Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Η έκρηξη που σημειώθηκε την τελευταία τριακονταετία στον χώρο της νέας ελληνικής ποίησης, με την εμφάνιση και την κυκλοφορία πολλών πρωτόλειων ποιητικών έργων, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη, ίσως μάλιστα περισσότερο εντατικοποιημένη, επανεμφάνιση παλαιότερων ποιητών με νέες ποιητικές συλλογές, διαμόρφωσε ένα πολυσύνθετο ποιητικό σκηνικό, μία αξιοσημείωτη πολυφωνία που εγείρει αξιώσεις μελέτης για τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη, εν προκειμένω η τέχνη της ποίησης, λειτούργησε σαν πόλος έλξης ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που θέλησαν να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν στους εκφραστικούς της τρόπους. Οι τρόποι αυτοί, μάλιστα, φαίνεται πως αποτέλεσαν ένα ευρύ πεδίο πειραματισμού, αφού, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η ποίηση μετήλθε και δοκίμασε διάφορες μορφές και μορφοποιήσεις που, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν σχεδόν αδύνατο ή αδιανόητο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσαν να συν-εμφανιστούν και να συνυπάρξουν.

Πιο συγκεκριμένα, σχεδόν ταυτόχρονα, πλάι στον ελεύθερο στίχο, που διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη σύγχρονη ποίηση, εμφανίζονται ποιήματα που προσεγγίζουν ή προσιδιάζουν στη λεγόμενη ελευθερωμένη στιχουργία - σε μία μορφή δηλαδή που κινείται ανάμεσα στην παραδοσιακή και την ελευθερόστιχη ποίηση - ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές και φόρμες, αλλά και πεζο-ποιήματα, ποιητικές δηλαδή συνθέσεις σε πεζό λόγο που, κατά κάποιον τρόπο, «ακυρώνουν» τον στίχο ως δομική μονάδα του κειμένου, όχι, όμως, και τον ρυθμό που παραμένει ποιητικός και διατηρεί την καταγωγή και την εξάρτησή του από την ποιητική τέχνη και τεχνική. Οι τέσσερις αυτοί προσανατολισμοί και οι αντίστοιχες εκφραστικές κατευθύνσεις εμφανίστηκαν σε διαφορετικό χρόνο μέσα στην ελληνική ποιητική πραγματικότητα, με καθεμία από αυτές να αποτελεί σταθμό στην πορεία της ποίησης και στον τρόπο με τον οποίο αυτή εξελίχθηκε και απέκτησε τη δική της ιστορία και θεωρία. Τώρα, όμως, για πρώτη φορά, εμφανίζονται όλες μαζί να λειτουργούν παράλληλα ή παράπλευρα και να διεκδικούν, η καθεμία για λογαριασμό της, τη θέση μίας ποιητικής, μιας αντίληψης δηλαδή με την οποία πρέπει να υπάρχει και να υπηρετείται η τέχνη και ο λόγος. Παρά το γεγονός πως οι τέσσερις αυτές αναδεικνούμενες πτυχές της σύγχρονης ποίησης, σε ό,τι αφορά τη μορφοποίηση του ποιητικού κειμένου, παρουσιάζονται ως πρωτοβουλίες ή προτάσεις που δείχνουν ένα και μοναδικό δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει και μπορεί να τεχνουργείται το ποίημα, στην πραγματικότητα σφραγίζονται από τη βαθιά γνώση, την συνειδητοποίηση ότι αποτελούν μία και μόνη εκδοχή, η οποία κερδίζει την αυτοτέλεια και την αυτονομία της ακριβώς επειδή συνυπάρχει, συντονίζεται και εξελίσσεται μαζί με τις άλλες.

Πρόκειται, στην ουσία, για μια πρωτόφαντη και πρωτοφανή διεύρυνση των όρων και των ορίων της ποιητικής τέχνης που, για πρώτη φορά, ανοίγει και ανοίγεται τόσο, ώστε να αποτελέσει ένα ευρύ και εκτεταμένο πεδίο πειραματισμών και δοκιμών σε νέους τρόπους, νέους ποιητικούς τόπους και νέες μεθόδους. Η άμβλυνση αυτή του ποιητικού πεδίου έρχεται για να επικυρώσει μία απελευθέρωση που η ίδια η ποίηση πρωτίστως είχε ανάγκη, μία ανάγκη που προκάλεσαν και, ταυτόχρονα, κλήθηκαν να ικανοποιήσουν οι θεράποντές της. Θα ήταν εύκολο και εύλογο, συγχρόνως, όμως, βιαστικό, να ισχυριστεί κανείς ότι η διαφορετική έκφραση, η σύσταση και η συγκρότηση κάθε ποιητικής ιδιοπροσωπίας και «φωνής» υπήρξε αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών και παρορμήσεων, συνέπεια της επιθυμίας των ποιητών να αναγνωρίσουν το ιδιαίτερο ποιητικό τους στίγμα και να αναγνωριστούν μέσα από αυτό. Η επικράτηση της μορφικής αυτής ποικιλομορφίας, όμως, φαίνεται πως υπήρξε πολύ περισσότερο μία ενδόμυχη επιθυμία και ένα εσωτερικό κέντρισμα που προήλθε από την ίδια την ποίηση η οποία, με αυτόν τον τρόπο, θέλησε να καθρεφτίσει και να αναπαράγει την εγκόσμια κοινωνική ανάγκη για την αποδοχή και την ένταξη του διαφορετικού μέσα στους κόλπους της. Γιατί αν η ποίηση είναι ένας τρόπος εναγκαλισμού του κόσμου και, μέσω αυτού, μία προσπάθεια για την αναμόρφωσή του, αντιλαμβάνεται κανείς τον λόγο που αυτό το άνοιγμα της ποίησης σε νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές πραγματοποιήθηκε με τέτοιο θάρρος και τέτοια επίγνωση της αναγκαιότητας και της καίριας και καταλυτικής του σημασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η στροφή ή η αλλαγή πλεύσης στο ποιητικό τοπίο συνοδεύτηκε από το αίτημα για μία κοινωνική αναμόρφωση και αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν αντιληπτό το διαφορετικό και οι συνιστώσες του. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν ευτυχή αντικατοπτρισμό μιας κοινωνικής επιταγής πάνω στην ποιητική λειτουργία και δημιουργία, ένα είδος «ηχούς» που εκκινεί από την ποιητική πράξη και πρακτική, φιλτράρεται μέσα από την αντίστοιχη κοινωνική, για να επιστρέψει πάλι πίσω στην ποίηση.

Αν, ωστόσο, μείνει κανείς σε αυτή την πρώτη ερμηνεία, θα αντικρίσει το όλο ζήτημα μονόπλευρα και, σε μεγάλο βαθμό, μονοδιάστατα. Γιατί μια τέτοια εξήγηση ούτε αρκετή είναι, ούτε μπορεί να αποδώσει τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα του φαινομένου η οποία απορρέει ξεκάθαρα από τη φύση και τη λειτουργία της τέχνης, από τη στιγμή που αυτή δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην αναπαραγωγή κοινωνικών αιτημάτων και δεδομένων, αλλά στην κυριολεξία τα προκαλεί, τα γεννά και τα παράγει. Με άλλα λόγια, το αίτημα για την αποδοχή της διαφορετικότητας, της μορφικής διαφορετικότητας, εν προκειμένω, μέσα στην ποίηση, με την αρμονική συνύπαρξη των διάφορων σχολών, ρευμάτων, κινήσεων, επιλογών ή προτάσεων, αλλά και η πραγμάτωσή του κατά τρόπο φυσικό και αβίαστο, έτσι ώστε να μην εγείρει ακόμα και την πιο διακριτική διαφωνία, διάσταση ή ένσταση, λειτούργησε, κατά τρόπο υποδόριο και κρυπτικό, σαν προτύπωση αυτού που θα αποτελούσε ένα ευρύτερο κοινωνικό αίτημα, πάγιο και επιτακτικό. Η ισχύς, βεβαίως, αυτής της υπόθεσης προϋποθέτει την αποδοχή της άποψης που θέλει την πνευματική κίνηση και ζωή, τα τεκταινόμενα στον χώρο της τέχνης να προηγούνται και να προετοιμάζουν την κοινωνική και την εν γένει ανθρώπινη συνθήκη. Αν, λοιπόν, εκκινήσει κανείς από την άποψη αυτή, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από την ιστορία της τέχνης και των ιδεών, θα μπορέσει να αποδεχθεί τη θεώρηση αυτή ως έγκυρη και ορθή, ακόμα κι αν μοιάζει κάπως τολμηρή ή παρακινδυνευμένη.

Με την προϋπόθεση, επομένως, ότι η ποίηση είναι ο χώρος όπου πρώτα συντελείται η απελευθέρωση και οι όποιες αλλαγές, αλλά και ο χρόνος κατά τον οποίο εμφανίζονται τα πρώτα σημεία ενός ανοίγματος σε νέες μορφές και νέους εκφραστικούς τρόπους, νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει ότι, τελικά, αυτό που συνέβη στην κοινωνική πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, η εστίαση, δηλαδή, του ενδιαφέροντος στη διαφορετικότητα, στο σεβασμό και την ανάδειξή της ως κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος, είναι αποτέλεσμα και προϊόν τέχνης, είναι ένα αληθινό καλλιτεχνικό δημιούργημα, ένα στην κυριολεξία «ποίημα». Η μορφή, άλλωστε, αποτέλεσε πάντα ένα είδος γέφυρας για την επικοινωνία του καλλιτέχνη με το κοινό του, υπήρξε ανέκαθεν η άμεση και οικεία πλευρά του έργου τέχνης, το στοιχείο εκείνο που γίνεται με άκρα ευθύτητα αντιληπτό από τον αποδέκτη. Πάνω στη βάση αυτή, είναι λογικό η ποικιλομορφία, οι διαφοροποιήσεις και οι ποικίλες εκδοχές να προσφέρουν την πρόκληση της αναπαραγωγής τους στην κοινωνία με τους όρους που η τέχνη θέτει και, μάλιστα, με τον βασικότερο από αυτούς, την προάσπιση, δηλαδή, της ελευθερίας του καλλιτέχνη για τη διάνοιξη νέων δρόμων και δυνατοτήτων καλλιτεχνικής έκφρασης, κυρίως, όμως, την αρμονική συνύπαρξη και ένταξη του επιμέρους και του διαφορετικού στο σύνολο σώμα της ποίησης, στο ποιητικό σύμπαν που είναι γοητευτικό, ελκυστικό και όμορφο, ακριβώς επειδή είναι πολύμορφο.  

Ευσταθία Δήμου

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Απριλίου 2021