Εκτύπωση του άρθρου

ΣΟΦΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

 

 

Το πορτραίτο του ποιητή ως άλλου:
Ο Μανούσος Φάσσης και τα όρια της αυτοβιογραφίας

 

Όταν πρωτοδιάβασα το όψιμο «δοκιμιακό σχεδίασμα» του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον τίτλο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης (1987), το οποίο έσπευσα να προμηθευτώ, αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, δευτεροετής φοιτήτρια Φιλολογίας τότε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ένιωσα – θυμάμαι – μεγάλη έκπληξη, διαπιστώνοντας ότι ο Αναγνωστάκης είχε μια κρυφή πλευρά, που έμοιαζε να μη συνάδει με την «επίσημη» εκδοχή ενός ακραιφνώς πολιτικού ποιητή, προσηλωμένου στην ιστορική ευθύνη και τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης. Ως αναγνώστρια του Μανούσου Φάσση τότε, είχα ενστερνιστεί, προφανώς, την κυρίαρχη (προβεβλημένη από την κριτική) εικόνα ενός απαρέγκλιτα σοβαρού και αταλάντευτα πολιτικού Αναγνωστάκη, με αποτέλεσμα να εκπλαγώ διαβάζοντας τα ποιήματα του Φάσση και να πιστέψω προς στιγμήν ότι ο Μανούσος ήταν όντως ένας «αδιόρθωτος» παλιός φίλος του Μανόλη – να πέσω δηλαδή στην παγίδα που έστηνε ο Αναγνωστάκης. Τελικά, συμπέρανα, μαζί με τους άλλους αναγνώστες εκείνης της εποχής, ότι διαβάζω ένα κείμενο όπου ο Αναγνωστάκης αυτοπαρουσιάζεται μέσω ενός προσωπείου, όπου αυτοβιογραφείται μέσω μιας δήθεν βιογραφίας ενός alter ego, αποκαλύπτεται κρυπτόμενος πίσω από τον άλλον εαυτό του, ο οποίος τον κρίνει, τον επικρίνει, τον έλκει και τον απωθεί. Σήμερα, πάντως, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις, εάν κρίνουμε από τη σχετική βιβλιογραφία, ότι έχουν αναπτυχθεί οι προϋποθέσεις για μια «καινούρια επανεξέταση του ‘Φακέλου Μανούσος Φάσσης’» (Αναγνωστάκης 1987: 120), την οποία εύχεται, μισο-σοβαρά, μισο-ειρωνικά, ο αφηγητής, κλείνοντας το κείμενό του.[1]

Παρά τις περικειμενικές (τιτλικές) διαβεβαιώσεις, που προσπαθούν, φλύαρα και εκ πρώτης όψεως πλεοναστικά (δηλαδή ειρωνικά), να πείσουν τον αναγνώστη ότι έχει μπροστά του μια «κριτική προσέγγιση», μια εργοβιογραφία («Η ζωή και το έργο του [Μανούσου Φάσση]»), ένα «δοκιμιακό σχεδίασμα [του Μανόλη Αναγνωστάκη]»), το βιβλίο διαβάζεται ως αυτοβιογραφικό ή, αλλιώς, αυτοαναγνωστικό εγχείρημα, ως κείμενο με κυρίαρχη την αυτοαναπαραστατική πρόθεση, η οποία πραγματώνεται, βέβαια, με λοξό, έμμεσο και εν πολλοίς παραπλανητικό τρόπο. Πρόκειται για ένα κείμενο που με διάφορους τρόπους παραπέμπει στο αυτοβιογραφικό είδος, περιπλέκοντας ωστόσο τη συμμετοχή του σε αυτήν την ειδολογική παράδοση μέσω της διαλογικής συγκατοίκησης της αυτοβιογραφικής διάστασης, η οποία μεταμφιέζεται σε βιογραφική, με τον κριτικό-φιλολογικό και τον μυθιστορηματικό λόγο, ενώ, ταυτοχρόνως, υπονομεύει τόσο την αυτοβιογραφική απόβλεψη όσο και το κριτικό πρόσχημα μέσω ενός διαβρωτικού (μανουσοφασσικού) χιούμορ και ενός ειρωνικού τόνου, που οξύνουν την αμφισημία και υπογραμμίζουν την αμφιθυμία. Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης του Αναγνωστάκη αποτελεί την αυτο-αναφορική και αυτο-κριτική διαθήκη του ποιητή, με την οποία επιχειρεί να κλονίσει τη μονοσήμαντη (κριτική) εικόνα του μέσω μιας διττής, διαλογικής αυτοεικόνας, που διασαλεύει τα μονόπλευρα σχήματα περί ποίησης και ταυτότητας και προβάλλει τη διαλογικότητα (όπως την εννοεί ο Mikhail Bakhtin) ως την εγγενή  πραγματικότητα της ύπαρξης.[2]

Η αυτοαναπαραστατική απόβλεψη του Μανούσου Φάσση, αλλά και ο τριπλός, σκηνοθετημένος διάλογος μεταξύ βιογραφίας, αυτοβιογραφίας και κριτικού δοκιμίου, ο οποίος αναδεικνύει, σε τελική ανάλυση, όπως θα φανεί παρακάτω, τον κοινό πυρήνα των τριών, είναι κρυμμένα στην τιτλοφορική πρακτική που ακολουθεί ο Αναγνωστάκης. Ο συνδυασμός θεματικού τίτλου και ειδοτυπικού υπότιτλου («Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του») παραπέμπουν στη βιογραφία, ενώ οι δύο άλλοι υπότιτλοι, που περιγράφουν το κείμενο ως «απόπειρα κριτικής προσέγγισης» και «δοκιμιακό σχεδίασμα», τοποθετούν το εγχείρημα στον χώρο της κριτικής και, ταυτοχρόνως, του δοκιμίου, με έμφαση στον δοκιμαστικό («απόπειρα»), προσωρινό και πρόχειρο («πρώτη», «σχεδίασμα») και εν πολλοίς υποκειμενικό-βιωματικό («δοκιμιακό») χαρακτήρα του. Ο επιβλητικός λοιπόν τόνος του επίτιτλου (με κόκκινο χρώμα στο εξώφυλλο ο τίτλος «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης», με κεφαλαία γράμματα ο υπότιτλος «Η ζωή και το έργο του») σχετικοποιείται και εν μέρει αποδυναμώνεται μέσω των κάπως (ή δήθεν) διστακτικών πρόσθετων υπότιτλων, οι οποίοι, σε συσχετισμό και με τις προλογικές παρατηρήσεις του συγγραφέα, θέτουν το όλο εγχείρημα στην κρίση του αναγνώστη, υπονοώντας τον τολμηρό και ίσως αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του. Στον σημαίνοντα ρόλο του αναγνώστη σε σχέση με το είδος της αυτοβιογραφίας θα επανέλθω παρακάτω.

Εκτός όμως από όλα αυτά, ο Αναγνωστάκης έχει κρύψει στο περικειμενικό πεδίο του τίτλου μια λεπτομέρεια εξόχως αμφίσημη: τη γενική πτώση του ονόματος του συγγραφέα («Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη»). Μέσω αυτής της πρακτικής ο συγγραφέας, από τη μια πλευρά, υποβαθμίζεται ελαφρώς, αφού το όνομά του αντί να προηγείται, έπεται του τίτλου (θάβεται σχεδόν κάτω από τους επανωτούς υπότιτλους), από την άλλη, προβάλλεται ρητά ως δημιουργός του ανά χείρας κειμένου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι αυτή η τακτική ακολουθείται κάποιες φορές στην αυτοβιογραφία, προκειμένου να αμβλυνθεί η εντύπωση της απο-ατομικοποίησης που προκαλεί ένας ειδολογικός τίτλος (όπως «αυτοβιογραφία»),[3] μπορούμε να ερμηνεύσουμε την επιλογή του Αναγνωστάκη ως έμμεση (αυτο-αναφορικού και διακειμενικού τύπου) νύξη προς την κατεύθυνση μιας τέτοιας ανάγνωσης του κειμένου. Η γενική πτώση υποβάλλει, από την άποψη αυτή, με έμμεσο τρόπο (μέσω της σύνδεσης με τον αυτοβιογραφικό λόγο), στον αναγνώστη τη θέση του Αναγνωστάκη αφενός τόσο ως υποκειμένου της γραφής (συγγραφέα) όσο και ως υποκειμένου του λόγου (εκφωνητή) αφετέρου ως αντικειμένου-αναφερόμενου – και, άρα, έμμεσα, ως ήρωα της αφήγησης.

Ωστόσο, αν η ταύτιση συγγραφέα-αφηγητή-πρωταγωνιστή θεωρείται, στο πλαίσιο της θεωρίας της αυτοβιογραφίας ενός Philippe Lejeune, τουλάχιστον, ως καταστατική του «αυτοβιογραφικού συμβολαίου»,[4] στον Μανούσο Φάσση η συνθήκη αυτή περιπλέκεται. Καταρχάς, στο κείμενο αυτό η αυτοαναπαράσταση σκηνοθετείται ως ετεροαναπαράσταση, πραγματώνεται εν μέρει ή κατά κύριο λόγο μέσω της ετεροαναπαράστασης (η ζωή και το έργο του Μανούσου Φάσση), και, μάλιστα, εκ πρώτης όψεως, με την ταυτόχρονη παρουσία δύο προσωπείων του συγγραφέα – ή δύο ρόλων: αφενός του ρόλου του αφηγητή-εκφωνητή (Μανόλης) αφετέρου του πρωταγωνιστή, μέσω του «σωσία», του alter ego (Μανόλης = Μανούσος), που συστήνεται ως άλλος, στον αντίποδα του αφηγητή. Ωστόσο, ο συγγραφέας Αναγνωστάκης, ως εργοβιογραφικό υποκείμενο, δεν ταυτίζεται με τον αφηγητή-εκφωνητή, διότι ο εκφωνητής, διαμεσολαβημένος όπως είναι μέσω του ετερώνυμου[5] ήρωα, αλλά και μέσα από το φίλτρο της ειρωνείας, ιδωμένος δηλαδή μέσα από έναν διπλό φακό, τον (αυτο)σαρκαστικό-υποτιμητικό του Μανούσου, από τη μια, και τον (αυτο)παραμορφωτικό-ειρωνικό του ίδιου (;) του αφηγητή, από την άλλη, παρουσιάζεται ως η μία πλευρά του νομίσματος, ως μία, μονόπλευρη εκδοχή ενός αθεράπευτα και μονοκόμματα ιδεολόγου Μανόλη (μια ακραία, στυλιζαρισμένη εκδοχή της εικόνας που προβλήθηκε από τη κριτική).[6]

Άρα, ο αφηγητής-εκφωνητής δεν ταυτίζεται, παρά μόνο επιφανειακά, με τον συγγραφέα, ενώ η ειρωνική διφωνία που χαρακτηρίζει τον λόγο του, τον διαχωρίζει και από τον Μανόλη ως πρόσωπο της ιστορίας. Επιπλέον, ο συγγραφέας, ακόμη κι αν τον θεωρήσουμε καταχρηστικά ταυτόσημο με τον αφηγητή Μανόλη, δεν παρουσιάζεται στο αφηγηματικό επίπεδο ως πρωταγωνιστής, παρόλο που μοιάζει να αντιστοιχεί στη διττή παρουσία του εκφωνητή-αφηγητή (Μανόλης) και του χαρακτήρα-πρωταγωνιστή (Μανούσος)· εφόσον υποτίθεται ότι πρωταγωνιστής είναι ο Μανούσος, η αφήγηση δεν είναι λοιπόν εμφανώς και προφανώς αυτοδιηγητική, όπως εξ ορισμού συμβαίνει στην αυτοβιογραφία, αλλά (ψευτο)ομοδιηγητική, ενώ, παρόλο που η οπτική γωνία είναι του Μανόλη, το πρώτο πρόσωπο (κυρίαρχο στην παραδοσιακή, τουλάχιστον, αυτοβιογραφία) εναλλάσσεται με το τρίτο.

Από την άλλη μεριά, τόσο το τέχνασμα του ετερώνυμου ήρωα όσο και η πολωτική αντίθεση ανάμεσα σε Μανόλη και Μανούσο,[7] η οποία προϋποθέτει, σε μεγάλο βαθμό, την παραμορφωτική εικόνα μιας λίγο-πολύ μονοκόμματης προσήλωσης του πρώτου στον υψηλό ρόλο της ποίησης ως Ήθους και του ποιητή ως σεισμογράφου των καιρών ή και κοινωνικού σωτήρα, ενώ περιπλέκουν ως έναν βαθμό τη συμμετοχή του κειμένου στο αυτοβιογραφικό είδος, το καθιστούν, ταυτοχρόνως, παραδειγματικό τόσο για την «θεμελιακή αμφιρρέπεια» του αυτομιμητικού λόγου (Πασχαλίδης 1993: 44)[8] όσο και για τον εγγενή διχασμό του υποκειμένου και, συνεπακόλουθα, για τα όρια της αναπαράστασης του εαυτού στην αυτοβιογραφία. Συγκεκριμένα, ο συσκοτισμός της άμεσης αντιστοιχίας μεταξύ συγγραφέα και αφηγητή, μεταξύ αφηγητή και ήρωα, και ο διαχωρισμός του πρωταγωνιστή σε δύο αφηγηματικά πρόσωπα δραματοποιούν την αδυναμία του (αυτοβιογραφικού) λόγου να ορίσει τον εαυτό οριστικά και ξεκάθαρα, την «εγγενή διττότητα του αυτοβιογραφικού γραμματικού προσώπου», την «αποφυσικοποίηση της δεδομένης αναπαραστατικής σύμβασης» (Πασχαλίδης 1993: 246) της αυτομιμητικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης, τη «δραματική αναδιατύπωση της αυτοαναφοράς σε αυτοδιαφορά» (Πασχαλίδης 1993: 250), τη ριζική ετερότητα, τελικά, που υποβόσκει σε κάθε αυτοβιογραφικό εγχείρημα, την οποία αποκαλύπτει κυρίως η νεωτερική αυτοβιογραφία, στο πλαίσιο της προβληματικής του μετα-νεωτερικού υποκειμένου. [9]

Αποκαλύπτοντας έτσι τα όρια της αυτοβιογραφίας ως αφήγησης του εαυτού, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης παραπέμπει στη γνωστή ρήση του Rimbaud: «Εγώ είναι ένας άλλος».[10] Υπό αυτούς τους όρους, το (αυτο)βιογραφικό αφήγημα ή (αυτο)κριτικό δοκίμιο του Αναγνωστάκη σκηνοθετεί το ασύμπτωτο μεταξύ υποκειμένου της γραφής και υποκειμένου του λόγου, που διακρίνει την αυτοβιογραφία ως είδος, και αναπαριστά σε αφηγηματικό επίπεδο τον θεμελιακό και αναπόφευκτο διχασμό του αυθιστορούμενου υποκειμένου ανάμεσα σε αφηγητή και ήρωα και το χρονικό-ερμηνευτικό ρήγμα ανάμεσα στον αφηγητή και τον παρελθόντα εαυτό του, που υπόκεινται του αυτοβιογραφικού λόγου, γενικά· το ρήγμα, μάλιστα, υφίσταται στον Μανούσο Φάσση όχι μόνο μεταξύ του Μανόλη, ως (δήθεν) ταυτόσημου με τον αφηγητή-συγγραφέα, και του Μανούσου αλλά και μεταξύ ενός αφηγητή ως τρίτου διαμεσολαβητικού ρόλου, από τη μια, και του διπλού, διαλογικού παρελθόντος (;) εαυτού του (Μανόλης/Μανούσος), από την άλλη. Έτσι, μέσω των πολλαπλών διαθλάσεων και παραμορφωτικών αντικατοπτρισμών, τις οποίες συνεπικουρεί η διαλογικότητα που διαποτίζει το κείμενο, υπονομεύοντας την οποία αληθοποιητική πρόφαση, η αρραγής ενιαία ταυτότητα απογυμνώνεται ως ιδεολόγημα, ενώ η αυτοαναπαραστατική διαφάνεια ή η εξομολογητική ειλικρίνεια, που θα μπορούσε να εννοηθεί ότι υποβαστάζει κάθε αυτοβιογραφικό εγχείρημα, εξανεμίζονται. Υπό αυτήν την έννοια, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης εξωθεί στα άκρα τις αναπαραστατικές αδυναμίες του αυτοβιογραφικού λόγου, παρωδώντας τον σχεδόν.

Το παιχνίδι του Μανούσου Φάσση με το αυτοβιογραφικό είδος εντοπίζεται και στην πρώτη ενότητα του κειμένου, η οποία εκτελεί χρέη προλόγου, στον βαθμό που εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα και το είδος του ανά χείρας βιβλίου. Ο πρόλογος αποτελεί συνηθισμένο παρακειμενικό στοιχείο των αυτοβιογραφικών κειμένων· επειδή η αυτοβιογραφία θεωρείται ένα είδος για τη συγγραφή του οποίου ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί ή να δικαιολογηθεί, αντικρούοντας έμμεσα τις κατηγορίες περί αυταρέσκειας ή φιλαυτίας, το προλογικό σημείωμα αναλαμβάνει τον ρόλο να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν στο αυτοβιογραφικό εγχείρημα, τονίζοντας συχνά την ηθική, ιστορική ή άλλη αξία και χρησιμότητά του.[11] Στον «Πρόλογο» του Μανούσου Φάσση ο αφηγητής υιοθετεί έναν τόνο (δήθεν) απολογητικό, παριστάνοντας τον σεμνό και ταπεινό ερασιτέχνη κριτικό, ο οποίος, αν και δεν «έχει καμία εμπιστοσύνη στις κριτικές του δυνατότητες», δεν είχε ποτέ την φιλοδοξία να γράψει ολόκληρο βιβλίο, βρέθηκε εντούτοις στην ανάγκη να το κάνει για κάποιον «σοβαρότατο» λόγο (10). Μάλιστα, στο προλογικό αυτό σημείωμα, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του, ο αφηγητής επικαλείται έμμεσα την εύνοια και την κατανόηση του αναγνώστη, προδικάζοντας τις αντιδράσεις του και καλώντας τον να ακούσει την αφήγησή του, για να καταλάβει περί τίνος πρόκειται:

Ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει ήδη υποπτευθεί ότι κάπου το πάω, κάπου προσπαθώ να απολογηθώ ή να ζητήσω άλλοθι για την παρασπονδία μου: μια φορά επιχειρώ να γράψω κι εγώ μιαν ολόκληρη μελέτη, ένα πολυσέλιδο ανάγνωσμα. Και ασφαλώς θα έχει καταλάβει (ο αναγνώστης) ότι θα πρέπει να υπάρχει σοβαρότατος λόγος για να παραβώ αυτή μου τη σοφή αρχή. Όντως. Αλλά καλύτερα να μπούμε κατευθείαν στο θέμα και να μη μακρηγορούμε. (9-10)

Ο «πρόλογος» αυτός χαρακτηρίζεται, εκτός από την έλλειψη ειλικρίνειας, στοιχείο που υποβαστάζεται, συνολικά στο κείμενο, από την ειρωνεία, από απολογητική (δήθεν) διάθεση για μια «παρασπονδία», η οποία δεν συνδέεται όμως ρητά με το αυτοβιογραφικό εγχείρημα αλλά με την απόφαση του αφηγητή-συγγραφέα να επιδοθεί στη συγγραφή μιας πολυσέλιδης κριτικής μελέτης. Παρόλο που στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας ενός λογοτέχνη η (αυτο)κριτική διάσταση σε σχέση με το έργο του είναι αυτονόητη, εδώ όχι μόνο μεταμφιέζεται σε κριτική αποτίμηση ενός άλλου (εαυτού) ή, με άλλα λόγια, του ποιητή ως άλλου, αλλά και συνοδεύεται, όχι μόνο στον «πρόλογο», όπου γίνεται ειρωνική αναφορά στους καθηγητές Πανεπιστήμιου, που έχουν διδαχθεί στο Παρίσι τη σημειολογία, σε αντίθεση με τον αφηγητή-αυτοσχέδιο κριτικό, που δεν διαθέτει τέτοια εφόδια, αλλά και σε όλο το μήκος του κειμένου, από μια πλαγίως υπονομευτική διάθεση απέναντι στην «επίσημη» κριτική.[12]

Στη σύμπλευση αυτοβιογραφικού και (αυτο)κριτικού λόγου στο πλαίσιο ενός «ξαναγραψίματος» του έργου ενός λογοτέχνη θα επανέλθω παρακάτω. Εδώ σημειώνουμε την παρουσία του αναγνώστη, η οποία διατρέχει όλο το κείμενο του Μανούσου Φάσση, και συμπλέκεται συχνά με την αυτο-αναφορική πλευρά του, την κειμενική αυτοσυνείδηση, στο πλαίσιο της οποίας ο αφηγητής σχολιάζει τη δομή του κείμενου, επαναφέρει την εξιστόρηση, μετά από παρεκβάσεις, εξηγεί τις επιλογές του όσον αφορά τι εξιστορεί και τι αποκρύπτει, κ.λπ. Η «ενσυνείδητη αφήγηση», μέσω της οποίας αναδεικνύεται συχνά σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο η πράξη του αφηγείσθαι ως διαδικασία σύνθεσης, επιλογής και ερμηνείας και συνδέεται παράλληλα ο χρόνος του ήρωα με τον χρόνο του αφηγητή,[13] πραγματώνεται είτε μέσα από έναν φανταστικό διάλογο με τον αναγνώστη ή, συχνότερα, με την άσκηση της μετα-αφηγηματικής λειτουργίας όπου εμπλέκεται η κρίση και απαιτείται η έγκριση του αναγνώστη, και ενδείκνυται να πειστεί και να καθοδηγηθεί. Έτσι, τόσο στον πρόλογο του Μανούσου Φάσση, όσο και στο υπόλοιπο κείμενο, εγκαθιδρύεται, όπως στα αυτοβιογραφικά κείμενα, παρόλο που δεν έχουμε να κάνουμε, γενικά, με άμεση προσαγόρευση του αναγνώστη, ένα ιδιαίτερο πραγματολογικό πλαίσιο μεταξύ αφηγητή και αναγνώστη,[14] το οποίο απομακρύνει το κείμενο από το σχήμα της κριτικής πραγμάτευσης. O Μανούσος Φάσσης σκηνοθετείται, ουσιαστικά, ως διάλογος με τον αναγνώστη, με την έννοια ότι ο αφηγητής προλαμβάνει, υποτίθεται, τις αντιδράσεις του, οργανώνει την πρόσληψη, του δίνει έμμεσα οδηγίες, προσπαθεί να τον προσεταιριστεί, να εξασφαλίσει την εύνοια και τη συναίνεσή του· ο αφηγητής κωδικοποιεί, με άλλα λόγια, όπως στα αυτοβιογραφικά κείμενα, τον αναγνώστη που επιθυμεί ή προϋποθέτει, απευθύνεται στον ιδανικό αναγνώστη, που είναι ο ουσιαστικός αποδέκτης της αφήγησης.[15]

Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης αποκλίνει όμως, φυσικά, από την αυτοβιογραφία, επειδή παρόλο που μοιάζει να προγραμματίζει τη στιγμή της ανάγνωσής του, να μεταχειρίζεται τη στρατηγική της πειθούς απέναντι στον αναγνώστη, λείπει και εδώ, προγραμματικά και εσκεμμένα, η ειλικρίνεια και η σαφήνεια των στόχων. Σε αντίθεση με τα αυτοβιογραφικά κείμενα, όπου η σχέση με τον αναγνώστη βασίζεται σε ένα συμβόλαιο στοιχειώδους αληθοφάνειας, εδώ οι έμμεσες ή άμεσες οδηγίες προς τον αναγνώστη δεν διαβάζονται ευθύγραμμα και μονοσήμαντα: η λειτουργία του αναγνώστη ως αποδέκτη μιας προσωπικής εκμυστήρευσης βασικά καταστρατηγείται, απογυμνώνεται ή εκτροχιάζεται, διότι η εκμυστήρευση αναφέρεται εκ πρώτης όψεως σε άλλο επίπεδο από αυτό στο οποίο στην πραγματικότητα ανάγεται. Ενώ καμουφλάρονται ως οικοδόμηση εμπιστοσύνης σχετικά με τη δημοσιοποίηση των έργων του παλιού του άσπονδου φίλου ή σχετικά με λεπτομέρειες της κοινής τους ζωής, οι αυτοαναφορικές δηλώσεις που εμπλέκουν τον αναγνώστη αφορούν, στην πραγματικότητα, το ίδιο το σύνθετο και εν μέρει αμφιλεγόμενο εγχείρημα του Αναγνωστάκη να δημοσιοποιήσει τα παλαιότερα ποιήματα που έγραψε ως Μανούσος και να αποκαλύψει βιογραφικές λεπτομέρειες, αισθητικές προτιμήσεις και αντιλήψεις του άλλου, «απαγορευμένου» και, κατά κάποιον τρόπο, αυτολογοκριμένου εαυτού του.

Και φτάνουμε έτσι στο σημείο όπου τέμνονται ή αλληλοσυγκρούονται η αυτοβιογραφική και η κριτική οπτική, ο (αυτο)βιογραφικός και ο κριτικός λόγος, αλλά και υπεισέρχεται η μυθιστορηματική τεχνική, στο πλαίσιο της οποίας στήνεται ο διάλογος, κυριολεκτικός και μεταφορικός, δύο χαρακτήρων με σάρκα και οστά, με διαφορετική ποιητική, αισθητική, κοσμοθεωρία και ιδεολογία: του Μανόλη και του Μανούσου. Αν κάθε αυτοβιογραφία αποτελεί αυτο-ανάγνωση, με την έννοια της εκ των υστέρων συνολικής θεώρησης και ερμήνευσης του (παλιού) εαυτού, η αυτοβιογραφία των λογοτεχνών ανάγεται σε ένα «ξαναγράψιμο» του έργου τους, αποτελεί μια «ύστατη δεύτερη γραφή», ή οποία «επανεγκαθιστά την αρχή της ενότητας της εξέλιξης και του νοήματός του» (Πασχαλίδης 1993: 66) – με την έννοια αυτή, η αυτοβιογραφία βρίσκεται σε επικειμενική θέση σε σχέση με τα άλλα (αυτομιμητικά ή μη) κείμενα του λογοτέχνη, αρθρώνει δηλαδή έναν μεικτό, βιογραφικό και κριτικό, λόγο για τα κείμενα αυτά. Στην περίπτωση του Μανούσου Φάσση το «ξαναγράψιμο» του έργου του Αναγνωστάκη περνάει μέσα από μια διαλογική διαδικασία αλληλο-κριτικής των δύο προσωπείων του συγγραφέα, είτε σκηνοθετημένης με τη μορφή διαλόγου μεταξύ Μανόλη και Μανούσου είτε μέσα από τον κυρίαρχο λόγο του αφηγητή.

Στο ομοδιακειμενικό αυτό πλαίσιο σχετικοποιούνται, μέσω της κατεδαφιστικής κριτικής που ασκεί ο Μανούσος, κάποιες κυρίαρχες διαστάσεις του «επίσημου» έργου του Αναγνωστάκη, αξιολογούνται από τον Μανόλη, όχι χωρίς κάποια αμφιθυμία, οι στιχουργικές και άλλες επιδόσεις του Μανούσου, ενώ, συνολικά, το γνωστό έργο – και, κατ’ επέκταση, η προσωπικότητα – του Αναγνωστάκη συμπληρώνεται από μια άλλη διάσταση, που μοιάζει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να το ακυρώνει ή, σε κάθε περίπτωση, να το διαλογικοποιεί, δηλαδή, τελικά, να το επικυρώνει. Το «ξαναγράψιμο» πραγματοποιείται, εξάλλου, με όρους διαλογικότητας, μέσω δηλαδή της ειρωνείας, του διφωνικού λόγου, του σαρκασμού, της παρωδίας και του χιούμορ, και, καθώς αφορά δύο πλευρές ενός λογοτέχνη εκ διάμετρου αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους, καθίσταται ιδιαίτερα δραστικό και ανατρεπτικό· για τον λόγο αυτό το κείμενο διαποτίζεται από μια κάποια ανασφάλεια και διστακτικότητα (οι οποίες δεν θα πρέπει, βέβαια, να θεωρηθούν απολύτως ειλικρινείς) και οργανώνεται, όπως κάποια αυτοβιογραφικά κείμενα, στη βάση μιας «ζωντανής» συνομιλίας με τον αναγνώστη, τον οποίο προσπαθεί να προσεταιριστεί, να τον κάνει να κατανοήσει για ποιους λόγους αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το έργο του Φάσση.

Όταν στο έκτο «κεφάλαιο» ο αφηγητής αρχίζει τη «συστηματική» παρουσίαση του Έργου (sic) του Μανούσου, με τη βοήθεια των φακέλων που του έστειλε ένας κοινός τους φίλος, φροντίζει να οχυρωθεί πίσω από ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητα του «φιλολογικού» του εγχειρήματος (44), την αξία ή την απαξία του ποιητικού έργου του Φάσση (44 και 45) και να υπογραμμίσει σε όλους τους τόνους ότι το έργο του Μανούσου «βρίσκεται ολότελα έξω από το δρόμο που διάλεξ[ε] (ή [τον] διάλεξε) για να στήσει την όποια ποιητική [του] δουλειά» (44-45), σπεύδοντας να επικαλεστεί την κρίση του αναγνώστη: «και ο έντιμος αναγνώστης που έχει κάνει το μόχθο να διαβάσει όσα κατά καιρούς έχω γράψει είμαι βέβαιος ότι θα με καταλάβει καλά». (45) Και όχι μόνο αυτό: Σε μια ολόκληρη σελίδα αυτού του κρίσιμου «κεφαλαίου» ο αφηγητής αναλώνεται σε μια άκρως ειρωνική και παρωδιακή (ως προς ένα ορισμένο κριτικό ύφος) διακήρυξη της ποιητικής του, όπου ειρωνεύεται τόσο τον εαυτό του όσο και την κριτική στην ιμπρεσιονιστική, τη μαρξιστική αλλά και τη στρουκτουραλιστική εκδοχή της:

Για μένα η Ποίηση είναι η Κορυφαία Εκδήλωση της Ανθρώπινης Πνευματικότητας. Είναι το θείο δώρο, το προορισμένο από τη φύση για εκλεκτούς και σπάνιους εκπροσώπους του είδους Άνθρωπος, που με τη σειρά τους προορίζονται να παρηγορήσουν την Ανθρωπότητα, να γίνουν οι ταγοί της, οι σεισμογράφοι των καιρών τους.

Η ποίηση είναι πρώτιστα Γλώσσα και Γλώσσα είναι πρώτιστα Ήθος. Και ο Ποιητής είναι ΤΟ ΗΘΟΣ, είναι το ακέριο πρόσωπο που – ιεροφάντης, μύστης, αγωνιστής ή επαναστάτης – «φωτίζει με το εσώτερο φως του τη διαδρομή του χρόνου», σύμφωνα με τον Μπαρτ ή για να χρησιμοποιήσουμε τη στρουκτουραλιστική εκδοχή: «συνθέτει το ασύνθετο σε μια ενιαία σύνθεση», κάτι βέβαια που μόλις είχε υποψιαστεί ο Μαρξ στα Νεανικά του Χειρόγραφα και βρίσκεται πιο συστηματοποιημένο στο Πρόγραμμα Γκότα και Ερφούρτης (βλ. πιο πρόχειρα, ελληνική έκδ. Μαρή-Κοροντζή, 1945). (46)

Κυρίως όμως στο «κεφάλαιο» αυτό, όπου ο αφηγητής στρέφεται, όπως είπαμε, προς το ίδιο το έργο του Φάσση (το οποίο όχι μόνο βρίσκεται «έξω από το περιρρέον κλίμα της εποχής μας, αλλά θεληματικά, επίμονα, προκλητικά θα’ λεγα, το σνομπάρει όταν δεν το χλευάζει ή το λοιδωρεί») και όπου βρίσκουμε τέσσερις αναφορές στον αναγνώστη (44, 45, 47, 53) και τη μόνη γνήσια προσαγόρευση του (49) που υπάρχει σε όλο το κείμενο, ο αφηγητής θέτει με προσποιητή, πάλι, σοβαρότητα και με τη μορφή ερώτησης δύο φιλολογικά προβλήματα. Το πρώτο αφορά τη χρονική στιγμή στην οποία έγινε η ταξινόμηση των ποιημάτων του Φάσση στους τρεις φακέλους που έχει στα χέρια του:

Ομολογώ ότι αισθάνθηκα κάποια συγκίνηση. Πότε έγινε αυτή η ταξινόμηση; Πριν από πόσο καιρό; Προαισθάνθηκε το θάνατό του και ήταν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος; (47)

Το δεύτερο, πιο γενικό και κρίσιμο ερώτημα, αφορά, σε ένα πρώτο επίπεδο, την επιλογή του Φάσση να συγκεντρώσει και να τακτοποιήσει τα ποιήματά του και να τα εμπιστευτεί στον Μανόλη, τον άσπονδο φίλο του, αλλά, στην πραγματικότητα, αγγίζει το καίριο ζήτημα που εγείρει το όψιμο αυτο-αναγνωστικό εγχείρημα του Αναγνωστάκη – το ερώτημα δηλαδή για ποιο λόγο και με ποιους σκοπούς δημοσιοποίησε (ο Αναγνωστάκης) τα παραδοσιακής τεχνοτροπίας ρομαντικά και σατιρικά ποιήματα που έγραψε στο περιθώριο του γνωστού του ποιητικού έργου,[16] για το οποίο κατατάχθηκε στην πολιτική ποίηση ή στην «καθημαγμένη γενιά», την οποία (τη γενιά και την κατάταξη ποιητών σε αυτήν) επίσης ειρωνεύεται στον Μανούσο Φάσση (26), όπως θα δούμε παρακάτω. Παραθέτω το απόσπασμα που αναφέρεται στο δεύτερο «φιλολογικό πρόβλημα»:

... γιατί λοιπόν ο Μανούσος Φάσσης σε μια περίοδο της ζωής του (όταν προαισθάνθηκε το επικείμενο τέλος) φρόντισε με τόση ευταξία να ταξινομήσει, να αντιγράψει, να κατατάξει τα στιχουργήματά του και γιατί (ιδού το κρισιμότερο ερώτημα) τα εμπιστεύτηκε άραγε σε μένα που, όπως επανειλημμένα έχω πει, μολονότι μας συνέδεε μια μακρόχρονη αλλά όχι ανέφελη φιλία από χρόνια είχαμε ξεκοπεί, γιατί σε μένα που απαξιούσε ανέκαθεν να εκφράσει μια καλή, έστω συμβατική, κουβέντα για τα ποιήματά μου, παρακάμπτοντας, σαν πολιτισμένος άνθρωπος, τις επί του θέματος αντιγνωμίες. Πρόκληση; Όψιμη κρίση συναισθηματισμού; Εμπιστοσύνη στην πνευματική μου ακεραιότητα [...]; Προβλήματα άλυτα που δεν επιχειρώ καν να τα αγγίξω. (49)

Και συμπληρώνει ο αφηγητής, προσφωνώντας τον αναγνώστη:

Αλλά εν πάση περιπτώσει μου είχε ήδη ενσφηνώσει το Χρέος μιας αποστολής. Και την αποστολή αυτή επιτελώ, φίλε αναγνώστη. (49)

Τα ερωτήματα αυτά, που απευθύνει ο αφηγητής ως επίδοξος δήθεν φιλόλογος ή ερασιτέχνης κριτικός στον υποτιθέμενο αναγνώστη (αποδέκτη της αφήγησης) με σκοπό να θίξει φλέγοντα «φιλολογικά προβλήματα» υποβάλλουν, κατά κάποιον τρόπο, στον πραγματικό αναγνώστη το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί ο Αναγνωστάκης επιλέγει να δημοσιοποιήσει μέσω ενός δημόσιου επικειμένου με υβριδική μορφή (στην οποία συμμετέχουν διάφορα ειδολογικά ίχνη της (ψευδο/αυτο)βιογραφίας, του (αυτο)κριτικού δοκιμίου, του αυτοβιογραφικού αφηγήματος, της φιλολογικής παρουσίασης, της παρωδίας, κ.λπ.) την άλλη του πλευρά, τον άλλο ποιητή που είχε ή έχει μέσα του; Γιατί επιλέγει να το κάνει με αυτή τη μορφή αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το 1987; Και γιατί διατυπώνει την απόφασή του να το κάνει ως επιτέλεση ενός Χρέους, με χ κεφαλαίο; Παρά την ειρωνική χροιά, πρέπει μάλλον να αναρωτηθούμε: χρέος προς τους αναγνώστες, χρέος εκδίκησης προς τους κριτικούς, χρέος απέναντι στους γραμματολόγους και μελετητές του μέλλοντος, προς τον εαυτό του τον ίδιο; 

Αν παρακολουθήσουμε, πάντως, την πορεία της σχέσης μεταξύ Μανούσου και Μανόλη, όπως διαγράφεται μέσα από την αφήγηση, από το 1938 περίπου μέχρι το 1980-1981, χρονική στιγμή όπου μάλλον τοποθετείται το επεισόδιο της ερωτικής αντιζηλίας των δύο φίλων, θα διαπιστώσουμε ότι παραπέμπει στα στάδια της ποιητικής διαμόρφωσης του Αναγνωστάκη, σε σχέση και με τα ιστορικο-κοινωνικά συμφραζόμενα, την πολιτική του δράση και τις πολιτικές του περιπέτειες, οι οποίες υποτίθεται ότι «διόλου δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη, μιας και το αντικείμενο του παρόντος πονήματος είναι άλλο» (31). Αρχικά, ο Μανούσος είναι στην παρέα των συμμαθητών του Μανόλη, την εποχή που διαβάζει λογοτεχνικά περιοδικά και (συγκεκριμένα το 1938) ανακαλύπτει την «καταπληκτική του ευχέρεια να σκαρώνει στίχους» (13). Το καλοκαίρι του 1940 Μανόλης και Μανούσος γίνονται φίλοι, «κολλητοί», ενώ και ο Μανόλης, δεκαπεντέμισι χρονών, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία και την ποίηση· διαβάζουν πολύ και κάθονται με τις ώρες, μαζί με τον κοινό τους φίλο Ν.Β., και συζητούν τις εντυπώσεις τους. Την εποχή εκείνη Μανόλης και Μανούσος επιδίδονται στη συγγραφή παρόμοιων, (νεο)ρομαντικών ποιημάτων: «τα όρια ανάμεσα στα δικά μου στιχουργήματα και του Μανούσου ήταν πρακτικώς δυσδιάκριτα» (63). Την ίδια εποχή παρουσιάζονται όμως τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους: Ο Μανούσος συμπεριφέρεται με θρασύτητα και υπεροψία, που λυπεί τον Μανόλη, ενώ η πρώτη τους λογομαχία γίνεται με αφορμή ένα ποίημα του Ρίτσου, τον πιο επιφανή ποιητή της «ποίησης της αντίστασης», όπως θα χαρακτηριστεί αργότερα, τον οποίο ο Μανόλης θαυμάζει και ο Μανούσος αγνοεί. Το 1942 ο Μανόλης δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα, το «1870-1942».[17]

Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, οι δρόμοι τους χωρίζουν: «Κάτι τέτοια, μικρά ή μεγάλα, μας ψυχραίνανε κατά καιρούς [...], αλλά ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και φυσικά πάψαμε τα παιδιαρίσματα· αρχίσαμε να αποκτούμε συνείδηση του εαυτού μας, που λένε, και το ρίξαμε την προπόνηση για να πετύχουμε αυτό που αργότερα ονομάστηκε: ‘η καθημαγμένη γενιά’» (26). Ο Μανόλης παραδέχεται ότι αυτός προσέδωσε κάποια ψυχρότητα στις σχέσεις τους και εκφράζει ξεκάθαρα ότι διαφωνεί με την ανευθυνότητα του Μανούσου, την έλλειψη ηθικής πυξίδας, τη συναισθηματική αστάθεια, την ολέθρια τάση του να συχνάζει στα μπουρδέλα, και, τέλος, με τη μανία του να ανακαλύπτει τη χιουμοριστική και ευτράπελη πλευρά των πραγμάτων και να «σπάει πλάκα» ακόμη και σε βάρος προσώπων σεβάσμιων, όπως ο κομματικός καθοδηγητής τους (26-27).

Άρα, την εποχή που αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία ειρωνικά αναφέρεται στο παραπάνω παράθεμα ο αφηγητής, μέσα από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής ευθύνης και την ανάληψη αντιστασιακής δράσης, ο Μανόλης αποποιείται τον μανουσικό εαυτό του, πράγμα που σημαίνει μάλλον ότι δεν γράφει «μανουσοφασσικά» ποιήματα.[18] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μανούσος απομακρύνεται από το αφηγηματικό προσκήνιο κατά τη διάρκεια της κατοχής – έχει φύγει κρυφά στη Μέση Ανατολή, περισσότερο για να γνωρίσει «αραπίνες μαύρες, ερωτιάρες» και λιγότερο «προς χάριν του κοινού συμμαχικού αγώνα» (26) –, αφού την εποχή αυτή ο Μανόλης (Αναγνωστάκης) γράφει τα ποιήματα των Εποχών. Ο Μανούσος επιστρέφει μετά τον πόλεμο, για να αρχίσει πάλι, μαζί με τον Κλείτο Κύρου, τις φάρσες και τα «σαχλοαστεία», «ξένος προς τα μηνύματα των καιρών, αδιάφορος προς την Εποχή, ολότελα απαθής προς τη δραματικότητα των χρόνων» (29), όπως σημειώνει ο αφηγητής, μιμούμενος (ειρωνικά) ένα ελαφρώς ηθικολογικό κριτικό ιδίωμα, στο οποίο «απαντά» ο Μανούσος, λέγοντας στον Μανόλη ότι «γεροντοκόριασε» και παροτρύνοντάς τον να αφήσει τα «ψευτοϊδεολογικά» του (30).

Μετά από αρκετά χρόνια προσωπικών «περιπετειών» και «αναστατώσεων» στη ζωή του Μανόλη (διαγραφή από το ΚΚΕ, φυλάκιση στο Γεντί Κουλέ, καταδίκη σε θάνατο, αποφυλάκιση το 1951), τα οποία παραλείπει, όπως είπαμε, στην αφήγησή του, και μετά τη δημοσίευση των Εποχών 2 και 3, εμφανίζεται πάλι ξαφνικά και τυχαία ο Μανούσος στα λογοτεχνικά στέκια της Αθήνας να κάνει παρέα με τον Αλέξανδρο Κουμπή [=Αργυρίου] και άλλα μέλη της «αενάως εκκολαπτόμενης ‘Γενιάς του Σαράντα’» (32). Κατά τη δεκαετία του 1950 οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ Μανόλη και Μανούσου, την εποχή που ο τελευταίος επαινεί ή θάβει ποιητές μέσω στιχουργημάτων αντί κριτικών σημειωμάτων και ο πρώτος καθιερώνεται ως εκπρόσωπος της μεταπολεμικής γενιάς. Είναι φανερό ότι ο Μανόλης έχει κερδίσει το παιχνίδι έναντι του Μανούσου, που είχε «κόμπλεξ απέναντι του» (37), αφού «θεληματικά έθαψε τα πονήματά του και ποτέ δεν τόλμησε να αντιμετρηθεί στο ποιητικό ρινγκ των ανοιχτών εκδοτικών αντιπαραθέσεων» (37)· «Έχασες το τραίνο, Μανούσο, αυτό είναι όλο», του είπα μια μέρα με, εκ προθέσεως, κακία» (37). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι αυτήν την κακία του θέλησε να ξεπλύνει ο Αναγνωστάκης δημοσιεύοντας το 1980 την Παιδική Μούσα και, κυρίως, γράφοντας την «εργοβιογραφία» του ποιητή Μανούσου Φάσση μερικά χρόνια αργότερα.

Αυτό μοιάζει πάντως να είναι, βασικά, και το τέλος της σχέσης μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ φίλων, οι οποίοι μάλλον δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο κάποια στιγμή μετά τη μεταπολίτευση (κατά τη σκοτεινή περίοδο της Χούντας ο Μανούσος απουσίαζε, φυσικά, στη Σουηδία), όταν ο «αδιόρθωτος» και ερωτύλος Φάσσης εμφανίστηκε και άρχισε να πολιορκεί τη γυναίκα του Μανόλη, διαβάζοντάς της στιχουργήματά του, ενώ ο Μανόλης «ανάλων[ε] τις ώρες [του] σε προεκλογικές συγκεντρώσεις και βωλόδερν[ε] σε κομματικά αχτίφ» (111), υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ εσωτερικού (το 1981). Μέσα από τη ματιά της γυναίκας του Μανόλη μάλιστα, η οποία έτρεφε πάντα μια (καθαρά φιλολογική) συμπάθεια για τον Μανούσο, αλλά και ομολογεί πως βρίσκει ελκυστικές κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς του, τις οποίες ο Μανόλης δεν έχει, ή μάλλον είχε «και τις κατέθεσ[ε] θυσία στο βωμό των κοινωνικών αγώνων και της πολιτικής» (112), ο αφηγητής παραθέτει μια ακόμα σύγκριση ανάμεσα στους δύο, αποκαλύπτοντας το γεγονός ότι ο Μανούσος μπήκε ξανά στη ζωή του Μανόλη σε μια φάση έντονης κομματικής δράσης και πολιτικού κομφορμισμού, θα λέγαμε.

Παρακολουθώντας λοιπόν την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας, του Μανόλη και του Μανούσου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Μανούσος, προς τον οποίον ο Μανόλης τρέφει αντικρουόμενα συναισθήματα, αγάπης και μίσους, καθώς έλκεται αλλά και απωθείται από αυτόν (ενώ αντίθετα ο Μανούσος μοιάζει σταθερά και αταλάντευτα στραμμένος εναντίον του), αποτελεί μια διάσταση της ποιητικής και της προσωπικότητας του Αναγνωστάκη την οποία ο ίδιος θέλησε να λογοκρίνει (συνεχίζει, μάλιστα, να το κάνει και στο ίδιο το βιβλίο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης). Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Αναγνωστάκης, όπως τον γνωρίζουμε, διαμορφώθηκε ως ποιητής της ποιητικής και πολιτικής ηθικής μέσα από τη διαλογική πάλη με την άλλη φωνή, τον άλλο ποιητή μέσα του, που τον καλούσε διαρκώς να απομακρυνθεί από «τις πολλές ιδέες και τα μηνύματα», από τα «ψευτοϊδεολογικά», να χαλαρώσει, να απολαύσει τη ζωή, τον έρωτα, να «σπάσει πλάκα». Μια από τις πιο αποκαλυπτικές, και μάλλον η πιο ειλικρινής στιγμή του κειμένου, είναι η στιγμή που ο αφηγητής παραθέτει τον αντί-λογο στις ποιητικές και ηθικές επιλογές του, τον οποίο ενσαρκώνει, σε αφηγηματικό επίπεδο, ο Μανούσος, όταν του έλεγε, την εποχή της νεότητάς τους:

 

Άσε, ρε Μανώλη (ακόμα με ωμέγα), τις πολλές ιδέες και τα μηνύματα. Αυτά θα σε φάνε, άσε που θα φάνε κι όλο το ρωμέικο. Νομίζεις πως γράφεις για την αιωνιότητα και απλώς αντιγράφεις την αιωνιότητα του κερατά. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους ότι μόνο δύο πραγματικά αιώνια θέματα υπάρχουν· αυτά τα πιο πληβεία: ο έρωτας και ο θάνατος. Άσε το θάνατο κατά μέρος, δεν μας αφορά ακόμη, ζήτω ο έρωτας λοιπόν. Ερωτεύομαι για να γράφω και γράφω για να ερωτεύομαι. (84)

Και το αποκαλυπτικό σχόλιο του Μανόλη (πάλι με γερή δόση ειρωνείας εντός παρενθέσεως):

Φυσικά δεν ακολούθησα τις συμβουλές του, και τολμώ να πω πως γι’ αυτό έγινα αυτός που έγινα. Απέκτησα ένα καλό όνομα στη φιλολογική αγορά, σημαντικό ή απλώς ευπρόσωπο (αυτό θα το κρίνουν τα μέλη της επιτροπής συντάξεων λογοτεχνών όταν έρθει σε λίγο και η δική μου ώρα), πάντως δεν παρέμεινα τελείως άγνωτος και άσημος όπως ο Μανούσος, που το μόνο που κατάφερε είναι να δημοσιεύσει, εν ζωή, σε ένα λαθρόβιο νεανικό έντυπο της αριστεράς, πριν από αρκετά χρόνια, τρία στιχουργήματά του υπό τον γενικό τίτλο «Η ερωτική τρίλιζα» (τα ξαναβρίσκω στην ενότητα «Πολιτική, αγάπη μου») ... (84-85)

Τελειώνοντας, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης αποτελεί την κατεξοχήν αυτο-αναγνωστική παρακαταθήκη του Αναγνωστάκη, η οποία βρίσκεται σε διάλογο με το συνολικό έργο του σε δύο επίπεδα, το καθένα με δύο διακλαδώσεις: σε αυτοδιακειμενικό επίπεδο, αφενός με το Περιθώριο ’68-’69 και το Υ.Γ. (Αναγνωστάκης 2000 και 1992), ως συλλογές κειμένων που συμμετέχουν εν μέρει στο αυτομιμητικό γένος, αφετέρου με το κριτικό – φιλολογικό έργο του Αναγνωστάκη (Αναγνωστάκης 1985α, 1985β και 1990), και σε ομοδιακειμενικό επίπεδο, αφενός με το «επίσημο» αφετέρου με το «ανεπίσημο» ποιητικό του έργο. Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί συγκριτικά σε τρεις τουλάχιστον (κάθετους) άξονες: στον άξονα της αυτο-κριτικής αναφορικότητας που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ποίηση και την πράξη, τη συμμετοχή και την παραίτηση, χαρακτηριστική της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης, τον άξονα που αφορά τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης σε αντιπαράθεση με την ανεξαρτησία της τέχνης και τον άξονα της σχέσης έρωτα και πολιτικής. Ο Φάσσης πρόσφερε στον Αναγνωστάκη ένα πεδίο εκτόνωσης, ελευθερίας, «παρασπονδιών» και σκανδαλιάς, αντίβαρο στην αλύγιστη σοβαρότητα και αγέλαστη υπευθύνοτητα που απαιτούσαν οι «Εποχές», ενσωματώνοντας ή, αλλιώς, ενσαρκώνοντας τη ενδημική στη σκέψη του Αναγνωστάκη δυσπιστία προς την ποιητική στράτευση, την απέχθεια προς τον κομφορμισμό και την απόρριψη του δογματισμού – τη δυσκολία του, εν τέλει, παρά την ακλόνητη ηθική του, να αποδεχτεί μονολιθικές αυθεντίες και αιώνιες αλήθειες.

Η παράλληλη πορεία Μανούσου-Μανόλη, πάντως, όπως διαφαίνεται στον Ποιητή Μανούσο Φάσση, ο ανταγωνισμός και η αντιζηλία τους υποβάλλουν μια συγκρουσιακή, διαλογική αντίληψη για την ταυτότητα, τη διαμόρφωση ενός υποκείμενου και μιας ποιητικής φωνής σε σχέση, σε αντίθεση, σε διάλογο με την άλλη φωνή. Από την άλλη μεριά, αν λάβουμε υπόψη τόσο τα ποιήματα του Μανόλη και του Μανούσου που περιέχει το βιβλίο (σε συγκριτική ανάγνωση) όσο και σχετικά σχόλια του Αναγνωστάκη, οι δύο φίλοι συγκλίνουν όχι μόνο ως προς τη ροπή τους προς τη (νεο)ρομαντική ποίηση, με ή χωρίς χιουμοριστικό αλατοπίπερο ή παρωδιακό πρόσημο, αλλά και ως προς τη σχέση μεταξύ έρωτα και πολιτικής, όπου το μείγμα μπορεί, βέβαια, να διαφοροποιείται. Ο Αναγνωστάκης ο ίδιος πάντως, θεωρεί τον εαυτό του όχι αποκλειστικά πολιτικό ποιητή, αλλά ερωτικό και πολιτικό, σε μια εποχή όπου τα δύο ήταν αξεχώριστα, ενώ στην περίπτωση του Μανούσου Φάσση βλέπει να διαγράφονται νέοι ορίζοντες για μια πολιτική ποίηση σε σατιρική μορφή.[19] Αν διαβάσουμε λόγου χάριν την «Ερωτική Τρίλιζα», που συμπεριλαμβάνεται, όπως λέει ο αφηγητής, στην ενότητα «Πολιτική, αγάπη μου» του μανουσοφασσικού corpus, θα διαπιστώσουμε ίσως ότι ο Φάσσης προτείνει έναν νέο τρόπο ανάγνωσης της πολιτικής (ποίησης), πέραν του δογματισμού:

«Κνίτισα αρχοντοκνίτισα/παλαιοημερολογίτισα/να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ/δόγμα και ανανέωση» (89).

Σε κάθε περίπτωση, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, παρά το γεγονός ότι κινείται στις παρυφές του αυτοβιογραφικού είδους, εγκαθιστώντας μια λοξή, παρωδιακή σχεδόν, σχέση με αυτό, και παρόλο που διασπά εκ πρώτης όψεως την ενότητα του έργου του Αναγνωστάκη σε δύο φαινομενικά εντελώς ασυμβίβαστες μεταξύ τους πλευρές, αναδεικνύει, τελικά, την ενότητα και το βαθύτερο νόημα αυτού του έργου, φέρνοντας στο προσκήνιο τη διαλογικότητα, την πολυφωνία και την καρναβαλική σχετικότητα των πραγμάτων – τον αντιδογματισμό που διαποτίζει, τελικά, τη σκέψη και τον λόγο του Αναγνωστάκη και μάλιστα μέσα από τη διαλογική συγκατοίκηση ειδών και λόγων.[20] Ο Μανούσος είναι εκείνη η φωνή από την οποία ξέφυγε ο Μανόλης, για να γίνει ο γνωστός πολιτικός ποιητής, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος· είναι όμως και ο απαραίτητος, σταθερός και υπόγειος αντίλογος που δεν τον άφησε να λιμνάσει σε ακλόνητες βεβαιότητες. Αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που το 1987 ο Αναγνωστάκης νιώθει την ανάγκη, την αίσθηση χρέους, να αποτίσει φόρο τιμής στον άτακτο, σκανδαλιάρη,  φίλο του, τον αιώνιο, «αδιόρθωτο» έφηβο Μανούσο.
 

Βιβλιογραφία

Αναγνωστάκης Μανόλης (2000) Ποίηση 1941-1971, Αθήνα: Νεφέλη [1971].

  • (2000) Το περιθώριο ’68-’69, Αθήνα: Νεφέλη [1979].
  • (1992) ΥΓ., Αθήνα: Νεφέλη [1983].
  • (1985α) Αντιδογματικά, Άρθρα και κριτικά σημειώματα 1946-1977, Αθήνα: Στιγμή.
  • (1985β) Τα συμπληρωματικά. Σημειώσεις κριτικής, Αθήνα: Στιγμή.
  • (1987) Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης. Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα: Στιγμή.
  • (1990) Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα: Νεφέλη.

Αποστολίδου Βενετία (2005) «Πώς μελετούμε τον κριτικό Αναγνωστάκη; Η κριτική ως πολιτισμική πρακτική», Φιλόλογος 121 (Ιούλ.-Αύγ-Σεπτ. 2005), 393-398.

  • (2015) «Το παιχνίδι με τον Φάσση», Το Βήμα, 6 Δεκεμβρίου 2015.
     
  • (2016) «Η κριτική του λογοτεχνικού θεσμού στο δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του», Ποιητική 18 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016), 117-132.

Βαγενάς Νάσος (1996) «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη» στον σύμμεικτο τόμο Νάσος Βαγενάς (επιμ.) Για τον Αναγνωστάκη. Κριτικά κείμενα, Λευκωσία: Αιγαίον, 293-302. [1994]

Βούλγαρη Σοφία (2016α) «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης και η στρατηγική της ετερωνυμίας», Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας (μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά), Πρακτικά της ΙΔ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα ΜΝΕΣ του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ (Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη), Θεσσαλονίκη 27–30 Μαρτίου 2014, http://www.lit.auth.gr/sites/default/files/mneme_x._a._kokole_praktika.pdf, 2016, 865-878.

  • (2016β) «Ο ποιητής Μανούσος Αναγνωστάκης» στον τόμο Κ. Βούλγαρης-Γ. Παππάς (επιμ.) Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση, Πάτρα: Διαπολιτισμός, 55-66.
  • (2017) «Για τον αναγνώστη του Αναγνωστάκη», poeticanet 28 (Φεβρουάριος 2017), http://www.poeticanet.gr/anagnwsti-anagnwstaki-a-1649.html

Γαραντούδης Ευριπίδης (1998) «Tα ποιήματα του Mανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης», Πόρφυρας 86, Aπρίλιος-Iούνιος 1998, 615-631. Αναδημοσίευση σε επεξεργασμένη μορφή στο Γαραντούδης Ευριπίδης Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2007, 91-130.

Διαμαντοπούλου Λίλια (2015) «Ο Μανούσος Φάσσης στο φως του Βορρά», ανακοίνωση στην ημερίδα Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005): Μνημονεύοντας το έργο του, Θεσσαλονίκη, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, 20 Νοεμβρίου 2015 (Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. & Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης).

Ιερωνυμάκη Θάλεια (2014) «Ειδολογικά ίχνη στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη: από την εφηβεία στην ωριμότητα», Πόρφυρας 153, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2014, 203-213.

Iερωνυμάκη Θάλεια & Διαμαντοπούλου Λίλια (2015) «Αφιέρωμα στον Μανούσο Φάσση», Ο αναγνώστης 2, 9-70.

Κοκόλης Ξενοφών (1987) «Μια δισκελής ανακοίνωση», εφ. Η Αυγή, 11.10.1987 [= Κοκόλης Ξενοφών (2001) «Σε τι βοηθά λοιπόν...» η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Μελέτες και σημειώματα, Αθήνα: Νεφέλη, 173-177]

Μουλλάς Παναγιώτης (1998) Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα: Στιγμή.

Μπαζούκης Αλέξανδρος (2011) «Υστερόγραφο στον Μανούσο Φάσση [Με τον τρόπο του Μ. Α.]», Παρέμβαση 155, 20-27.

Mπακογιάννης Μιχάλης (2014) «Τρόποι άρθρωσης του ερωτικού λόγου στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη», The Athens Review of Books 52 Ιούνιος 2014, 38-39.

Ναούμ Ιωάννα (2014) «Μανόλης Αναγνωστάκης: διευρύνοντας τα όρια της πολιτικής ποίησης», "The Athens Review of Books" 52, Ιούνιος 2014.

Πασχαλίδης Γρηγόρης (1993) Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Αθήνα: Σμίλη.

Ρούσσου Βαρβάρα (2005) «Μανούσος Φάσσης: το σατιρικό προσωπείο του Μανόλη Αναγνωστάκη», Αμάλθεια 142-143, 65-72.

Φάις Μισέλ (επιμ.) (2011) Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά (Συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη), Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Χαραλάμπους Αγάθη (2011) Η λέξη-πρόκα. Ο διάλογος ποίησης και κριτικής στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 


[1] Σημαντική προεργασία στην κατεύθυνση μιας νέας, συστηματικής προσέγγισης του Μανούσου Φάσση, την οποία προβλέπει έμμεσα ο Ξ. Α. Κοκόλης (1987), έχει γίνει από τον Ευριπίδη Γαραντούδη (1998), τη Βενετία Αποστολίδου (2005), τη Βαρβάρα Ρούσσου (2005) και τον Αλέξανδρο Μπαζούκη (2011). Το 2014, στην ΙΔ΄ Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση του Τομέα ΜΝΕΣ του Α.Π.Θ. (Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη), προσπάθησα να ανοίξω ξανά τη συζήτηση σε νέα βάση (βλ. Βούλγαρη 2016α· επίσης, 2016β)· βλ. επίσης, τα πρόσφατα δημοσιεύματα του Γαραντούδη (2015) και της Αποστολίδου (2016), την ανακοίνωση της Λίλιας Διαμαντοπούλου «Ο Μανούσος Φάσσης στο φως του Βορρά» (2015) και τη νέα, μετά θάνατον «ζωή» του Μανούσου Φάσση στο σχετικό αφιέρωμα του περ. Ο αναγνώστης (Ιερωνυμάκη & Διαμαντοπούλου 2015). Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη κεφαλαίου μονογραφίας που ετοιμάζω, όπου επιχειρώ να εξετάσω διεξοδικά και σφαιρικά τον ‘Φάκελο Μανούσος Φάσσης’.

[2] Σχετικά με την μπαχτινική ανάγνωση του Μανούσου Φάσση, βλ. Βούλγαρη 2016α· στο ίδιο μήκος κύματος, βλ. και τις παρατηρήσεις της Χαραλάμπους (2011: 37-38 και passim) και του Μπαζούκη (2011).

[3] Βλ. τις παρατηρήσεις σχετικά με το όνομα του συγγραφέα σε γενική πτώση στον τίτλο μιας αυτοβιογραφίας στο Πασχαλίδης 1993: 278.

[4] Βλ. σχετικά, Πασχαλίδης 1993: 27-29.

[5] Για τον χαρακτηρισμό του Μανούσου ως ετερώνυμου του Αναγνωστάκη, βλ. Βούλγαρη 2016α, 2016β και 2017 (βλ. εκεί σημ. 2 για άλλους όρους που έχουν χρησιμοποιηθεί και τη σχετική βιβλιογραφία).

[6] Σχετικά με τη μη ταύτιση του αφηγητή με τον συγγραφέα και την κατασκευή μιας διπλής, ουσιαστικά, περσόνας (Μανούσος-Μανόλης), βλ. Βούλγαρη 2016α: 869 και Αποστολίδου 2016: 120.

[7] Βλ. πώς συγκεφαλαιώνει την πολωτική αντίθεση ανάμεσα στους δύο ο Γαραντούδης (1998: 630).

[8] Η αμφιρρέπεια αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι συνδηλώνει δύο αντιφατικές σημασίες: «από τη μια, την απάρνηση της αναπαράστασης και την παρουσίαση του λόγου ως άμεσης, φυσικής και αδιαμεσολάβητης ‘φωνής ζώσας’, και από την άλλη, την έμφαση στον αναπαραστατικό, διαμεσολαβημένο χαρακτήρα αυτού του λόγου» (Πασχαλίδης 1993: 44).

[9] Οι σχετικές παρατηρήσεις του Πασχαλίδη (1993: 244-251) αφορούν βέβαια τον οριακό, νεωτερικό τύπο της αυτοβιογραφίας σε τρίτο πρόσωπο, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν, κατά τη γνώμη μου, και στην περίπτωση του Μανούσου Φάσση, όπου το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.

[10] Πασχαλίδης 1993: 300· ο Πασχαλίδης συμπληρώνει τη ρήση του Rimbaud, πάλι σε σχέση με τον νεωτερικό τύπο αυτοβιογραφίας, με τη φράση: «Όχι απλώς ένας άλλος που μιλάει στη θέση μου, αλλά ένας άλλος που μιλάω στη θέση μου», που ταιριάζει, πιστεύω, στην περίπτωση του Μανούσου Φάσση

[11] Βλ. τις παρατηρήσεις σχετικά με τη λειτουργία του προλόγου στο είδος της αυτοβιογραφίας στο Πασχαλίδης 1993: 141 και 170-171.

[12] Για την υπονομευτική αυτή διάθεση (μέσω της σάτιρας, της ειρωνείας ή της παρωδίας, δηλαδή του διφωνικού, κατά Bakhtin, λόγου) απέναντι στην κριτική και το λογοτεχνικό πεδίο, γενικότερα, που διαποτίζει το κείμενο, βλ. Ρούσσου 2005: 70-71, Βούλγαρη 2016α: 873 (σημ. 19), και, διεξοδικά, Αποστολίδου 2016. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το τέχνασμα του (ψευδο)φιλολογικού/κριτικού «παραρτήματος», που ακολουθεί το κυρίως κείμενο.

[13] Για τη ενσυνείδητη αφήγηση ως βασική συνιστώσα της αφηγηματικής επικοινωνίας στην αυτοβιογραφία, βλ. Πασχαλίδης 1993: 175-183.

[14] Σχετικά με τον σημαίνοντα ρόλο του αναγνώστη στην αυτοβιογραφία ως είδος που ασχολείται συστηματικά με τη σύσταση των όρων και των κριτηρίων της πρόσληψής του, κωδικοποιώντας το είδος του αναγνώστη που επιθυμεί το κείμενο, βλ. Πασχαλίδης 1993: 185-194.

[15] Στη συχνή παρουσία του αναγνώστη στον Μανούσο Φάσση και στις λειτουργίες του αναφέρομαι διεξοδικά σε παλαιότερο κείμενό μου (Βούλγαρη 2017), χωρίς όμως να συνδέω το στοιχείο αυτό με το είδος της αυτοβιογραφίας, με το οποίο «φλερτάρει» το «δοκιμιακό σχεδίασμα» του Αναγνωστάκη (μέτρησα, τελικά, 19 εμφανίσεις του αναγνώστη, από τις οποίες μόνο 2 αποτελούν άμεση προσαγόρευση· για τη μόνη πραγματική προσαγόρευση, εκτός από το μπωντλερικό «hypocrite lecteur mon semblable mon frêre» (111), βλ. εδώ παρακάτω). (Στο άρθρο μου, σημειωτέον, είχα εντοπίσει μόνο 15 τέτοιες περιπτώσεις!).

[16] Για μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση των ποιημάτων του Φάσση σε σχέση και με την ποιητική πορεία του Αναγνωστάκη, βλ. Γαραντούδης 1998.   

[17] Παρατίθεται στη σελίδα 64, μέσα στο «κεφάλαιο» του βιβλίου όπου παραθέτει και το «Ρομαντικό τρίπτυχο» του Μανούσου, λίγο-πολύ στο ίδιο μήκος κύματος, προσθέτοντας την παρατήρηση ότι ο Μανούσος τον αντέγραφε «ασυστόλως» και τον μιμούνταν (63).

[18] Για τη χρονολόγηση των ποιημάτων του Φάσση, σε σχέση με την ποιητική εξέλιξη του Αναγνωστάκη, βλ. Γαραντούδης 1998.

[19] Σχετικά με την επιμονή της κριτικής στην ταμπέλα της πολιτικής ποίησης για το έργο του Αναγνωστάκη, η οποία επεσκίασε άλλες διαστάσεις, όπως την ευρύτερα υπαρξιακή, βλ. την άποψη του Νάσου Βαγενά (1996). Ο ίδιος ο Αναγνωστάκης ορίζει τον εαυτό του ως «ερωτικό και πολιτικό» ποιητή και αρνείται τον χαρακτηρισμό «ποίηση της ήττας» (βλ. Φάις 2011: 59· για τον ερωτικό Αναγνωστάκη, βλ. επίσης, Μπακογιάννης 2014 και Ναούμ 2014), ενώ, από την άλλη μεριά, θεωρεί τα ποιήματα του Φάσση κατεξοχήν πολιτικά: προβάλλουν τον τύπο του σατιρικού πολιτικού ποιήματος, καταλληλότερου για τη σημερινή εποχή από ό,τι το δραματικό (57), ανανεώνοντας έτσι και όχι υπονομεύοντας την πολιτική ποίηση.

[20] Σχετικά με τη σύνθεση ειδών και εκφραστικών τρόπων με σατιρικό υπόστρωμα στον Μανούσο Φάσση, βλ. Μουλλάς (1998: 61-71 και, πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαλογικής θεώρησης των ειδών στον Αναγνωστάκη, Ιερωνυμάκη 2014: 208. Για τον «έμφυτο υβριδισμό» και την «ειδολογική δια-λεκτικότητα» ή ετερογλωσσία που χαρακτηρίζει την αυτοβιογραφία ως είδος βλ. Πασχαλίδης 1993: 100, 112-113· όπως υπογραμμίζει ο Πασχαλίδης, «Αν το μυθιστόρημα διαλογικοποιεί τον κόσμο, η αυτοβιογραφία διαλογικοποιεί το υποκείμενο» (113).

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Μαΐου 2020