το ποιητικό υποκείμενο που προβαίνει σε αυτήν την κατηγορική ενέργεια, δεν θεωρεί  απαραίτητη την θεματοποίηση της ίδιας της ενέργειάς του, προκειμένου να διασφαλίσει την εγκυρότητα της αλήθειας του. Μπορεί ωστόσο να πάρει την ευθύνη της δικής του αλήθειας ως λογικό υποκείμενο.  Το ποιητικό εγώ είναι ένας παίκτης σε αυτό το παιχνίδι που ένας σπουδαίος δάσκαλος της Φαινομενολογίας ονομάζει: «το παιχνίδι της αλήθειας». Αυτή η διαδικασία αποκάλυψης αλήθειας μπορεί να μοιάζει με μίμηση της κατεξοχήν διαδικασίας, αλλά χρειάζεται πολύς πολιτικός πλατωνισμός για να θεωρήσουμε τις ανθρώπινες ενέργειες μιμήσεις πέντε ή δέκα θεμελιωδών αρχών. Το ποιητικό υποκείμενο είναι κατηγοριακό, καταθέτει κρίσεις οντολογικές, διαπλάθει έναν κόσμο που μόνο φαινομενικά είναι άλογος – στην πραγματικότητα έχει την δική του συνοχή και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το πλήθος των συνάψεών του με τον κόσμο, όπως τον διαρθρώνει η καθημερινή εργαλειακή ζωή.

Γιώργος Μπλάνας


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2022