Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet 

 

 

Στο ποίημα Ταξίδι στο Βυζάντιο του νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Φιλοσοφία και Ποίηση φαίνεται να συγκλίνουν και να συναντώνται, υπερβαίνοντας παραδοσιακές απαξιωτικές για την Ποίηση θέσεις φιλοσόφων και θεωρητικών της φιλοσοφικής διανόησης.  Ο Γέητς  στο σύνολο του έργου του -ποιητικό, θεατρικό, συγγραφικό, μυθολογικό, μεταφυσικό- «φιλοσοφεί» κατά το αρχαίο φιλείν την σοφίαν, και δεν είναι ασφαλώς ο μόνος στην πανάρχαια διαδρομή της Ποίησης, καθώς και ο   ποιητικός λόγος με τη δική του γλώσσα είναι εν δυνάμει φιλοσοφικός.

Η Φιλοσοφία διερευνά θεμελιώδη ερωτήματα για το σύμπαν, την ανθρώπινη ύπαρξη, την φύση, την πραγματικότητα, τη γνώση. Με βάσεις τη νόηση και τη λογική, παρατηρεί τα φαινόμενα, υποθέτει,  πειραματίζεται, αναζητεί αποδείξεις. Είναι μια διανοητική διαδικασία που αποτείνεται στη νοητικότητα μας.  Ο ποιητικός λόγος απευθύνεται ελεύθερα στο συναίσθημα και στη φαντασία μας, προσβλέπει στην αισθαντική σχέση μας με τον κόσμο πέρα από τη μορφή  και το σχήμα των πραγμάτων. Επιπλέον, είναι ανοιχτός στον αναστοχασμό, αφού τα ερωτήματα  που προκύπτουν από την ποίηση δεν δίνουν οριστικές απαντήσεις. Προσφέρονται μάλλον ως νέες εμπειρίες κάθε φορά που διαβάζουμε και  ξαναδιαβάζουμε τους ίδιους στίχους.

Σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία την άνοιξη του 1907, ο Γέητς 42 ετών, γοητεύεται  από την Ραβέννα, εντυπωσιασμένος από τα ιστορικά Βυζαντινά μνημεία της  και τα θαυμαστά  ψηφιδωτά  της. Την βαθειά αίσθηση του από αυτή την εμπειρία  αποτυπώνει αργότερα σε ηλικία 61 ετών, στο ποίημα  του   «Ταξίδι στο Βυζάντιο». Είναι το φανταστικό, πνευματικό ταξίδι του στο Βυζάντιο, πρώτο όνομα της Κωνσταντινούπολης, πόλη  ιερή και μεταφυσική, όραμα της αιώνιας ζωής για τον ποιητή, όπου το ανθρώπινο πνεύμα συναντάται με την  Τέχνη στο προαύλιο της  Αθανασίας.

 

Ταξίδι στο Βυζάντιο

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι
Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,
–Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν– στο τραγούδι τους,
Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα
σκουμπριά,
Το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα, όσο βαστά το
καλοκαίρι  υμνούν
Το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται, και πεθαίνει.
Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν
Του αγέραστου νου τα μνημεία.

ΙΙ

Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,
Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός
Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει
πιο δυνατά, πιο δυνατά
Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,
Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη
Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας·
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για νά ‘ρθω
Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

ΙΙΙ

Σοφοί ορθωμένοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού
Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου
Βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο
στρόβιλο,
Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.
Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την· άρρωστη
του πόθου,
Δεμένη σ’ ένα ζώο που ξεψυχά,
Δεν ξέρει τώρα τι είναι· και δεχτείτε με
Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

IV

Και μια φορά που θά ‘βγω από τη φύση, ποτέ μου
δε θ’ αποζητήσω
Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,
Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόοι φτιάνουν
Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο
Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό·
Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά
Στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου
Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θά ‘ρθουν.

                               William Butler Yeats
                               μετάφραση Γιώργος Σεφέρης
                               Αντιγραφές», Ίκαρος, Αθήνα 1978

Η Τέχνη οδηγεί στην αθανασία

Το ποίημα Ταξίδι στο Βυζάντιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή ποιημάτων The Tower (Ο Πύργος) 1928, πρώτη μεγάλη ποιητική συλλογή του Γέητς μετά τη βράβευση του με Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1923. Αποθαρρυμένος ο ώριμος ποιητής από τα εφήμερα όρια του φυσικού κόσμου, οραματίζεται το Βυζάντιο  ως τόπο πνευματικής αναγέννησης και αθανασίας. Οι «άγιοι» μύστες της Βυζαντινής τέχνης θα  τον καθοδηγήσουν, πιστεύει, προς την πνευματική υπέρβαση της φθαρτής ύπαρξης του,  την μετουσίωση του που τόσο επιθυμεί.

Ως  εισαγωγή, η φωνή του ποιήματος οδηγεί περιγραφικά τους αναγνώστες σε ένα κόσμο όπου, καθώς δηλώνει, δεν υπάρχει χώρος για γέροντες. Είναι ο κόσμος της νιότης και του έρωτα, της  καλοκαιριάτικης φύσης με τα καταπράσινα δέντρα γεμάτα πουλιά, τη θάλασσα και τα ποτάμια γεμάτα ψάρια που υμνούν το καλοκαίρι όσο διαρκεί, αμέριμνοι στη θνητότητα τους. Όλα και όλοι παρασυρμένοι από την αισθησιακή αυτή μουσική, παραβλέπουν την αξία των αθάνατων πνευματικών μνημείων γύρω τους.

Η ίδια φωνή στη συνέχεια, ως φωνή του 60χρόνου ποιητή, παρομοιάζει τον γέρο άνθρωπο με σκιάχτρο, « τιποτένιο πράγμα, κουρελιασμένο ρούχο σε μπαστούνι»»,   εκτός κι αν η ψυχή του τραγουδάει κάθε φορά πιο δυνατά σε κάθε  σκίσιμο του θνητού ρούχου της. Δεν υπάρχει άλλη σχολή τραγουδιού, καταλήγει, μόνο η μελέτη των μεγαλόπρεπων έργων της ψυχής. Με αυτή τη βεβαιότητα, ο ποιητής, ως αναχωρητής, αφήνει τον φυσικό κόσμο των αισθήσεων και ταξιδεύει τις θάλασσες  με όραμα το μνημειώδες  Βυζάντιο.

Το Βυζάντιο, η αρχαία ιερή πόλη, σύμβολο της πνευματικής αναγέννησης και αιωνιότητας για τον προσκυνητή της, φαίνεται να τον  υποδέχεται μεγαλόπρεπα. Και η φωνή αλλάζει τόνο δραματικά. Ανεβαίνει σε λυρική  ένταση, πάλλεται, γίνεται  επίκληση δέους απέναντι σε ένα χρυσό Βυζαντινό  ψηφιδωτό, όπου ο ποιητής συναντά  τους παλαιούς σοφούς του κόσμου,  όρθιους  μέσα στις φλόγες  της ιερής θεϊκής φωτιάς. Τους ζητά με θέρμη να κάψουν τη θνητή  αρρωστημένη καρδιά του,  να γίνουν οι δάσκαλοι μουσικής της ψυχής του,  να γίνει η ψυχή του αποδεκτή από τον αιώνιο κόσμο της Τέχνης.

Στην τελευταία στροφή, ο τόνος της φωνής είναι  ήρεμος και γαλήνιος. Ο ποιητής είναι τώρα έτοιμος.  Βγαίνοντας από τη δική του φυσική διάσταση, άλλη μορφή από τη φύση δεν θα πάρει, αλλά μία μορφή από αυτές που οι  Γραικοί χρυσουργοί φτιάχνουν  με σφυρήλατο μάλαμα και σμάλτο, να κρατάει ξύπνιο  ένα νυσταγμένο Αυτοκράτορα ή να τραγουδά επάνω σε χρυσό κλαδί στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου, για ό,τι έχει περάσει ή  περνά ή θα περάσει.

Κυρίαρχο θέμα του Βυζαντινού αυτού ποιήματος είναι η υπεροχή της Τέχνης απέναντι στη Φύση. Η Τέχνη είναι αθάνατη, διατηρεί το σώμα των έργων της στην αιωνιότητα, Η Φύση είναι θνητή, τα έργα της πεθαίνουν, αποσυντίθενται, χάνονται. Επιθυμία του ώριμου σε ηλικία ποιητή είναι να αποποιηθεί το φθαρμένο  πλέον  σώμα του και να μεταμορφωθεί μέσα από την τέχνη του σε χρυσό πουλί ενός αιώνιου μωσαϊκού, να τραγουδά  εσαεί στον κόσμο την ομορφιά των όσων πέρασαν,  όσων τώρα περνούν και όσων θα περάσουν.

 Μάρω Παπαδημητρίου

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Σεπτεμβρίου 2020