Εκτύπωση του άρθρου

 

 

 

 

 


ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

 

 

 

II

 

 

`Ενα τρίπτυχο για τον Γιάννη Βαρβέρη

Β΄. Ο Γιάννης και ο Θάνατος

 

Από άνοιξη φθινόπωρο. Από Μάιο Σεπτέμβριο. Για να συνδεθούμε λίγο με τα όσα γράφτηκαν στο πρώτο μέρος αυτού του τριπτύχου, σχεδόν πέντε μήνες πιο πριν, ας θυμήσουμε ότι κίνητρό του ήταν τρία ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη που βρέθηκαν τον Μάιο που μάς πέρασε στο αρχείο του ηλεκτρονικού περιοδικού poeticanet. Συγκρίνοντάς τα με την οριστική μορφή που πήραν, λίγο αργότερα, στην έκδοση του Βαθέος γήρατος, τον Απρίλιο του 2011, μπορούμε να πούμε ότι είναι  τρεις πρώτες, άτιτλες (γιατί τα ανευρεθέντα δεν είχαν τίτλο) και σε ορισμένα σημεία αρκετά διαφοροποιημένες μορφές των οριστικών «Προθρήνος», «Αναβαθμοί» και «Επιφώνημα», ποιημάτων που κατατάχθηκαν από τον Βαρβέρη στην πρώτη ενότητα της περί ης ο λόγος συλλογής του, την οποία-τύχη δύστυνος- δεν πρόλαβε να τη δει σε κυκλοφορία. Βέβαια, ο Βαρβέρης (κι αυτό είναι ένα από τα παράδοξά του) δεν είχε την ελάχιστη σχέση με την ψηφιακή τεχνολογία, αγνοούσε ηθελημένα τη σύζευξη τέχνης και διαδικτύου, μένοντας και σ΄αυτά γαντζωμένος όσο μπορούσε από την παράδοση της ποιητικής βιοτεχνίας.Κατά προέκταση, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να ενημερωθεί για τα ήδη υπάρχοντα ηλεκτρονικά περιοδικά, τις αναρτήσεις και την πολλαπλασιαστική επιτάχυνση του χρόνου της ανάγνωσης που αυτά απαιτούσαν! Το ότι έδωσε τα τρία αυτά ποιήματα στον Ιωσήφ Βεντούρα, οικοδεσπότη του poeticanet, και μάλιστα σε χειρόγραφη μορφή- όπως συνήθιζε από ετών να κάνει, άλλοτε απαντώντας έτσι σε συλλογές ποιημάτων που λάβαινε, και άλλοτε αντί μιας ευχετήριας κάρτας- με σπρώχνει να υποθέσω ότι περισσότερο ήταν μια χειρονομία γνωριμίας και φιλικής προσέγγισης παρά ένα αίτημα συνεργασίας. Διαφορετικά, θα φρόντιζε, νομίζω, να στείλει τα ποιήματά του ψηφιοποιημένα! Μα, όπως και να έχει τα τρία αυτά ποιήματα ανασύρθηκαν από το αρχείο του  poeticanet, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα από τη στιγμή που δόθηκαν, και-για να περάσουμε στα δικά μας-υπήρξαν, όπως ειπώθηκε,  αφορμή για αυτόν τον τρίπτυχο σχολιασμό που αφορά γενικότερα στην ποίηση και στην ποιητική του Γιάννη Βαρβέρη και που ελπίζω να ολοκληρωθεί, έστω και σ΄ένα πιο χειμωνιάτικο περιβάλλον!

**
Ασφαλώς δεν λέω κάτι το καινούργιο, αναφέροντας ότι η συλλογή Βαθέος γήρατος είναι ένας κύκλος ποιημάτων με δεσπόζουσα, πρωταγωνιστική μορφή  τους τη μητέρα του Βαρβέρη. Το έχουν επισημάνει εξάλλου όλες οι σχετικές βιβλιοκριτικές, αλλά και οι περισσότερες από τις επισκοπήσεις της ποίησής του που γράφτηκαν μεταθανάτια. Θα όριζα ακόμα πιο αυστηρά την προκείμενη συλλογή ως έναν φανταστικό (εν μέρει αναδημιουργημένο και εν μέρει επινοημένο) διάλογο του ποιητή με την υπέργηρη περσόνα της μητέρας του. `Εναν δραματουργικό από μια άποψη διάλογο, γιατί στην ουσία περί αυτού πρόκειται: είναι ένας διάλογος του προσώπου που υποδύεται τον Βαρβέρη, όχι ακριβώς του ίδιου γιατί όπως ξέρουμε η μεταφορά στη λογοτεχνία σημαίνει τη διαφοροποίηση ακόμα και των πιο αληθειακών δεδομένων, με το πρόσωπο που υποδύεται τη μητέρα του. Και τα δυο αυτά πρόσωπα μετέχουν (με διαφορετικές αναλογίες) σε μια ακολουθία στιγμιοτύπων ή σε μια αλυσσίδα ποιημάτων που ανοίγονται το ένα κατόπιν του άλλου μπροστά μας σαν μέρη μιας βεντάλιας που σχηματίζει ένα ημιτελή κύκλο. Κύκλο ημιτελή, ασφαλώς, διότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλα επεισόδια/ποιήματα στον κύκλο αυτό, καθώς τα στιγμιότυπα της συναναστροφής του Βαρβέρη με τη μητέρα του, πρόσφορα για τη μεταφορά τους στο πεδίο της ποιητικής αναπράστασης, ήταν αναρίθμητα.  Ωστόσο, επειδή ακριβώς πρόκειται για ποιήματα ομόκεντρα, ομοειδή, ομόδοξα και ομότροπα σε μεγάλο βαθμό, θα μπορούσαμε, αυθαιρετώντας λίγο, να τα θεωρήσουμε ως παραλλαγές του ενός και ίδιου ουσιαστικά γεγονότος. Και το γεγονός αυτό, βλέποντάς το ως σύνοψη όλων των ποιημάτων του `Ορθρου βαθέος, αλλά και αρκετών άλλων που είναι κι αυτά ομοειδή και ομότροπα και είναι εγκατεσπαρμένα σε άλλες συλλογές του Βαρβέρη, είναι ένα παρατεταμένο requiem μπροστά στο φάσμα του επικείμενου θανάτου-ενός θανάτου που είναι επικείμενος για τη μητέρα αλλά και που ως επισκέπτης μοιραίος (για πολύ συγκεκριμένους λόγους) βρισκόταν διαρκώς πολύ κοντά στον ίδιο τον ποιητή! Ας παραβάλλουμε για τούτο την θρυλική σκηνή από την εμβληματική ταινία του `Ινγκμαρ Μπέργκμαν Η έβδομη σφραγίδα (1957) όπου ο ιππότης Μπλοκ συναντά το θάνατο και τον καλεί,[1] δήθεν «παραπλανώντας» τον, να παίξουν μια παρτίδα σκάκι, μήπως και έτσι κερδίσει μια παράταση ζωής, με το εξής ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη από τη νεανική συλλογή του Αναπήρων πολέμου (1982).[2]  Οι αναλογίες είναι προφανείς, τουλάχιστον ως προς την προσωποποίηση του μοιραίου, το οποίο μάλιστα στο ποίημα αυτό δεν αποτελεί φασματική παρουσία αλλά μάλλον μορφή υπαρκτή:

Μια ζαριά εγώ
μια Εσύ
μια εγώ
μια τα συντρίβεις μ΄ένα κρακ-

και με κοιτάς στα μάτια.[3]  

Τα ποιήματα αυτής της γενεαλογίας, που όπως είδαμε είναι ριζωμένη σε βάθος χρόνου στον ποιητή, τα διαπλέει στο βάθος του προσκηνίου τους ένας θρήνος για όσα θα χαθούν. Δεν είναι όμως από τους θρήνους που ξεσπούν συνήθως σε υψηλούς τόνους, συνοδεύοντας το αιφνίδιο ή το αναμενόμενο του τέλους, αλλά ένας χαμηλόφωνος, μόλις αντιληπτός θρήνος για το από καιρού βέβαιο του ανεπίστρεπτου. `Αλλωστε, ο θρήνος εδώ, ως μελαγχολική διάθεση που υποβάλλει τον στοχασμό, δεν μεταλλάσσεται σε μάταιη κραυγή, καθώς είναι Ο άνθρωπος μόνος (2009), όπως λέει ρητά και ποικιλλοτρόπως ο ποιητής, έχοντας από πάνω του έναν άδειο ουρανό! Στην ποιητική του Βαρβέρη αυτός που θρηνεί δεν είναι μέσα στο βιβλικό ή στο παθιασμένο αλόγιστο του σπαρακτικού θρήνου, όπως το έχουμε γνωρίσει στις λαϊκές τελετουργίες του πένθους και στα αντίστοιχα δημοτικά τραγούδια. Κάθε άλλο: η δική του πικρία που διαχέεται ολοκληρωτικά πάνω στη βεβαιότητα του μηνύματος που στέλνει ο θάνατος, διεκδικώντας έτσι το κομμάτι του κύκλου ζωής που του ανήκει, είναι διανοητικού βάρους. Το γενικότερο μελαγχολικό συναίσθημα μέσω της ποιητικής αναπαράστασής του μεταμορφώνεται στον Βαρβέρη σε μελέτη θανάτου και, για να επιστρέψουμε στα ποιήματα του Βαθέος γήρατος, όπως υποθέτω είναι το διανοητικό βάρος εκείνο που συντελεί ώστε μέσα από τον εικονικό «διάλογο» μητέρας και γιου, να δίνει τη δυνατότητα στον αφηγητή να δημιουργεί τις αποστάσεις που απομακρύνουν ειρωνικά ό,τι του στερεί τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά.[4] Στα δικά του μάτια το μελόδραμα της μητέρας του που έχει «σταματήσει» να μεγαλώνει, που αψηφά το χρόνο, που ακούει με απορία για το γήρας, που τον κάνει να θαυμάζει πώς τα καταφέρνει και αρνείται να πενθεί ό,τι κι αν έχασε και που μετατρέπει το ακατανόητο για εκείνη σήμερα σε οικείο χθες, είναι περισσότερο μια ανεξάντλητη ευκαιρία να κρατήσει το νήμα του σταθερού (και πιστού) χρόνου της παιδικής του ηλικίας μέσα στην τωρινή αστάθεια. Συναιρώντας τελικά σε μια ενότητα αυτό που έφυγε και εκείνο που διασώθηκε, έστω και προσωρινά! Είναι λοιπόν κολλημένος σαν στρείδι πάνω της, σαν σκηνοθέτης πάνω στη μοναδική πρωταγωνίστριά του (ακόμα και όταν την αντιμετωπίζει σκωπτικά, χαριτολογώντας και ενίοτε διακωμωδώντας), γιατί απλώς όσο εκείνη ζει τόσο ο ίδιος αισθάνεται ότι έχει αποσπάσει από τον θάνατο την ενότητα της δικής του ζωής.

Βάζω συχνά  cd κι ακούμε στο δωμάτιο
μουσική που ακούγατε μαζί.
Σήμερα Τίνο Ρόσσι.

Ξάφνου σηκώνεσαι
και με τα μικρά βήματά σου
αρχίζεις σχεδόν να χορεύεις.
Σε πλησιάζει ο καβαλιέρος σου
σε σφίγγω
και στρέφω αλλού το πρόσωπό μου

-όσο μπορώ να επιτείνω τη σύγχυση.[5]

Με αυτή την έννοια, η τέχνη διασώζει ακριβώς αυτή τη στιγμή της ριζικής ανατροπής. `Οπως η μουσική με τα παλιά τραγούδια του Τίνο Ρόσσι δείχνει ότι η ψευδαισθητική εικόνα μπορεί σε πείσμα της λογικής να πάρει τη θέση του πραγματικού, έτσι και το μαύρο, ή αλλιώς το σκοτεινό και αρνητικό, στην ποιητική του Βαρβέρη παίρνουν ένα αντίστροφο νόημα από εκείνο που το  συμβατικά ηθικό μας ορίζει κανονιστικά. `Οταν σατιρίζει και αυτοσατιρίζεται, ακόμα και με τον πιο οξύ ή σκληρό τρόπο, όταν αυτογελοιοποιείται και γελοιοποιεί, δεν χρησιμοποιεί την αριστοφάνεια διακωμώδηση ή το διαβρωτικό σκώμμα των Γάλλων chansonniers, του Ζωρζ Μπρασσένς, του Σαρλ Τρενέ, του Λεό Φερρέ και των άλλων της αναρχικής μποεμίας (που κατεβαίνει ευθεία από τους Οξυτανούς τροβαδούρους), ως επιβεβαιώσεις της ανθρώπινης ήττας, αλλά ως αρνήσεις του μεταφυσικού πένθους. Ο θάνατος μόνο με χιούμορ αντιμιλιέται! Με όχημα τον σαρκασμό, την ειρωνεία, το «μαύρο» χιούμορ, πολλές φορές την παιγνιώδη διάθεση, απευθύνεται προς το λιτό, το όσο γίνεται πιο απέριττο, το απόλυτα γυμνό που κερδίζει τη γνώση. Και για τη δική του αντίληψη- εννοώ, την αντίληψη του ποιητή- δεν υπάρχει πιο σημαίνουσα γνώση από τη γνώση του θανάτου. Από το ότι, κοντολογής, τον θάνατο τελικά τον δεχόμαστε ως το ελλείπον κομμάτι της ζωής, μάς κάνει (ή πρέπει να μάς κάνει) πιο γήινα ανθρώπινους! `Αλλωστε, όχι μόνο σ΄αυτά τα ποιήματα, του Βαθέος γήρατος, μα και σε μια αδιάσπαστη ακολουθία άλλων, μυθολογικών/ προσωποκεντρικών ας πούμε, που άρχισαν να γράφονται από τον Βαρβέρη πολύ νωρίς, όπως το «Με το ταξί καλπάζοντας», «Η ζωή» και «Η ύαινα» από τη συλλογή Ο θάνατος το στρώνει (1986), ή το «Cortina 1964. Ωδή σε αυτο-κτόνο δεσποινίδα» από το Πιάνο βυθού (1991), η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ΄αυτό που υπάρχει και σ΄εκείνο που έπαψε να υπάρχει, η συνύπαρξη ζώντων και νεκρών, το κάλεσμα προς τον πεθαμένο πατέρα να ξαναζήσει ερωτικά μέσα από το σώμα του γιου, αυτή την «επιβεβλημένη» αποξένωση από το επέκεινα θέλει να αρνηθεί. Υποστασιοποιώντας μέσω της μνήμης και της φαντασίας το φερόμενο ως ανυπόστατο, αλλά χωρίς το συνοδευτικό/κανονιστικό πένθος του.

Αναφέραμε στην αρχή αυτού του δεύτερου μέρους ότι ο διάλογος στο Βαθέος γήρατος δεν είναι μόνο ένας επινοημένος διάλογος με τη μητέρα του ποιητή,[6] όπως φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής εκτυλίσσεται επίσης-αν όχι κυρίως- ένας διάλογος με το πέρα- εκεί, με ό,τι έχουμε μάθει να αποκλείουμε φρίττοντας, ως κατάσταση της σωματικής φθοράς, του γήρατος και του επικείμενου θανάτου. Λ.χ. ξορκίζουμε το βαθύ γήρας, ως πρόγευση του απευκταίου, σαν να μη συνυπάρχει διαρκώς με το εδώ της ζωής, τόσο το βαθύ γήρας όσο και το απευκταίο! Για να δείξει μάλιστα τη σχετικότητα των πάντων, της ηλικίας, του χρόνου, της φθοράς, της αγάπης, περιγράφει ο Βαρβέρης σ΄ένα ποίημά του που θα μπορούσε να μεταναστεύσει από τη μια συλλογή στην άλλη, και να ενσωματωθεί στο Βαθέος γήρατος, ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε το απόγευμα της δεύτερης μέρας του Πάσχα και που βρίσκει, εκείνον και τη μητέρα του, στην έρημη μέσα στην γιορταστική ευωχία της Αθήνα:

[...] Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα
σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε μητέρα
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ που γράφω ποιήματα πιο γέρος [...][7]

Οι αφηγήσεις ανάλογων στιγμιοτύπων με αυτό που μόλις προηγήθηκε συνθέτουν τελικά ένα πολύπλευρο ελεγείο όπου η ζωή εμφανίζεται όλο και πιο εξασθενημένη, κινδυνεύοντας να χαθεί. `Ομως αυτή η «απώλεια» εδάφους, το αποτράβηγμα της ζωής, η ήττα, είναι αλήθεια –και το επισημάναμε ήδη στα προηγούμενα- ότι στην ποίηση του Βαρβέρη δεν αναπαριστάνεται με υπερτονισμένο τρόπο. Βοηθά ως προς τούτο η συχνή προσφυγή του ποιητή στη δημιουργία ενός ειρωνικού αναχώματος απέναντι στον διογκωμένο λόγο. Μένει έτσι ελεύθερο το πεδίο για την στοχαστική απόγευση, την κερδισμένη οπωσδήποτε από το δίδαγμα του Καβάφη αλλά με την δική της απολύτως φωνή και τεχνική. Ακόμα και στα σχετικώς «θυμωμένα»,  αντικληρικά ποιήματα της συλλογής Ο άνθρωπος μόνος – κι εδώ να θυμίσουμε ότι είναι υπόρρητα παρόντες οι Γάλλοι τραγουδοποιοί-  η σάτιρα και η σκωπτική διάθεση υποτονίζουν αντί να υπερτονίσουν τη διδακτική κατάληξη, δημιουργώντας μια εσωτερική ισορροπία που συγκρατεί την γενικότερα επιθετική ρητορική ενός νεανικού αθεϊσμού.

Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως να ΄ναι αλήθεια.
Ποιός όμως θα κριθεί;
Μήπως εμείς που ζήσαμε
μόνο με τ΄άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων

[...] Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.[8]

Τέλος, ας κλείσουμε αυτό το μέρος του τριπτύχου με την επάνοδο στα ποιήματα του Βαθέος γήρατος, όπου κυρίαρχη είναι η αμφιθυμική σχέση μητέρας και γιου, ως σχέση πολλαπλή: γέννησης και θανάτου, τραύματος και ίασης, μνήμης και αμνησίας, έλξης και άπωσης, μίσους και αγάπης. Από μια ορισμένη πλευρά, μητέρα και γιος σ΄αυτή τη συλλογή αλλά και σε άλλα πολλά σποραδικά ποιήματα άλλων συλλογών, αποτελούν ένα περίεργο «ταίρι» στον κόσμο του Βαρβέρη. Είναι ένα μπεκετικό ζευγάρι που όμως η πραγματολογική του προέλευση δεν είναι ασφαλώς επινοημένη από τον ίδιο τον ποιητή. Τα αρχικά «δεδομένα», το βιωματικό υλικό πάνω στο οποίο στήθηκε και αναπτύχθηκε η ποιητική δραματουργία έτυχε να υπάρχουν ως θεμέλιοι λίθοι της βιογραφίας του. Γι΄αυτό και η βιογραφία είναι συνέταιρος της τέχνης, ή το αντίστροφο. `Οπως και να είναι, διατρέχοντας για πολλοστή φορά τα ποιήματα του Βαθέος γήρατος σκέφθηκα τον ηθελημένο ή αθέλητο  διάλογό τους με τη δραματουργία του Σ. Μπέκετ. `Οπως στο Τέλος του παιχνιδιού οι φωνές του Χαμ και του Κλοβ από ένα σημείο και ύστερα ξεχωρίζουν όλο και πιο δύσκολα. Ο θάνατος/ερημωτής που περιμένουν να έρθει, έχει προηγουμένως αρχίσει την προπαρασκευαστική δουλειά του με το να ξεγυμνώνει τα πάντα, το γύρω τους τοπίο αλλά και αυτούς τους ίδιους, αποσπώντας τους τις ιδιοσυστασίες που τους διαφοροποιούσαν. `Ετσι λοιπόν κι εδώ, για τον ομολογουμένως θεατροφυή και θεατροπαθή Βαρβέρη- βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών-στο ταίρι του γιου (που γερνά, όπως είδαμε, γράφοντας ποιήματα) και της μητέρας (που έχει μπει σε βαθύτατο γήρας χωρίς όμως να το αντιλαμβάνεται απολύτως ο νους της, επομένως χωρίς να του πολυδίνει σημασία) έχουν ξεθωριάσει οι άλλοτε, βασικές διαφορές τους. Ουσιαστικά μητέρα και γιος είναι μια ύπαρξη διαδοχική, ή μάλλον η μια είναι παραλλαγή της άλλης, όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής. Το εκπληκτικό είναι ότι αυτή την διαδοχική ύπαρξη την επισφράγισε ο θάνατός τους, με διαφορά λίγων μόνο μηνών:

Στις λίγες μας κοινές εξόδους
κανένας δε γυρίζει να σε δει.
Ούτε απλοί σου γνώριμοι
Δε ζούνε πια.
`Εμεινες μόνο με όσους
σε αναγνωρίζουν
βλέποντάς με.[9]                                                                                                 

 

                                                      

 

 

 

 


[1] Η έβδομη σφραγίδα ήταν μετάπλαση του θεατρικού έργου του Μπέργκμαν Ζωγραφιά σε ξύλο. Στο ρόλο του ιππότη που επιστρέφει από μια σταυροφορία στους Αγίους Τόπους, ο Μαξ φον Σίντοφ.

[2] Περισσότερα για τη συλλογή βλ. Αλέξης Ζήρας, Γενεαλογικά. Για την ποίηση και τους ποιητές του ΄70. Εκδόσεις Ρόπτρον, Αθήνα 1989, σελ. 23-24.

[3] Ο.π.2, σελ. 80.

[4] Καθώς μέσα από την παρεμβολή του αφηγητή, δηλαδή της περσόνας του ποιητή, βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε εν ολίγοις τα πάντα.

[5] «Tino Rossi», Βαθέος γήρατος, ο.π.,σελ.56

[6] Αν και όχι πάντοτε, αφού έχει φροντίσει ο ποιητής να ενσωματώσει σ΄αυτόν τον υποθετικό διάλογο σπαράγματα από πράγματι ειπωμένες φράσεις της μητέρας του!

[7] «Εσπερινός της αγάπης», Ο άνθρωπος μόνος (2009), σελ.71

[8] «Καθώς πλησιάζει η ώρα», Ο άνθρωπος μόνος, ο.π., σελ.60.

[9] «Quiproquo», Βαθέος γήρατος, ο.π. σελ. 81.


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Σεπτεμβρίου 2020