Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ  

 

      

 

  Ο Χρόνος ή «Το παιδί με τις τιράντες»

                        έργο του Σπύρου Παπαλουκά, 1925

 

                                        Του Στέλιου, του Άκη, του Στυλιανού και του Νικόλα

 

 

Οι τιράντες συγκρατούν παντελόνι υπερμέγεθες. Επιμένει ο ζωγράφος στο πουκάμισο και τα κουμπιά του·  το σχέδιο και τη φανερή του γεωμετρία. Τα γήινα  χρώματα και τα υφάσματα τα μάλλον «φτωχικά». Είναι μικρή η παλέτα. Το τραπέζι από πίσω, εκτός από βάθος, δίνει και το οριζόντιο στοιχείο (όπως και η τζαμόπορτα αριστερά). Το καμπύλο δεν υπάρχει, παρά πολύ διακριτικά στις καμπύλες που σχηματίζει το παντελόνι στην ένωση σώματος- άκρων, στους ώμους και στη ράχη της καρέκλας και, γιατί όχι, στα καλογραμμένα φρύδια και τα μαλλιά στο μέτωπο. Γεωμετρικές και μεταϊμπρεσσιονιστικές επιρροές με μια αρκετά μεγάλη δόση κολορισμού, που παραπέμπει στην ναΐφ ζωγραφική (λόγω θέματος προφανώς). Σαφείς επίσης οι επιδράσεις από τη βυζαντινή αγιογραφία (ώχρες, σιένες ωμές ή ψημένες, ουδέτερο φόντο, σχεδόν δισδιάστατη προοπτική).

Tο 1925 είναι μία πολύ σημαντική χρονολογία. Και είναι σημαντική επειδή  εκείνη τη χρονιά γεννήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και το «Παιδί με τιράντες» του Σπύρου Παπαλουκά. Πρόκειται για άλλο ένα έργο από αυτά που είναι αναρτημένα στο κιγκλίδωμα της, ακόμα, υπό πλήρη ανακατασκευή Εθνικής Πινακοθήκης. Για να μην ασχημίζει η περιοχή από το εργοτάξιο, τα έργα τέχνης έχουν πάρει θέση στα γύρω γύρω κιγκλιδώματα. Εκεί και το «παιδί» μας. Επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Περνώντας, συχνά, από μπροστά του, στέκομαι και το κοιτάζω. Με υποχρεώνει να το κοιτάξω. Αν και γεννημένο πολλά χρόνια πριν από μένα, μοιάζει με τα παιδιά της γενιάς μου, τα παιδιά των παιδικών μου χρόνων. Έτσι τα θυμάμαι τα αγοράκια του σχολείου μου, γιατί εκείνα τα χρόνια οι μόδες δεν άλλαζαν. Ωστόσο ο Παπαλουκάς είχε ασχοληθεί και πρωτύτερα με το ίδιο αγόρι, γιατί, πίσω από τη μορφή στην επιφάνεια του καμβά, αναζητούσε τη γνώση, ήθελε να μάθει να κυριαρχεί στα εκφραστικά μέσα της τέχνης του. Έτσι το συγκεκριμένο αγόρι, παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο, αφού είναι το ίδιο πάνω στον καμβά από πριν, τότε, σήμερα και πάντα. Κάλλιστα  θα μπορούσε να είναι ίδιο με εκείνο, για το οποίο μιλάει και ο Οδυσσέας Ελύτης στη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο/ κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο/ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες/Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού/αδερφάκι του σύννεφου […]Παντελονάκι αέρινο,/ στήθος του βράχου κρίνο του νερού/ Μορτάκι του άσπρου σύννεφου.

Σε ένα απλό δωμάτιο, σχεδόν, άδειο, σε μια καρέκλα, πλάι σε μια τζαμόπορτα, ένα παιδί οχτώ ή δέκα χρόνων. Φοράει ένα παντελoνάκι περίπου  μπεζ με τιράντες, σίγουρα κοντό -κι ας μην φαίνεται-  κι ένα πουκάμισο ριγέ, άσπρο-μαύρο. Παιδί με τιράντες, σαν οι τιράντες να το κρατάνε δεμένο στην εποχή του,  στο κάδρο του, στην καρέκλα του, από την οποία θα ήθελε να σηκωθεί,  να ελευθερωθεί. Έχει κουρεμένο κεφάλι, αλλά εκείνο που κάνει εντύπωση είναι η έκφραση του προσώπου του. Το βλέμμα του, θλιμμένο ή συλλογισμένο ή αγχωμένο, επειδή ο ζωγράφος το έστησε απέναντί μας και επειδή το υποχρέωσε να το κοιτάζουμε και να μας κοιτάζει στο μέλλον το άδηλο, το άγνωστο, το δικό μας σήμερα. Και το  στόμα του  ερμητικά κλειστό. Το πηγούνι του γεμάτο πείσμα. Οι φωτοσκιάσεις όλες, λες και αγωνίζονται να κρύψουν, κάτω από την λεπτή επιδερμίδα του, τα όσα σκέφτεται ή θα ήθελε να πει και δεν μπορεί, γιατί είναι Παιδί, παιδάκι, με το συνοφρυωμένο μέτωπο,  σαν τιμωρημένο, λυπημένο, στεναχωρημένο, παραπονεμένο. Παιδί που έβαλε στην ένταση του βλέμματος την υπερκινητικότητα της ηλικίας του, για να μας πει τα λόγια που θα ήθελε αλλά δεν μπορεί.

Όμως το παιδί πρέπει να παίζει, να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να πέφτει,  να χτυπάει, να γδέρνει τα γόνατά του, να ξανασηκώνεται και να συνεχίζει. Το παιδί του Ηράκλειτου, ανήσυχο και χαρούμενο. Το παιδί του Παπαλουκά όμως είναι θλιμμένο.

Ο Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957), ζωγράφος, αγιογράφος και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, σπούδασε στην Αθήνα πλάι σε μεγάλους δασκάλους ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γεώργιος Ιακωβίδης (που επίσης ασχολήθηκε με τα παιδιά. Πασίγνωστη η Παιδική του συναυλία ή το Κοντσέρτο, με παιδιά και μία αυτοσχέδια ορχήστρα, όπου διακρίνεται και εκείνος ο μικρός με το ποτιστήρι). Ο Παπαλουκάς το 1921 πήγε στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος, το 1923-24 πήγε στο Άγιον Όρος, πολλά έργα του έχουν διακοσμήσει προσόψεις κτηρίων, τοίχους σχολείων, εκκλησιών και πολλά επίσης βρίσκονται τις Πινακοθήκες. Θέμα του το ελληνικό τοπίο με την κρυφή γεωμετρική δομή του και το φως. Επηρεασμένος από τους μεταϊμπρεσιονιστές – Σεζάν, Γκωγκέν, Πουαντιγιστές- και από τους  Έλληνες Παρθένη, Νικόλαο Λύτρα, Κωνσταντίνο Μαλέα, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την προσωπογραφία, προσέχοντας τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο μικρές. Στις απαρχές της γενιάς του τριάντα επιδιώκει την ουσία,  έτσι όπως μεταβάλλεται στα μάτια μας, τον ρέοντα χρόνο.

Το παιδί

Ένα παιδί είναι πάντα προσφιλές θέμα για όλους εκείνους που υπηρετούν τις Τέχνες. «Ύστερα πήρε να φυσάει. Άκουγα, ένα –ένα, τα φύλλα να μιλάν μέσα στον ύπνο μου. “Παιδί παιδάκι”. Το νερό με ταλάντευε κι όλη η στεριά μαζί του και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δωμάτια», «Ένα παιδί … ζητούσε μια γραφή από φύκια του  ήλιου», «Ένα παιδάκι άρρωστο μ’ έκανε για πρώτη φορά να δοκιμάσω πώς φυτεύουν τα όστρακα», «Αποζητούσα την Ποίηση σαν τη γυναίκα· να μου δώσει ένα παιδί, μήπως κι απ’ το ’να στ’ άλλο δεν πεθάνω»,  «Ήταν ένα παιδί, παιδάκι» «“Mην κλαις” του ’λεγαν    “Μην κλαις”» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 19-22).

Αυτό το «παιδί, παιδάκι», ξεφεύγοντας από τις σελίδες των δοκιμίων του Οδυσσέα Ελύτη, μας  κοιτάζει με τα μάτια του παιδιού του Παπαλουκά, με τις τιράντες,  επαναλαμβάνοντας με το βλέμμα εκείνο που ήδη είναι γνωστό και ήδη έχει επισημανθεί και όμως όλοι μοιάζει σαν να ξεχνούμε, σαν να το αγνοούμε  ή αδιαφορούμε. Το παιδί έχει όνειρα, σκέψεις, επιθυμίες, πράγματα ανακατεμένα, στο υπό διαμόρφωση  χάος μέσα του. Το κεφάλι του είναι μια ορχήστρα με όλα τα όργανα στην ώρα του κουρντίσματος. Και εναπόκειται στο μέλλον να ενορχηστρώσει και να  ακούσει τα τραγούδια του. Ο Ελύτης στα αποσπάσματα από τα Ανοιχτά Χαρτιά του μας έδωσε τα όνειρα ενός παιδιού που του έλαχε ο κλήρος να αποδείξει στο μέλλον ότι είναι  διαφορετικό. Και ο  Παπαλουκάς, νομίζω, κάνει το ίδιο με πινελιές πολλές πάνω στο γεμάτο όνειρα πρόσωπο. Το παιδί είναι το Μέλλον. Το Μέλλον που βαδίζει κατευθείαν επάνω του.   Ο Χρόνος. Ο παίζων πεσσούς παις του Ηράκλειτου. Το πρόσωπό του που εκφράζει αγωνία για ό,τι έρχεται ή βλέπει ή διαισθάνεται ή νιώθει ή επιθυμεί. Πινελιές, παραλλαγές ψυχικών διακυμάνσεων. Η τεχνική που μεταλλασσόμενη μετουσιώνεται …

 Ένα παιδί στον δρόμο, στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, που την βλέπει να τρέχει ολοταχώς προς τη θάλασσα, τη γαλάζια σεφερική γοργόνα.

Τι να κρύβει άραγε ένα παιδί στην ψυχή του; Τι να έχει ο Παπαλουκάς στο μυαλό του; Το σίγουρο είναι πως δεν ενδιαφερόταν για την περιγραφή του,  αλλά για την ψυχή του. Το πρόσωπό του, που το έστησε απέναντί του για μοντέλο, σαν να  έβλεπε σ’ αυτό το παιδί τον εαυτό του, το μέλλον του και το μέλλον του κόσμου.  Και έμεινε πάντα παιδί, το Παιδί του Ηράκλειτου, «Το παιδί με τις τιράντες».

 Ανθούλα Δανιήλ

© Poeticanet      

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Σεπτεμβρίου 2019